ΩΡΑ...

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2012

Πρωτοχρονιά - Γιάννης Τζανής



Άλλο ένα κιτρινισμένο φύλλο σκόρπισε στο άπειρο.
Άλλη μια θαμπή σκιά πέρασε αθόρυβα στο σκοτεινό ημισφαίριο.
Άλλη μια τούφα βαμβάκι στο κεφάλι.
Άλλη μια χούφτα άλατα στις αρτηρίες, στις αρθρώσεις...

Αποβραδίς η τηλεόραση βομβάρδισε τ' αυτιά μας
με λογής - λογής σεισμούς, λιμούς, πολέμους, καταποντισμούς.
Και το πρωί η εφημερίδα μάς πυροβόλησε κατάστηθα
με φόνους, βιασμούς, ληστείες, εκατόμβες της ασφάλτου.

Στο αδειανό καινούριο μου τετράδιο
κάνω τον απολογισμό τού κόσμου:
Φοβερά τα ελλείμματα, απώλειες τρομερές ∙
απώλειες σε ψυχές, σ’ αισθήματα, σε ομορφιά.

Φυλλομετρώ το ημερολόγιο να μετρήσω τα επιτεύγματά μου:
ακόμα βρίσκομαι στο «παραλίγο».
Κι η κούραση σωρεύεται, οι ευθύνες βαραίνουν, οι τύψεις κοχλάζουν...

Κι όμως,
σήμερα είμαι χαρούμενος.
Πολύ χαρούμενος.
Ευτυχισμένος.
Στο γιορταστικό τραπέζι
τα μάτια των παιδιών
κεριά αναμμένα.
Φέγγουν τα μελλοντικά μου σχέδια,
σχέδια ολοκληρωμένα δίχως «παραλίγο».
Το χαμόγελο της καλής μου
ζεσταίνει τα παγωμένα μάτια μου.
Η θύμησή μου γεμίζει από τη γεύση μιας άλλης ομορφιάς.
Δεν έχει απόψε θέση για τις τύψεις και τους προβληματισμούς.

Αγαπημένοι μου,
απόψε φορτίσατε την ψυχή μου με το πιο υψηλό ρεύμα της γης.
Κόψτε την καρδιά μου βασιλόπιτα
τα μάτια μου φανάρια της ελπίδας
που φωτίζουν τους δρόμους όλης της οικουμένης
Και μοιράστε τη σ’ όσους πεινούν από αγάπη ∙
θαρρώ πως πάλι απόψε θα συντελεστεί το θαύμα:
Με μια καρδιά αγάπη να χορτάσουν «πεντακισχίλιοι»,
πεντάκις μύριοι, μυριάδες πεντάκις μύριοι...

Ας πέσει το φλουρί σ’ εμένα, καλή μου,
το κέντρο της καρδιάς, το πιο ιερό κομμάτι.
Να το φυλάξεις στης ψυχής το εικόνισμα μπροστά
μέχρι την τελευταία δόση.

Στα δυο αγγελούδια ας πέσουν οι φτερούγες,
οι δυνατές φτερούγες τής αγάπης μου,
για ν’ ανεβούν ψηλά - πολύ ψηλά,
κει που τους θέλει η πατρική μου περηφάνια...

Πρωτοχρονιά απόψε.
Στις Πρωτοχρονιές πρωτοχρονιά!
Κλείνω την πόρτα στις φοβέρες και τις τύψεις.
Οι φλόγες που χοροπηδούν στο τζάκι
έκαψαν και την τελευταία αμφιταλάντευση.

Αδειάζω το πολύτιμο σεντούκι μου σ’ ένα σακούλι
και βγαίνω Αϊ - Βασίλης
να μοιράσω στην κατάκοπη
μοναχική γριούλα γη μας
ό,τι της λείπει πιο πολύ:
Την ελπίδα, τη στοργή, την Ειρήνη...

Από τη συλλογή Αιθίοπες έσχατοι ανδρών (1985)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου