Αλεπού που κοιμάται κότες δεν πιάνει.
Βγήκε η αλεπού στο παζάρι.
Εβάλανε την αλεπού τις κότες να φυλάει.
Είδε κι η αλεπού τον κώλο της κι έπεσε του πεθαμού.
Επρόσταξαν την αλεπού κι εκείνη την ουρά της.
Η αλεπού βλέποντας να καλιγώνουν τ’ άλογο, σήκωσε κι αυτή το ποδάρι της.
Η αλεπού δε χώραγε στην τρύπα και τράβαγε και κολοκύθα.
Η αλεπού δεν πιάνεται με ξόβεργα.
Η αλεπού είχ’ εργατιά και κείνη ακριδολόγαγε.
Η αλεπού είχε εργατιά κι αυτή εσταχολόγα.
Η αλεπού εκατό χρονών, το αλεπόπουλο εκατόν δέκα.
Η αλεπού εκατό, το αλεπουδάκι εκατόν ένα.
Η αλεπού εκρύβετο κι η ουρά της εφαίνετο.
Η αλεπού και γδαρμένη ζωντανή κι απ’ το σώγαμπρο καλύτερα.
Η αλεπού και το παιδί της ένα δέρμα εκρατήγαν.
Η αλεπού και το παιδί της, ένα τομάρι έχουνε.
Η αλεπού κι αν κρύβεται, προβάλλει την ουρά της.
Η αλεπού με ακρίδες δε χορταίνει.
Η αλεπού ορνιθόπουλα γυρεύει.
Η αλεπού που κοιμάται, όρνιθες δεν πιάνει.
Η αλεπού σαν γεράσει γίνεται καλόγρια.
Η αλεπού στον ύπνο της, κοκόρια ονειρεύεται.
Η έξυπνη η αλεπού πιάνεται από τα τέσσερα.
Η κατακαημένη η αλεπού, τα δικά της δίνει αλλού.
Η πονηρή αλεπού πιάνεται στα τέσσερα.
Καρτερώντας η αλεπού να πέσουν τα γλυκάδια τον κριαριού, ψόφησε απ’ την πείνα.
Μηδέ όρνιθες έχω, μηδέ την αλεπού φοβούμαι.
Μία αλεπού κοψονούρα όλες τις θέλει κοψονούρες.
Όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια.
Όταν πεινά η αλεπού, φαίνεται πως κοιμάται.
Πονηρεμένη μου αλεπού, για ποιον είναι το τομάρι σου;
Πονηρή είν’ η αλεπού, μα πονηρότερος όποιος την πιάνει.
Ρήμαξε τη γειτονιά, μια αλεπού καλογριά.
Σα βγάζει η αλεπού λόγο, πρόσεχε τις όρνιθές σου.
Σαράντα χρονών η αλεπού, πενήντα τ’ αλεπόπουλο.
Στο δόκανο δεν μπαίνει δυο φορές η αλεπού.
Της αλεπούς τα μάτια και το διάβολο παντρεύουν.
Της αλεπούς το τομάρι στο παζάρι κρέμεται.
Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου