Μια φορά ήταν ένας σακοράφος και ύφαινε τα τσουβάλια του και τραγουδούσε κι έλεγε:
- Μοναχός μου το τάπωσα.
Μέρα νύχτα αυτό το τραγούδι έλεγε.
- Μοναχός μου το τάπωσα.
Και πάλι αυτό και πάλι αυτό. Πέρασε τη νύχτα πάλι κι έκανε νυχτέρι κι έλεγε πάλι αυτό το τραγούδι:
- Μοναχός μου το τάπωσα.
Μπήκε ο βασιλιάς μέσα στ’ αργαστήρι του. Άμα τον είδε ο σακοράφος, άφησε τη δουλειά του και σηκώθηκε κι έβγαλε το φέσι του και σταύρωσε τα χέρια του. Και του λέει ο βασιλιάς:
- Θα σε ρωτήσω ένα πράμα, μάστορη, αλλά την αλήθεια να μου πεις.
- Σαν το ξέρω, αφέντη βασιλιά, την αλήθεια θα σου πω, αποκρίθηκε ο σακοράφος.
- Μέρα νύχτα περνώ απ’ τ’ αργαστήρι σου κι ακούω και τραγουδείς όλο ένα τραγούδι: «Μοναχός μου το τάπωσα». Πες μου την αιτία, γιατί τ’ αγάπησες αυτό το τραγούδι και όλο αυτό λες και δε λες άλλο;
- Αχ! αφέντη βασιλιά, τι να σου πω! Τη φτώχεια μου τραγουδώ. Είμαι πολύ φτωχός και παρακάλεσα με όλη μου την καρδιά το Θεό να μου δείξει ποια είναι η μοίρα μου και δε μπορώ να πάω μπροστά και είμαι τόσο φτωχός. Λοιπόν κείνη τη βραδιά που παρακάλεσα το Θεό αποκοιμήθηκα και είδα στ’ όνειρό μου και βρέθηκα σ’ ένα μέρος και είχε χιλιάδες βρύσες και τρέχανε άλλη σαν ποταμός, άλλη σαν βρύση, άλλη δεν το ‘παιρνε το νερό το σωληνάρι, και άλλη λίγο και άλλη πολύ και άλλη είχε ένα σωληνάρι, άλλη δυο, άλλη τρία και άλλη πλειότερα και άλλες στάζανε μοναχά: στικ, στικ, στικ. Και ρώτησα εγώ έναν άνθρωπο:
- Τι βρύσες είναι αυτές; Και μου είπε πως είναι οι μοίρες του κάθε ανθρώπου.
- Σαν είναι έτσι, του είπα εγώ, η δική μου βρύση ποια είναι; Και μου την έδειξε· και την είδα κι έσταζε μοναχά και είδα πως ήταν ταπωμένο το σωληνάρι και έχωσα ένα ξυλαράκι, για να το ξεταπώσω, κι εγώ το τάπωσα πλειότερο και μηδέ καν έσταζε πια.
- Α! είπα, μοναχός μου το τάπωσα! Και με κείνη τη λαχτάρα ξύπνησα και αυτά τα λόγια τα ’κανα τραγούδι και τα τραγουδώ νύχτα και μέρα και κλαίγω τη στραβή μου τη μοίρα.
Ο βασιλιάς έφυγε και δεν του είπε τίποτε. Και το άλλο βράδυ του στέλνει μια πίτα μες στον ταβά με έναν άνθρωπό του και του λέγει:
- Σε χαιρετά ο βασιλιάς και σου στέλνει αυτή την κρεατόπιτα.
Την έδωκε κι έφυγε ο άνθρωπος.
Παίρνει την πίτα στα χέρια του ο σακοράφος και συλλογιέται και λέει με το νου του:
- Αυτή την πίτα να την φάμε απόψε, τι θα νιώσουμε; Πέντε ψυχές που είμαστε, δε θα χορτάσουμε. Ας την πάω του μάγειρα να μου δώσει δυο - τρία ψωμιά μπαγιάτικα και περισσεμένα φαγιά να μας φτάσουνε κάνα δυο μέρες· απ’ αυτή την πίτα τι θα νιώσω;
Όπως το είπε, το ‘κανε. Παίρνει την πίτα, την πάει του μάγειρα και του λέει:
- Να, να σου δώσω αυτή την πίτα να μου δώσεις κάνα δυο ψωμιά και ένα κομμάτι φαγί να φάω με τα παιδιά μου.
Πήρε την πίτα ο μάγειρας και του έδωσε δυο - τρία ψωμιά μπαγιάτικα και περισσεμένα φαγητά και πάει στο σπίτι του, κι έτρωγε με τα παιδιά του δυο - τρεις μέρες.
Ο μάγειρας, προτού να την πάει στο σπίτι του, έκοψε ένα κομμάτι, για να την γευτεί, και ήταν ο γόμος της όλο φλουρί! Τα είδε ο μάγειρας και θάμαξε, τι πίτα είναι αυτή! Τα έβγαλε τα φλωριά και τα έβαλε μες στο μαντήλι του, και πήγε με χαρά στο σπίτι του.
Τη δεύτερη ημέρα πέρασε πάλι ο βασιλιάς και τον άκουσε το σακοράφο κι έλεγε το ίδιο πάλι τραγούδι: «Μοναχός μου το τάπωσα». Το βράδυ του στέλνει πάλι μια παραγεμιστή χήνα με φλουριά.
Την παίρνει πάλι ο σακοράφος και την πάει του μάγειρα. Ο μάγειρας έκαμε τόσα κομπλιμέντα, άμα τον είδε. Και του λέει ο σακοράφος:
- Να κι αυτή τη χήνα· να την φάμε απόψε τι θα νιώσουμε; αύριο δε θα ‘χουμε ψωμί! Να, πάρ’ την και δώσ’ μου κάμποσα ψωμιά μπαγιάτικα και καμπόσο φαγί να πάω στα παιδιά μου να φάνε.
Ο μάγειρας πιάνει όσα μπαγιάτικα ψωμιά είχε και ξεροκόμματα και τα μαζεύει και γέμισε ένα τσουβάλι, του γεμίζει κι ένα ταβά μπαγιάτικα φαγιά και τα φορτώνει σ’ ένα δούλο του και τα πάει του σακοράφου στο σπίτι.
Μόλις έφυγε ο σακοράφος, σκίζει ο μάγειρας τη χήνα κι ήτανε γιομάτη φλουρί και δεν ήξερε πού να βάλει τη χαρά του.
Αφού ξημέρωσε η μέρα, πέρασε πάλι ο βασιλιάς απ’ τ’ αργαστήρι του σακοράφου και τραγουδούσε πάλι το ίδιο τραγούδι. Και απόρεσε ο βασιλιάς, γιατί να τραγουδεί το ίδιο το τραγούδι, και μπήκε από μέσα και του λέει:
- Τι έκανες, μάστορη;
- Τι να κάνω, αφέντη βασιλιά, δουλεύω την τέχνη μου για να βγάλω το ψωμί μου, αποκρίθηκε ο σακοράφος.
- Η πίτα και η χήνα πώς σου φανήκανε; Ήτανε καλές; ρώτησε ο βασιλιάς πάλι, και κείνος του είπε:
- Αχ! βασιλέα μου, τι θα μας κάνουν εμάς πέντε νομάτοι η πίτα και η χήνα για ένα τραπέζι και για δυο! Σήμερα θα φάω χήνα, αύριο δε θα ‘χω ούτε ψωμί. Έτσι τις πήγα και τις δύο του μάγειρα και μου έδωσε φαγιά και ψωμιά και ζήσαμε τόσες μέρες.
Άμα τ’ άκουσε ο βασιλιάς αυτά τα λόγια, είπε με το νου του:
- Αλήθεια μοναχός σου το τάπωσες το τυχερό σου!
Έφυγε ο βασιλιάς και πήγε στο παλάτι. Στο δρόμο που πήγαινε ο σακοράφος στο σπίτι του περνούσε ένα γεφύρι. Γεμίζει λοιπόν ο βασιλιάς ένα σακούλι φλουριά, και τα δίνει σε δυο ανθρώπους και τους λέει:
- Να πάτε να φυλάξετε από μακριά το σακοράφο. Την ώρα που θα κλειδώσει τ’ αργαστήρι του, να πάει στο σπίτι του, να πάτε σεις μπροστά να βάλετε αυτό το σακούλι με τα φλουριά μέσ’ στη μέση του γεφυριού και να κρυφτείτε από κάτω από τις κάμαρές του, για να τα βρει ο σακοράφος να τα πάρει. Να προσέχετε όμως καλά να μην τύχει και περάσει κανείς άλλος και τα πάρει.
Τα παίρνουνε οι βασιλικοί οι άνθρωποι τα φλωριά, άμα σκοτείνιασε, και πήγαν και παραφύλαξαν το σακοράφο. Και όταν κατέβασε τις κλαβανές τ’ αργαστηριού του και τις μαντάλωσε και βγήκε για να κλειδώσει και την πόρτα να φύγει, πήγαν οι βασιλικοί οι άνθρωποι μπροστά και βάλανε το σακούλι με τα φλωριά στο δρόμο του γεφυριού, και αυτοί κρυφτήκανε από κάτω από τις καμάρες. Ο σακοράφος, όταν κοντόφτασε στο γεφύρι, είπε δυνατά:
- Τόσα χρόνια περνώ αυτό το γεφύρι με ανοιχτά μάτια, ας το περάσω και μια φορά με σφαλιστά, να ιδούμε αν θα μπορέσω να περάσω, ή θα πέσω κάτω απ’ το γεφύρι να σκοτωθώ, να γλυτώσω τουλάχιστον από τέτοια ζωή ξεσκισμένη.
Τ’ ακούσανε αυτό οι βασιλικοί οι άνθρωποι. Σφαλεί λοιπόν τα μάτια του ο σακοράφος και πέρασε το γεφύρι και δεν είδε το σακούλι με τα φλωριά.
Αφού ξεμάκρυνε ο σακοράφος, βγήκαν οι βασιλικοί οι άνθρωποι, πήραν τα φλωριά και πάνε στο βασιλιά. Κι άμα είδε το σακούλι ο βασιλιάς τούς ρώτησε:
- Γιατί το πήρατε το σακούλι πίσω με τα φλωριά;
- Να τ’ αφήσουμε πάνω στο γεφύρι και να φύγουμε; Ο σακοράφος, άμα κοντόφτασε να το ιδεί το σακούλι, είπε: «Τόσα χρόνια, λέει, περνώ τούτο το γεφύρι με ανοιχτά μάτια, ας το περάσω και μια φορά με σφαλισμένα»· και σφάλισε τα μάτια του και πέρασε, και δεν το είδε το σακούλι. Κόντεψε κι όλα να το πεδικλωθεί.
- Ε, που να τον πάρει ο κόρακας, να τον πάρει, τον ξεμωραμένο τον άνθρωπο. Κι αλήθεια αυτός ο άνθρωπος μοναχός του ταπώνει τη βρύση της μοίρας του.
Και σαν ξημέρωσε, τον φώναξε και του λέει:
- Βρε άνθρωπε του Θεού, συ δεν έχεις καθόλου γνώση! Την πίτα και τη χήνα πολύ γνωστικά φέρθηκες και την πούλησες, γιατί δεν ήξερες τι είχανε μέσα. Τις είχα παραγεμισμένες με φλουριά, για να σε αρχοντύνω. Εμ γιατί, βρε ξεμωραμένε, να σφαλίσεις τα μάτια σου ψες, να περάσεις με σφαλιστά μάτια το γεφύρι και δεν είδες το σακούλι με τα φλουριά, που έστειλα και τα βάλανε εκεί, για να τα βρεις να γίνεις άρχοντας;
- Δε φταίω εγώ, αφέντη βασιλιά, η μοίρα μου με σκούντησε να το κάνω έτσι.
Ύστερα ο βασιλιάς έστειλε έναν άνθρωπό του και έφερε το μάγειρα και του λέει:
- Γιατί, ψεύτη και κατεργάρη, αδίκησες αυτόν τον άνθρωπο; Αφού είδες πως η πίτα ήτανε γεμάτη φλουρί και η χήνα, γιατί να μη του δώσεις τα μισά τουλάχιστον τα φλουριά, μόνο τον φόρτωσες ξεροκόμματα και βρώμικα φαγιά. Γλήγορα να πας να τα φέρεις τα φλωριά σωστά, γιατί εγώ του τα έστειλα.
- Tη βρύση σου μοναχός σου την τάπωσες και θέλησα εγώ κρυφά να σου την ξεταπώσω και δεν μπόρεσα από την ανοησία τη δική σου. Πάρ’ τα τώρα αυτά τα φλωριά, να πας να ζήσεις άνετα και να τ’ αφήσεις πια εκείνο το τραγούδι.
Τα πήρε τα φλωριά ο καημένος ο σακοράφος και γίνηκε πραγματευτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου