Όλοι τον ήλιο καρτερούν σ’ Ανατολή και Δύση,
άλλοι στα σπίτια τα ψηλά κι άλλοι σε χαμοκέλια.
Άλλοι στην τάβλα γεύονται πολλών λογιών καλούδια
και άλλοι στη φτωχολογιά πεινάνε και διψάνε.
Κι ένας καημένος γέροντας, βαριά τυραγνισμένος,
γλυκό ψωμί δεν έφαγε χειμώνα - καλοκαίρι.
Και μιαν ημέρα κιότισε, τα ξύλα ζαλωμένος,
σ’ άσπρο λιθάρι έκατσε, λίγο να ξαποστάσει.
Τον πήρε το παράπονο, παρηγοριά δεν έχει,
ψιλό τραγούδι αρχίνησε, σα να ’ταν μοιρολόγι:
«Ποιανού να ’πω τον πόνο μου και τον πικρό καημό μου;
Να σας τον ’πω, ψηλά βουνά, αγέρας τον σκορπάει,
να τον ειπώ στα τρίστρατα, θα φύγουν οι διαβάτες.
Ανάθεμά την για ζωή, κι ο Χάρος ας με πάρει…».
Τ’ ακούει ο Χάρος στ’ άραχνα, ο μαύρος καβαλάρης,
πού ’χει δρεπάνι κοφτερό, της αστραπής τα μάτια.
Δίνει βιτσιά τ’ αλόγου του, τα όρη συνοριάζει,
ράχη σε ράχη περπατεί, τους κάμπους διασκελίζει
και στέκει αντίπερα γοργά κι από αγνάντια κράζει:
«Τι με γυρεύεις, γέροντα; που ’γω ’μαι κυνηγάρης
κι οπού ’βρω τρεις παίρνω τους δυο, κι οπού ’βρω δυο τον ένα,
κι οπού ’βρω ένα μοναχό, κι αυτόν τον ξεκληρίζω!»
Ωσάν τον είδε ο γέροντας κι ωσάν τον αφουγκράται,
τρέμουν τα φυλλοκάρδια του κι αυτή τη διάτα δίνει:
«Απόστασα ο καψερός και τη ζαλιά μου πάρε,
γιατί με τόσα βάσανα πάλι η ζωή γλυκιά ’ναι!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου