Το Δεκέμβρη του 1803, μετά από μακροχρόνιο και κυρίως άνισο αγώνα, οι Σουλιώτες αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν με τον Αλή πασά, που τότε εξουσίαζε την Ήπειρο. Σύμφωνα με τη συνθήκη έπρεπε να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, το Σούλι. Έτσι ξεκίνησαν με τα όπλα τους για την Πάργα, που ανήκε στο Ιόνιο κράτος. Από φόβο για το γεγονός ότι ο πονηρός Αλής δεν θα τηρούσε τη «μπέσα» του χωρίστηκαν σε τρία τμήματα και βάδιζαν προς την Πάργα, ακολουθώντας διαφορετικό δρόμο το καθένα.
Το δεύτερο τμήμα, αποτελούμενο από 800 άντρες, κάτω από την αρχηγία του Κουτσονίκα, προχώρησε προς το Λούρο κι έφτασε ακέραιο μέχρι το Ζάλογγο, ένα χωριό με δέκα περίπου σπίτια, πάνω στο ομώνυμο βουνό, και για περισσότερη ασφάλεια ανέβηκε στο μοναστήρι που ήταν στην κορυφή του.
Ο Αλή πασάς πράγματι, όπως είχαν φοβηθεί οι Σουλιώτες, δεν τήρησε τη συμφωνία και διάταξε τους Τουρκαλβανούς του να επιτεθούν και να καταδιώξουν τους Σουλιώτες. Στις 16 Δεκεμβρίου φάνηκε πολυάριθμο σώμα Αλβανών του Αλή πασά και οι Σουλιώτες τότε, οχυρωμένοι στο μοναστήρι με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, τους αντιστάθηκαν επί δύο μέρες, ώσπου άρχισαν να εξαντλούνται τα πολεμοφόδια και τα τρόφιμά τους.
Στις 18 Δεκεμβρίου, μια ομάδα υπό τον Κίτσο Μπότσαρη κατόρθωσε να διασπάσει τον κλοιό με αρκετές απώλειες βέβαια, και 147 άντρες έφτασαν σώοι στην Πάργα. Όσοι απέμειναν στο μοναστήρι με τον Κουτσονίκα αιχμαλωτίστηκαν. Δεν υπήρχε πια καμιά ελπίδα σωτηρίας. Γι’ αυτό οι 57 Σουλιώτισσες αποφάσισαν να πεθάνουν ένδοξα, παρά να πέσουν στα χέρια του εχθρού αυτές και τα παιδιά τους, με όλες τις ατιμωτικές συνέπειες που θα είχε το γεγονός αυτό. Έτσι κατάφυγαν στο βράχο Στεφάνι από όπου έριξαν το παιδιά τους στην άβυσσο του ποταμού Αχέροντα, κάτω από το βράχο. Κατόπιν οι ίδιες άρχισαν να τραγουδούν και να χορεύουν.
Έχε γεια καημένε κόσμε, έχε γεια γλυκιά ζωή
κι εσύ δύστυχη πατρίδα έχε γεια παντοτινή.
™
Έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες…
™
Οι Σουλιώτισσες δεν μάθαν για να ζούνε μοναχά
ξέρουνε κα να πεθαίνουν να μην στέργουν την σκλαβιά.
™
Έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες…
™
Στη στεριά δε ζει το ψάρι, ουδ’ ανθός στην αμμουδιά
και οι Σουλιώτισσες δεν ζούνε δίχως την ελευθεριά.
™
Έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες,
έχετε γεια βρυσούλες κι εσείς Σουλιωτοπούλες.
™
Σαν να παν σε πανηγύρι σ’ ανθισμένη πασχαλιά,
μέσ’ τον Άδη κατεβαίνουν με τραγούδια, με χαρά.
Η καθεμιά από αυτές που έσερνε το χορό, όταν έφτανε στην άκρη του γκρεμού, έπεφτε στο βάραθρο. Έτσι βρήκαν όλες τους τον ηρωικό θάνατο, τραγικό, αλλά έντιμο και ένδοξο. Το γεγονός αυτό έμεινε στην ιστορία μας με το όνομα «ο χορός του Ζαλόγγου».
Ο βράχος του Ζαλόγγου έγινε έτσι φωτεινό μετέωρο της φλογερής αγάπης προς την πατρίδα, ιδανικό της ελευθερίας, ένα ορόσημο στην ιστορία που μας θυμίζει τον αγώνα της Ελληνίδας κατά του κατακτητή, την περιφρόνησή της προς το θάνατο και την αυτοθυσία της.
( Η τελευταία στροφή του τραγουδιού αποτελεί μάλλον μεταγενέστερη προσθήκη).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου