Ο Ιωάννης Βλάχος γεννήθηκε στην Ανώπολη Σφακίων, ένα ορεινό χωριό σε ύψος 600 μέτρων, περίπου 2 χιλιόμετρα μακριά απ’ τη θάλασσα. Η ακριβής ημερομηνία γεννήσεώς του πιθανολογείται πως είναι ή το 1722 ή το 1730, το οποίο θεωρείται και πιθανότερο.
Το «Βλάχος» δεν είναι βέβαιο αν ήταν όντως αληθινό επίθετο ή προσωνύμιο, όπως είχαν τότε σχεδόν όλοι οι Σφακιανοί. Στην ιστορία έμεινε γνωστός ως «Δασκαλογιάννης» (και πολύ λιγότερο ως «Δασκαλάκης»), επειδή εξαιτίας της μεγάλης του μόρφωσης τον αποκαλούσαν «δάσκαλο» (Ο Δάσκαλος, ο Γιάννης).
Με το όνομα επίσης τούτο αναφέρεται και σε τουρκικό έγγραφο του 1750: «Bente Daskalo Vani Vazici Kasteli Mezbur: Ο δούλος Δάσκαλος Γιάννης, γραμματικός του Καστελίου».
Είναι πιθανή η καταγωγή του Δασκαλογιάννη απ’ τη ναυτική γενιά των Ανδρουλακάκηδων, του Λουτρού. Ο πατέρας του ονομαζόταν Ανδρέας και ήταν ένας πλούσιος καραβοκύρης. Αυτός επέμενε στο γιο του να σπουδάσει στο εξωτερικό, πιθανότατα στην Ιταλία όπου σπούδαζαν τότε κι άλλοι Κρητικοί, με αποτέλεσμα να γίνει ο Δασκαλογιάννης ένας από τους πλέον εγγράμματους, μορφωμένους και πολυταξιδεμένους Σφακιανούς, ο οποίος μιλούσε και την ιταλική και τη ρώσικη γλώσσα.
Ο Δασκαλογιάννης ήταν μετρίου αναστήματος, ανδροπρεπής με μια φυσική ευφράδεια που τον βοηθούσε να πείθει εύκολα το συνομιλητή του, μιας και είχε το σπάνιο χάρισμα της ρητορικής ηγεσίας.
Είχε τέσσερα αδέρφια, το Νικόλαο ή Χατζή Σγουρομάλλη, τον Παύλο, το Μανούσο και το Γεώργιο. Η γυναίκα του λεγόταν Σγουρομαλλίνη ή Ξανθομαλλίνη, με καταγωγή από το Ρέθυμνο και μαζί της είχε αποκτήσει τέσσερις κόρες και δύο γιους. Τη Μαρία, την Ανθούσα, την Ελευθερούσα, το όνομα της τέταρτης δεν αναφέρεται πουθενά, τον Ανδρέα και το Νικολάκη.
Στην κατοχή του ο Δασκαλογιάννης είχε τέσσερα τρικάταρτα καράβια κι ο ίδιος ταξίδευε με αυτά στα λιμάνια της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας. Είχε, μαζί με τ’ αδέρφια του, ναυτικά «πρακτορεία» στα κυριότερα λιμάνια και σε πολλά ελεύθερα ελληνικά νησιά, όπως στα Κύθηρα.
Οι Σφακιανοί εκείνης της εποχής, σε αντίθεση με τους άλλους Κρητικούς που απεχθάνονταν τότε τη θάλασσα, είχαν δεκάδες καράβια στη Μεσόγειο, με βάση τον όρμο Λουτρό στο Λιβυκό, δυτικά της Χώρας Σφακίων, στα ίχνη του αρχαίου «διλίμενου» Φοίνικα. Ο Δασκαλογιάννης ήταν πιθανά ο μόνος Σφακιανός της εποχής που τολμούσε να κυκλοφορήσει στην επαρχία με ευρωπαϊκά ρούχα, χωρίς να τον αποκαλούν «ψαλιδόκωλο»!
Ο Δασκαλογιάννης έβλεπε την εξαθλίωση των συμπατριωτών του που στέναζαν κάτω απ’ τον τουρκικό ζυγό και δεν άργησε να ταχθεί στο πλευρό του Ορλόφ που υποκινούσε επανάσταση στη σκλαβωμένη Ελλάδα.
Ο Δασκαλογιάννης γύρισε στα Σφακιά γεμάτος όνειρα και ενθουσιασμό για την απελευθέρωση του τόπου του και δε δυσκολεύτηκε να πείσει και εμψυχώσει τους συμπατριώτες του. Τους κάνει να πιστέψουν ότι ήρθε η ώρα να ελευθερωθεί το γένος των Ελλήνων από τους Τούρκους με τη βοήθεια των Ρώσων. Ξεπέρασε εύκολα τους λιγοστούς ενδοιασμούς των καπεταναίων, και αφού τους βεβαίωσε ότι ο Μόσκοβος μάχεται κιόλας στα ελληνικά νερά, έφυγε για την Αδριατική και γύρισε τα Χριστούγεννα του ίδιου χρόνου φορτωμένος όπλα και ελπίδες.
«Μεσούντος του μηνός Σιεβάλ», δηλαδή το τέλος Ιανουαρίου 1770, οι Τούρκοι των Χανίων αναφέρουν στον σουλτάνο ότι, όπως αποκαλύπτουν «εξ αλλεπαλλήλων πηγών γραπταί πληροφορίαι», δεκάδες ρούσικα πλοία εισέβαλαν στη Μεσόγειο από το Γιβραλτάρ. Φήμες αλλά και αληθινές ειδήσεις πήγαιναν και ερχόταν ανάμεσα στα Χανιά και την Κωνσταντινούπολη. Οι πασάδες της Κρήτης πανικόβλητοι απαγόρευσαν στους Χριστιανούς να φορούν ρούχα όμοια με των Τούρκων. Στις πόρτες τους χάραξαν διακριτικά σημάδια…
«Μεσούντος του μηνός Σιεβάλ», δηλαδή το τέλος Ιανουαρίου 1770, οι Τούρκοι των Χανίων αναφέρουν στον σουλτάνο ότι, όπως αποκαλύπτουν «εξ αλλεπαλλήλων πηγών γραπταί πληροφορίαι», δεκάδες ρούσικα πλοία εισέβαλαν στη Μεσόγειο από το Γιβραλτάρ. Φήμες αλλά και αληθινές ειδήσεις πήγαιναν και ερχόταν ανάμεσα στα Χανιά και την Κωνσταντινούπολη. Οι πασάδες της Κρήτης πανικόβλητοι απαγόρευσαν στους Χριστιανούς να φορούν ρούχα όμοια με των Τούρκων. Στις πόρτες τους χάραξαν διακριτικά σημάδια…
Ο Αλέξιος Ορλώφ, που βρισκόταν τότε στη Πάρο με το ρώσικο στόλο, στέλνει ξανά επιστολή στον Δασκαλογιάννη και του υπόσχεται για άλλη μια φορά βοήθεια, αφού αρχίσει τον αγώνα. Με τη γραπτή διαβεβαίωση του αρμόδιου εκπροσώπου της Ρωσίας, δεν ήταν δυνατόν να μη πιστέψουν ότι μια ομόδοξη αυτοκρατορία, με τόσες δυνατότητες, μπορούσε να τους εγκαταλείψει στα νύχια του άπιστου.
Μετά τις καθιερωμένες συνελεύσεις στις οποίες όλοι οι «άνδρες των αρμάτων» ψήφιζαν, στις αυλές της Παναγίας της Θυμιανής, πόλεμο ή ειρήνη, οι καπετάνιοι κίνησαν, φανερά πλέον, τις προπαρασκευές. Με πρόσχημα το Πάσχα, έφευγαν από τα Κάστρα και τα πεδινά χωριά οι Σφακιανοί «άποικοι» και μαζεύονταν στα Σφακιά για να αρματωθούν και να καταταχθούν στα επαναστατικά σώματα. Τουρκικό έγγραφο επισημαίνει ότι οι άπιστοι αυτοί «ανεχώρησαν κρυφίως εκ των χωρίων όπου διέμενον και συνεκεντρώθησαν άπαντες εις την επαρχίαν Σφακίων». Αλλά κανένας άλλος «κατωμερίτης» δεν κινήθηκε.
Την 25 Μαρτίου 1770, μια μέρα που αργότερα θα γίνει εθνικό σύμβολο, δεκάδες παπάδες πάνοπλοι και δύο χιλιάδες επαναστάτες με τους καπετάνιους τους, ύστερα από μια πανηγυρική λειτουργία μετά των απαραιτήτων πυροβολισμών, κήρυξαν την επανάσταση, υψώνοντας την επαναστατική σημαία στην Ανώπολη. Αρχηγοί των επαναστατών, εκτός από τον Δασκαλογιάννη αναφέρονται ο Μανούσακας, ο Γιωργάκης, ο Βουρδουμπάς, ο Χούρδος, ο Μπουνάτος, ο παπα Σήφης, ο Βολούδης, ο Μωράκης, ο Σκορδίλης και άλλοι.
Ο Δασκαλογιάννης με τους δικούς του κατέβηκε στον Αποκόρωνα, οπλισμένος αυτή τη φορά. Άλλοι καπετάνιοι πέρασαν στα Ρεθεμνιώτικα. Ο Δασκαλογιάννης έφτασε στη Μαλάξα και με το ναυτικό κανοκιάλι ερευνούσε το κρητικό πέλαγος για να ανακαλύψει τα ρούσικα καράβια που περίμενε. Λίγες μέρες πριν είχε απαντήσει στους απεσταλμένους των Τούρκων, ιερωμένους, που έφερναν πρόταση συνδιαλλαγής: «Κατ’ ουδένα τρόπον ησυχάζομεν!».
Όμως τελευταία στιγμή ο Αλέξιος Ορλόφ με το ρώσικο στόλο, αντί να πλεύσει προς τα Χανιά, όπως είχε υποσχεθεί με την επιστολή προς τον Δασκαλογιάννη, έπλευσε προς τον Τσεσμέ όπου και συμμάχησε με τον τούρκικο στόλο και του δόθηκε ο τίτλος «Τσεσμενέσκη», δηλαδή νικητής του Τσεσμέ. Η κίνηση αυτή, έμεινε στην ιστορία σαν «Ορλωφικά» κι απέδειξε ότι οι Έλληνες χρησιμοποιήθηκαν σαν αντιπερισπασμός της Ρωσίας απέναντι της Τουρκίας, καθώς με τη συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή οι ρωσικές δυνάμεις αποχώρησαν εγκαταλείποντας τους Έλληνες.
Ο Δασκαλογιάννης βλέπει τα σχέδια του να καταρρέουν μετά την εγκατάλειψη των Ρώσων, εν τούτοις δεν εγκαταλείπει τον αγώνα. Δεν υποκύπτει. Συνεχίζει έστω κι αν αρχίζει να χάνεται κάθε ίχνος ελπίδας.
Ο σουλτάνος είχε πληροφορηθεί από τις 10 Απριλίου τις κινητοποιήσεις του Δασκαλογιάννη. Αλλά δεν ήθελε να κινηθεί χωρίς να εξακριβώσει τις πληροφορίες. Στις 7 Μαΐου του 1770 έφτασε στο Μεγάλο Κάστρο αυτοκρατορικό φιρμάνι που όριζε:
«Αν εξακριβώσητε ότι πράγματι ούτοι (οι Σφακιανοί) τυγχάνουσι επαναστάτες και στασιαστές, ενισχύουν δε τους εχθρούς της πίστεως και προβαίνουν εις πράξεις ανατρεπτικάς… τότε πάντες υμείς εν ομοφωνία εκστρατεύσατε εναντίον τους και προβήτε εις την σφαγήν και τον αφανισμόν αυτών…».
Στο μεταξύ οι επαναστάτες εξόντωναν τους Τουρκοκρητικούς του κάμπου και τις φρουρές των μικρών πύργων. Κατά τα τουρκικά αρχεία, στις 28 Μαΐου ο αρχηγός του στρατού που είχε εντολή να χτυπήσει τους επαναστάτες αναφέρει ότι οι προσπάθειές του να ησυχάσει τους Σφακιανούς απέτυχαν. Ο ηγούμενος του Πρέβελη και ο επίσκοπος Αρκαδίας (Μεσαράς) που έστειλε για συμφωνίες εκδιώχθηκαν από τον Δασκαλογιάννη. Οι μάχες με τον στρατό που συγκεντρώθηκε στις Βρύσες άρχισαν τις ύστερες μέρες του Μαΐου.
Οι τουρκικές δυνάμεις χτυπούσαν τα Σφακιά από δυο μέρη. Από την ανατολική διάβαση, περιοχή Τσιλίβδικα – Καλλικράτης. Και, κατά μέτωπον, από την Κράπη προς Ξυλόδεμα. Οι συγκρούσεις συνεχίζονταν νύχτα και μέρα και το αίμα πλημμύριζε τα βουνά. Οι πρώτοι νεκροί ήταν οι άμαχοι Χριστιανοί που οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν για μεταφορείς, - σακουλιέρηδες - και τους έστηναν μπροστά από τα δικά τους τμήματα για να δεχθούν πρώτοι τα πυρά των επαναστατών.
Η υπεροχή των Τούρκων σε αριθμό και η απουσία βοήθειας ανάγκασαν τον Δασκαλογιάννη να αναδιπλωθεί στα βουνά και τα περάσματα. Ο αρχηγός, απογοητευμένος από την απατηλή στάση των Ρώσων, συγκέντρωσε όλα τα τμήματα στις πύλες των Σφακιών.
Παρά την τεράστια αριθμητική υπεροχή του εχθρού, δίνει φονικότατη μάχη στα στενά της Νίμπρου που κρατά δύο ολόκληρες μέρες. Ο σκοπός του δεν είναι φυσικά να εμποδίσει τη προέλαση του εχθρού αλλά να την καθυστερήσει, για να δοθεί καιρός στα γυναικόπαιδα να επιβιβασθούν στα καράβια, μια και δεν υπήρχε πια άλλη σωτηρία.
Ο Τούρκος σερασκέρης αναφέρει γραπτώς στον πασά του Μεγάλου Κάστρου την 20ή του μηνός Σαφέρ, 1184, δηλαδή την 6η Ιουνίου 1770 ότι «ο στρατός έφθασε εις την επαρχίαν Σφακίων» και επετέθη «κατά των ληστών» με τηλεβόλα, τουφέκια και λοιπά πολεμικά όργανα κατασφάζων και εξολοθρεύων αυτούς».
Ο αγώνας ήταν σκληρός και άνισος. Αλλά ο τόπος ευνοούσε τους επαναστάτες. Οι Τούρκοι έπρεπε να περάσουν από φαράγγια και άνυδρα βουνά. Οι Σφακιανοί τους περίμεναν παντού, τους αιφνιδίαζαν, κυλούσαν ακόμη και βράχους από τις πλαγιές και τους αποδεκάτιζαν. Οι στρατιώτες που προχωρούσαν συντεταγμένοι μαζί με τα υποζύγια δεν μπορούσαν να αμυνθούν σ’ αυτή την πρωτοφανή μορφή πολέμου.
Οι μέρες περνούσαν. Δίψα και ζέστη βασάνιζε τους εισβολείς. Οι Σφακιανοί έδιδαν και μάχες «εκ παρατάξεως» στην είσοδο κάθε χωριού. Οι Τούρκοι περνούσαν αφήνοντας εκατοντάδες νεκρούς στα λαγκοπεράματα και στα ποροφάραγγα.
Οι Τούρκοι πληροφορούνται ότι τα γυναικόπαιδα έχουν σκοπό να επιβιβασθούν στα καράβια για να δραπετεύσουν κι αμέσως 6.000 στρατός καταφθάνει στην Ανώπολη για να τα εμποδίσει. Εφτακόσιοι ως οχτακόσιοι Σφακιανοί που βρίσκονται στην περιοχή τρέχουν για να τα προστατεύσουν. Πάνω από το Λουτρό γίνεται άγρια μάχη στήθος με στήθος, με το μαχαίρι, γιατί με τα όπλα υπήρχε κίνδυνος να χτυπήσουν τα γυναικόπαιδα.
Από τους 700 - 800 άνδρες του Δασκαλογιάννη, έχουν σκοτωθεί οι 300 όμως και οι Τούρκοι πλήρωσαν με τίμημα 1000 νεκρούς, αλλά μπαίνουν στο τέλος στην Ανώπολη. Άρχισε άγρια σφαγή. Άνδρες και γυναίκες πολεμούν απεγνωσμένα ώσπου σκοτώθηκαν όλοι και όλες. Μόνο εκατό γυναικόπαιδα που αιχμαλώτισαν οι Τούρκοι επέζησαν από τούτο το άγριο μακελειό. Οι Τούρκοι από εκεί και μετά συνέχιζαν το εξοντωτικό τους έργο, κόβοντας δέντρα, ξεριζώνοντας αμπέλια. Όσους άνδρες συλλάμβαναν τους έσφαζαν επί τόπου, ενώ τις άσχημες γυναίκες, τα παιδιά και τους γέρους τους έριχναν σε γκρεμούς για να διασκεδάσουν.
Στη διάρκεια τούτης της φονικής μάχης ο Δασκαλογιάννης είχε στείλει τη γυναίκα του μαζί με τις δύο μεγάλες του κόρες, τη Μαρία και την Ανθούσα, στο Λουτρό για να μπουν στο καράβι του. Όμως στο δρόμο τραυματίστηκε η Σγουρομαλλίνη και οι κόρες της νομίζοντας ότι σκοτώθηκε τρέχουν απελπισμένες, χωρίς να ξέρουν που πηγαίνουν, με αποτέλεσμα να πέσουν στα χέρια των Τούρκων που όταν έμαθαν ότι είναι κόρες του αρχηγού τις παρέδωσαν στο σερασκέρη.
Ο Δασκαλογιάννης εν τω μεταξύ κατεβαίνει στο Λουτρό, μαθαίνει το χαμό των παιδιών του, βλέπει τη γενική καταστροφή και στη απελπισία του πάνω αποφασίζει να παραδοθεί στον πασά. Οι άλλοι αρχηγοί όμως δεν τον αφήνουν να πραγματοποιήσει τη σκέψη του.
Ο πασάς του έστειλε επιστολή παρακαλώντας τον να παραδοθεί και με την υπόσχεση ότι αν κάνει αυτό που του έλεγε όχι μόνο δεν θα βλάψει τα Σφακιά αλλά θα φύγει αμέσως από εκεί. Ο Δασκαλογιάννης συγκαλεί γενική συνέλευση στα Κρούσια για να τους ανακοινώσει την πρόταση, όμως η συνέλευση αποφασίζει ομόφωνα ότι θα συνεχίσει τον αγώνα και απαντούν στο πασά ότι δεν θα παραδοθούν ποτέ. Και η τελευταία πράξη του αιματηρού δράματος παίζεται στο φαράγγι της Αράδαινας, ένα από τα πιο ωραία και επιβλητικά φαράγγια των Λευκών Ορέων με κατακόρυφες πλευρές εκατοντάδων μέτρων.
Οι Τούρκοι μαζεύτηκαν χαμηλά και στρατοπέδευσαν στο Φραγκοκάστελλο όπου υπάρχει νερό γιατί οι Σφακιανοί δηλητηρίασαν όλα τα πηγάδια της περιοχής. Και από κει με επιδρομές και ενέδρες προσπαθούσαν να συλλάβουν το Δασκαλογιάννη. Η εντολή του πασά ήταν ρητή: «Να συλληφθεί ζωντανός ο αρχηγός». Αλλιώς ο στρατός, παρά τις απώλειες και τις δαπάνες, δεν θα έφευγε από τα Σφακιά.
Αλλά και οι Σφακιανοί βρίσκονταν σε τραγική θέση. Όλα τα χωριά καμένα. Τα κοπάδια, τα σπίτια, οι σοδειές λεηλατημένες. Και έφταναν οι ψυχρές μέρες του φθινοπώρου. Σε λίγο θα κατέβαιναν χιόνια στα βουνά. Οι θάλασσες θα αγρίευαν. Τα γυναικόπαιδα θα αφανίζονταν. Μέσα σ’ αυτό το τρομερό κλίμα, ο Δασκαλογιάννης αποφάσισε να δεχθεί τις επίμονες προτάσεις των πασάδων. Οι κήρυκες κραύγαζαν κάθε μέρα:
«Αν παραδοθεί ο Δασκαλογιάννης, εμείς θα φύγουμε από τα Σφακιά και θα χορηγήσουμε γενική αμνηστία. Ο Δασκαλογιάννης θα κρατηθεί για ένα διάστημα σαν εγγύηση ότι δεν θα συνεχισθεί η επανάσταση!»
Παρά την φυσική κάλυψη του γνώριμου τόπου, η νίκη ήταν αδύνατη για τους Σφακιανούς. Γρήγορα οι Τούρκοι τους περικυκλώνουν και όσοι επέζησαν αναγκάστηκαν να διασκορπιστούν στα όρη, για να σωθεί ο καθένας όπως μπορούσε. Μερικοί τότε έφυγαν από τη Κρήτη και δεν ξαναγύρισαν ποτέ πια. Όσοι παρέμειναν κατέβαιναν τη νύχτα από τις κορυφές των βουνών στα τουρκοχώρια των γύρω επαρχιών, σκοτώνοντας όσους αγάδες συναντούσαν και άρπαζαν ότι έβρισκαν για να θρέψουν τα πεινασμένα παιδιά τους. Οι αγάδες δεν τολμούσαν να βγουν από τα σπίτια τους και παρά τη νίκη τους ήταν τρομοκρατημένοι. Κι ο πασάς δεν ήθελε να αφήσει τα Σφακιά, ρημαγμένα αλλά ακόμη ανυπότακτα, αφού κανένας δεν «εμούτισε», δε δήλωσε υποταγή.
Για να ενθαρρύνει το Δασκαλογιάννη να παραδοθεί, του στέλνει κι άλλο γράμμα, σε ήπιο τόνο όμως τούτη τη φορά:
«Σαν έρθεις να μιλήσωμε και σαν ανταμωθούμε,
ούλα θε να συμπαθηστούν και φίλοι θα γενούμε».
Κι εκείνος, κάτω από το βάρος της ευθύνης για τέτοια πρωτοφανή καταστροφή, έστω και αν η πρόθεσή του δεν ήταν καμιά άλλη πέρα από τη επιθυμία να ελευθερώσει τον τόπο του από το ζυγό των τυράννων, θεωρεί τον εαυτό του σαν κύριο υπεύθυνο και αποφασίζει να παραδοθεί, νομίζοντας ότι έτσι θα εξιλεωθεί.
Ο πασάς τον δέχεται, του παρουσιάζει τη κόρη του Μαρία για να τον ευχαριστήσει και μετά άρχισε να τον ανακρίνει. Κάτω από τέτοιες συνθήκες τον αναγκάζει, σαν εκπρόσωπο και αρχηγό της επαρχίας του, να στείλει επιστολή που έλεγε τα εξής:
«Προς τους καπεταναίους των Σφακίων.
Με το γενικό αρχηγό σας τον οποίο θεωρώ φίλο και όχι αιχμάλωτο έδωσα τις ακόλουθες συμφωνίες που πρέπει να παραδεχτείτε όλοι, αλλιώς θα σας καταστρέψομε εντελώς.
Πρώτον: Ο αρχηγός Δασκαλογιάννης δεν θα επιστρέψει στα Σφακιά αλλά θα παραμείνει μαζί μας, για τρία χρόνια, με την περιποίηση φυσικά που απαιτεί η θέση του.
Δεύτερον: Πρέπει να δηλώσουν οι Σφακιανοί εγγράφως ότι αναγνωρίζουν την τούρκικη κυβέρνηση της Κρήτης.
Τρίτον: Οι Σφακιανοί θα εξακολουθούν να έχουν τα όπλα τους, θα διοικούνται σύμφωνα με τα έθιμά τους, και θα πληρώνουν κάθε χρόνο 5000 γρόσια».
Την επιστολή με τη συμφωνία του Δασκαλογιάννη και του πασά μεταφέρουν δυο χριστιανοί στου Ασκύφου όπου ήταν συγκεντρωμένα τα υπολείμματα των Σφακιανών. Αφού δεν υπήρχαν περιθώρια επιλογής, γίνεται αποδεκτή από όλους και γράφουν στο πασά:
«Δεχόμαστε τη συμφωνία του αρχηγού μας με τον εξοχότατο βεζίρη της Κρήτης, αναγνωρίζουμε την Τούρκικη κυβέρνηση, υποσχόμεθα να πληρώνουμε 5000 γρόσια και εμπιστευόμαστε τη ζωή του αρχηγού μας στην τιμιότητα του εξοχότατου βεζίρη».
Την απάντηση αυτή την έστειλαν την ίδια μέρα στον πασά με 500 πρόβατα δώρο, εβδομήντα πέντε οπλαρχηγοί, ο πρωτόπαπας κι άλλοι έξι παπάδες. Βασιζόμενοι στις «συμφωνίες» του Χασάν πασά, νόμισαν πως μπορούσαν ακίνδυνα να παρουσιαστούν σ’ αυτόν αφού είχαν δηλώσει την υποταγή τους.
Τούτο ακριβώς περίμενε και εκείνος. Αφού διέταξε και τους συνέλαβαν αμέσως, τους παίρνει μαζί του στο Ηράκλειο για να κοσμήσουν το θρίαμβο του. Μετά τους φέρνει στις φυλακές του Κούλε όπου μερικούς κρέμασε αμέσως και μερικοί πέθαναν από τα βασανιστήρια. Όσοι έζησαν δεν κατόρθωσαν να δραπετεύσουν παρά μετά από χρόνια.
Το Δασκαλογιάννη και την κόρη του τους κράτησε στο σεράι του ο πασάς γιατί ήθελε να τους χρησιμοποιήσει σαν δόλωμα μήπως και καταφέρει να συλλάβει και τους άλλους τρεις αδελφούς του που είχαν προλάβει να καταφύγουν στα Κύθηρα. Όμως λίγο καιρό μετά αφού είδε ότι δεν υπάρχει πιθανότητα να καταφέρει τούτη τη σύλληψη, αποφάσισε να προχωρήσει στην εκτέλεση του αρχικού σχεδίου του. Δηλαδή, να παραδώσει το Δασκαλογιάννη στο μαινόμενο πλήθος για να τον εκτελέσουν.
Έτσι, την Παρασκευή 17 Ιουνίου 1771, ο πασάς φώναξε ένα βάρβαρο γενίτσαρο, ειδικό στους βασανισμούς, και του παράδωσε τον Δάσκαλο. Οι Τούρκοι του Μεγάλου Κάστρου που με ιδιαίτερη ευχαρίστηση παρακολουθούσαν πάντα τις εκτελέσεις των Χριστιανών, είχαν συγκεντρωθεί στον τόπο του μαρτυρίου του.
- Θέλω το θάνατο σκληρό και στη μεγάλη πλατεία, ζήτησε ο πασάς απ’ το δήμιο.
Ο «ειδικός» κάλεσε σε σύσκεψη την παρέα του και βρήκαν τον τρόπο που θα σκότωναν τον Δάσκαλο. Τον έσυραν στους δρόμους. Μαζεύτηκαν τα μπουλούκια απ’ όλες τις γειτονιές. Άκουσαν οι Χριστιανοί τη βοή να σηκώνεται από τις τέσσερις άκρες της πολιτείας και μαντάλωσαν τα σπίτια τους. Οι φονιάδες ξεκίνησαν για την πλατεία της ανατολικής πύλης του Μεγάλου Κάστρου που οι Τούρκοι ονόμαζαν Ακ Μεϊτάν (σημερινή πλατεία Ελευθερίας). Μπροστά έσερναν τον μελλοθάνατο και πίσω ακολουθούσαν άγριοι και πολεμικοί, οι ηρωικοί γενίτσαροι, έτοιμοι να δείξουν την ανδρεία τους πάνω στον δεμένο Δασκαλογιάννη. Ήρθαν μαραγκοί, έμπηξαν τέσσερις πασσάλους στο χώμα, κάρφωσαν σανίδες κι έκαναν ένα κάθισμα ψηλό.
- Γιάε που θα σε κάτσω, Δάσκαλε. Στο θρόνο, σαν το μητροπολίτη, έλεγε ο δήμιος.
Ο Δάσκαλος άκουε και δε μιλούσε. Είχε το κεφάλι ίσιο όσο γινόταν. Κείνη την ώρα, στην πλατεία του Μεγάλου Κάστρου, ένιωθε πως κρινόταν η Κρήτη στο πρόσωπό του κι έκανε κουράγιο κι έσφιγγε τα δόντια του να μην την προσβάλει. Με τον φριχτό θάνατο που του ετοίμαζαν οι Τούρκοι, λογάριαζαν πως θα γελοιοποιούσαν τον πρώτο επαναστάτη της Κρήτης. Αυτό το καταλάβαινε ο Δάσκαλος. Και μάζευε τη δύναμή του να δώσει την ύστερη μάχη.
Ο Δάσκαλος άκουε και δε μιλούσε. Είχε το κεφάλι ίσιο όσο γινόταν. Κείνη την ώρα, στην πλατεία του Μεγάλου Κάστρου, ένιωθε πως κρινόταν η Κρήτη στο πρόσωπό του κι έκανε κουράγιο κι έσφιγγε τα δόντια του να μην την προσβάλει. Με τον φριχτό θάνατο που του ετοίμαζαν οι Τούρκοι, λογάριαζαν πως θα γελοιοποιούσαν τον πρώτο επαναστάτη της Κρήτης. Αυτό το καταλάβαινε ο Δάσκαλος. Και μάζευε τη δύναμή του να δώσει την ύστερη μάχη.
Όταν τέλειωσε ο «θρόνος» τον σήκωσαν και τον κάθισαν επάνω. Του ’δεσαν χέρια και πόδια. Του ’δεσαν και το κορμί γερά να μη μπορεί να κινηθεί! Και σάλπισαν.
Τότε ήρθε ένας γενίτσαρος με ξυράφι στο χέρι. Ανέβηκε στον «θρόνο», άρπαξε τον μάρτυρα απ’ τα μαλλιά και άρχισε να τον γδέρνει σιγά-σιγά, μαστορικά, σαν να τον ξύριζε. Έκοβε λουρίδες από το κεφάλι μέχρι το στήθος κι ύστερα άλλες προς την ωμοπλάτη. Φρίκιασε ο όχλος να δει τέτοιο θέαμα. Πήδηξαν τα αίματα και γέμισαν τα χέρια των δημίων. Ο «ειδικός» έπαιρνε τις λουρίδες και τις πετούσε πάνω στο πλήθος:
- Τζάμπα πετσί για τα στιβάνια σας, φώναζε!
Μπροστά του έβαλαν ένα καθρέφτη για να μεγαλώσουν την οδύνη του. Έπειτα έφεραν δεμένο τον αδερφό του, Χατζή Σγουρομάλλη και όταν είδε ο ένας τον άλλο, έβγαλαν δυνατή φωνή. Απ’ τη στιγμή αυτή ο Σγουρομάλλης τρελάθηκε.
Την ίδια στιγμή άλλοι Τούρκοι βίαζαν μέσα στο σεράι την κόρη του Δασκαλογιάννη, με σκοπό να την «εκτουρκεύσουν».
Εκείνο, όμως, που περίμεναν οι Τούρκοι αξιωματούχοι, δεν έγινε. Μάταια λογάριαζαν πως ο Δάσκαλος θα ούρλιαζε, θα ‘κλαιγε, θα γύρευε έλεος. Εκείνος πάλευε σαν άντρας περήφανος με τους φοβερούς πόνους. Κάθε φορά που το ξυράφι έκοβε το κορμί του, ακουγόταν ένα πνιχτό μουγκρητό. Τίποτε άλλο.
Ο όχλος εκνευρίστηκε από την αντοχή του. Ένιωθαν πως τούτος ο γκιαούρης περιφρονούσε τον θάνατο και τους δημίους του, κέρδιζε μια κρατερή μάχη μέσα στην καρδιά του Μεγάλου Κάστρου και αποθηριώθηκαν. Έβρισαν το Χριστό και τους Κρητικούς και απείλησαν γενική σφαγή για μια στιγμή.
Ένας Τούρκος, ο Χασάν Μαράζης, διηγήθηκε σε βαθιά γεράματα, την εντύπωση που του ’κανε ο ηρωικός θάνατος του Δασκάλου. Ήταν τότε νέος και φανατικός. Έβλεπε τον καπετάνιο να παλεύει συγκρατημένος με τα βασανιστήρια και τρόμαξε: «Αυτός δεν ήταν άνθρωπος, μα την πίστη μου».
Ένας Τούρκος, ο Χασάν Μαράζης, διηγήθηκε σε βαθιά γεράματα, την εντύπωση που του ’κανε ο ηρωικός θάνατος του Δασκάλου. Ήταν τότε νέος και φανατικός. Έβλεπε τον καπετάνιο να παλεύει συγκρατημένος με τα βασανιστήρια και τρόμαξε: «Αυτός δεν ήταν άνθρωπος, μα την πίστη μου».
Οι δήμιοι, όμως, συνέχισαν και μετά τον θάνατό του να κόβουν το δέρμα του νεκρού και να το πετούν στον όχλο. Για να πιστέψουν πως πέθανε τον άφησαν πάνω στα ξύλα, δυο μέρες, να τον σαπίσει ο καλοκαιρινός ήλιος. Ύστερα έβαλαν δυο ραγιάδες και τον έθαψαν σ’ ένα λάκκο, μια δεκαριά βήματα νοτιοανατολικά από τη γωνία της Ακ-Τάμπιας. Εκεί σκέπασε το λείψανό του το χώμα του Κάστρου κι η λησμονιά.
Η είδηση του μαρτυρικού θανάτου του Δασκαλογιάννη συγκλόνισε τα Σφακιά. Οι καπετάνιοι, που έμειναν με το τουφέκι στα χέρια πάνω στα ερείπια, ορκίστηκαν εκδίκηση. Συνέχισαν τις επιδρομές κατά των αγάδων και τρία χρόνια αργότερα εξόντωσαν και τον πανίσχυρο γενίτσαρο Αληδάκη και τις εκατοντάδες των ανθρώπων του πυρπολώντας τον πύργο του και καταστρέφοντας τα υποστατικά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου