Ο θεός Διόνυσος κάποτε φιλοξενήθηκε από το βασιλιά της Αιτωλίας Οινέα. Ο Οινέας τον περιποιήθηκε τόσο πολύ που ο Διόνυσος καταευχαριστήθηκε και θέλησε να του κάνει κι αυτός ένα δώρο.
Βρήκε σε μια μακρινή χώρα ένα μικρό και τρυφερό κλήμα αμπελιού. Το έβγαλε με προσοχή από το χώμα και τύλιξε ολόγυρα τις ριζούλες του με λάσπη. Ήταν άνοιξη κι έπρεπε να το προφυλάξει από τη ζέστη, να μην ξεραθεί. Έψαξε γύρω και βρήκε ένα μικρό κούφιο κόκαλο. Ήταν ένα κόκαλο αηδονιού. Έβαλε τις ρίζες του φυτού εκεί μέσα και ξεκίνησε για την Αιτωλία.
Περπάτησε κάμποσο. Ήταν όμως ακόμα πολύ μακριά και το φυτό μεγάλωνε, όλο μεγάλωνε. Και κάποια στιγμή οι ρίζες του, μεγαλώνοντας αδιάκοπα, έσπασαν με τη δύναμή τους το κόκαλο και πετάχτηκαν έξω.
Ο θεός πέταξε τα άχρηστα πια κομμάτια από το κόκαλο του πουλιού κι άρχισε και πάλι να ψάχνει για καμιά θήκη. Βρήκε σε λίγο ένα κόκαλο μεγαλύτερο. Ήταν κόκαλο λιονταριού. Έβαλε τώρα το κλήμα εκεί μέσα και συνέχισε το δρόμο του. Σε λίγες μέρες όμως έγινε το ίδιο. Οι ρίζες του φυτού, που μεγάλωναν αδιάκοπα, έσπασαν το κόκαλο και πετάχτηκαν έξω.
Έψαξε και πάλι γύρω ο Διόνυσος. Τώρα βρήκε ένα κούφιο κόκαλο ακόμα πιο μεγάλο. Ήταν κόκαλο γαϊδάρου. Έβαλε εκεί μέσα το φυτό κι έτσι έφτασε κάποτε στην Αιτωλία και χάρισε το φυτό στον Οινέα. Ο Οινέας φύτεψε το κλήμα κι εκείνο μεγάλωσε και κάρπισε. Από τους καρπούς του, τα ωραία και τραγανά σταφύλια, έγινε μούστος κι από το μούστο κρασί.
Μα το κρασί πήρε κάτι από τις χάρες και τ’ ανάποδα των ζώων, που μες στο κόκαλό τους τοποθετήθηκε το κλήμα. Έτσι, όποιος πιει κρασί στην αρχή νιώθει ανάλαφρος σαν πουλί και του έρχεται η όρεξη να τραγουδήσει. Αν πιει περισσότερο, θεριεύει σαν λιοντάρι. Κι αν πιει ακόμα πιο πολύ, χάνει κάθε ντροπή και γίνεται σαν το γάιδαρο, που μες στο κόκαλό του τοποθέτησε τελευταία το κλήμα ο Διόνυσος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου