Ένας άθεος έκανε τη βόλτα του στο δάσος, θαυμάζοντας όλα αυτά που εκείνο το… «ατύχημα της εξέλιξης» είχε δημιουργήσει.
«Τι καταπληκτικά δέντρα! Τι όμορφα ποτάμια! Τι απίστευτα ζώα! Και, κυρίως, τι απίστευτη συμμετρία που διέπει τη φύση», αναφωνούσε συνέχεια.
«Για δες, πόση ομορφιά μπορεί να δημιουργήσει ένα λάθος», συνέχιζε.
Ενώ περπατούσε κατά μήκος του ποταμού άκουγε ένα θόρυβο στους θάμνους πίσω του. Κάποια στιγμή γύρισε για να κοιτάξει. Τότε, έντρομος, είδε μία τεράστια αρκούδα να βαδίζει αργά προς την κατεύθυνσή του. Τρομοκρατημένος, βάλθηκε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Κάποια στιγμή λαχανιασμένος από το έντονο τρέξιμο σταμάτησε να πάρει μια ανάσα και καθώς κοίταξε πάνω από τον ώμο του είδε ότι η αρκούδα ήταν πια πολύ κοντά του.
Πανικόβλητος, άρχισε να τρέχει πιο γρήγορα. Ήταν τόσος ο φόβος του, που τα μάτια του πλημμύρισαν από δάκρυα.
Καθώς έτρεχε γύρισε για να δει που ήταν η αρκούδα και έτσι δεν πρόσεξε ένα κλαδί που ήταν πεσμένο στο χώμα, μπροστά του, με αποτέλεσμα να σκοντάψει και να πέσει κάτω εντελώς αβοήθητος. Κύλησε στο έδαφος και προσπάθησε να σηκωθεί…
Μόνο τότε κατάλαβε ότι η αρκούδα τον είχε πια φτάσει και ήταν ήδη από πάνω του, προσπαθώντας να τον ακινητοποιήσει με το ένα της πόδι, ενώ με το άλλο προσπαθούσε να τον χτυπήσει με δύναμη.
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, πάνω στην απόγνωσή του, ο άθεος φώναξε:
«Θεέ μου!»
Ξαφνικά ο χρόνος σταμάτησε. Η αρκούδα έπαψε να αντιδρά. Στο δάσος έπεσε σιωπή. Μέχρι και το ποτάμι σταμάτησε να κυλά.
Ένα καθαρό φως εμφανίστηκε στον ουρανό και μια φωνή ακούστηκε να λέει:
«Εσύ για χρόνια αρνιόσουν την ύπαρξή μου. Έλεγες συνεχώς στους άλλους ότι Εγώ δεν υπάρχω και απέδιδες τη δημιουργία σε κάποιο ‘’κοσμικό ατύχημα’’. Και τώρα; Περιμένεις αλήθεια τώρα να σε βοηθήσω εγώ να βγεις απ’ αυτήν τη δύσκολη ομολογουμένως κατάσταση; Γιατί να σε βοηθήσω; Μήπως θα μου υποσχεθείς ότι θα πιστέψεις σε μένα; Έχει αξία αυτή η υπόσχεσή σου; Πρέπει να περιμένω ότι θα μου έχεις πίστη;»
O άθεος κοίταξε κατευθείαν στο φως και είπε:
«Θα ήταν, πράγματι, υποκρισία από μέρους μου να ζητήσω, ξαφνικά, να μου συμπεριφερθείς σα να ήμουν χριστιανός.
Ίσως, όμως...
Ίσως, αναλογιζόμενος τη φιλευσπλαχνία σου και το ότι δεν είσαι Θεός τιμωρός, αλλά Θεός της αγάπης…
Ίσως τότε να μπορούσες…
Μπορεί να ήθελες, ίσως, να δώσεις χριστιανικά αισθήματα στην αρκούδα...»
«Πολύ καλά!», είπε η φωνή.
Το φως εξαφανίστηκε. Το ποτάμι άρχισε πάλι να κυλάει κι επέστρεψαν με μιας όλοι οι ήχοι του δάσους.
Και τότε, η αρκούδα σήκωσε τα πόδια της, έκανε μια παύση, κατέβασε το κεφάλι και μίλησε με ανθρώπινη λαλιά:
«Κύριε,
Σε ευχαριστώ για την ευσπλαχνία σου και για την αμέριστη φροντίδα που δείχνεις για όλα τα πλάσματά σου.
Ευλόγησε, σε παρακαλώ, τούτο το γεύμα που απλόχερα οδήγησες στο δρόμο μου και πρόκειται τώρα να φάω.
Αμήν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου