ΩΡΑ...

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

Η πραγματική Αγάπη

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα μακρινό βασίλειο της Άπω Ανατολής, ζούσε ένας πλούσιος πρίγκιπας που είχε ότι λαχταρούσε η ψυχή του. Έμενε σε ένα παλάτι με υπέροχους κήπους, όπου φιλοξενούσε πολλά ζώα και ακόμα πιο πολλά πουλιά.

Ναι, του άρεσαν του πρίγκιπα τα πουλιά. Είχε κάτι τεράστια κλουβιά, όπου έβρισκες τα πάντα... Από πανέμορφα παγώνια, φασιανούς και κουκουβάγιες, μέχρι επιβλητικούς αετούς και μαχητικά γεράκια.

Πιο πολύ απ’ όλα τα πουλιά αγαπούσε ένα λευκό Αετό. Ήταν ο άρχοντας του αέρα, δυνατός, επιβλητικός, περήφανος και αληθινά όμορφος... Το καύχημα του πρίγκιπα.

Μια μέρα ένας γυρολόγος πέρασε από το παλάτι του και προσπάθησε να πουλήσει στον πρίγκιπα λίγη από την πραμάτεια του, για να κερδίσει κάποια χρήματα. Του έδειξε παράξενα πράγματα, αληθινά μυστήρια, φοβερά μηχανήματα, περίεργες σκόνες και βότανα, πλουμιστά υφάσματα, κοσμήματα αληθινά έργα τέχνης, μέχρι και ένα λυχνάρι που έλεγε ότι είναι μαγικό και κρύβει ένα τζίνι. Όμως ο πρίγκιπας επειδή ήταν πλούσιος, είχε κάνει πολλά ταξίδια, είχε σπουδάσει και στην Ευρώπη και όλα αυτά τα είχε δει, δεν συγκινιόταν εύκολα.

Αυτό που του τράβηξε την προσοχή ήταν μια καρδερίνα που ήταν σε ένα μεγάλο ξύλινο κλουβί μαζί με ένα αηδόνι. Η καρδερίνα ήταν πανέμορφη με πολύ έντονα χρώματα.

Ο μύθος λέει ότι όταν ο Θεός έφτιαχνε τα πουλιά, άφησε τελευταία την καρδερίνα. Του είχαν τελειώσει όμως όλα τα χρώματα. Πώς λοιπόν να χρωματίσει την καρδερίνα; Σφούγγισε καλά όλες τις μπογιές που είχαν απομείνει και έβαψε με το περίσσευμα αυτό την καρδερίνα. Έτσι η καρδερίνα έχει στο σώμα της απ’ όλα τα χρώματα.

Ο πρίγκιπας που εντυπωσιάστηκε, ρώτησε τον γυρολόγο κι αυτός του είπε, ότι η καρδερίνα ήταν αληθινά ευλογημένη και κελαηδούσε υπέροχα.

- Και γιατί την έχεις μαζί με το αηδόνι στο ίδιο κλουβί; ρώτησε ο πρίγκιπας.

- Αααα, παλιά ιστορία, είπε ο γυρολόγος. Η καρδερίνα και το αηδόνι έχουν μεγαλώσει μαζί και κελαηδούν υπέροχα μαζί. Όμως όταν τα χωρίσω δεν κελαηδά κανένα.

Και πραγματικά έβγαλε το πανί που σκέπαζε το κλουβί και αμέσως η καρδερίνα και το αηδόνι άρχισαν το μελωδικό τραγούδι τους και ο πρίγκιπας αλλά και όσοι ήταν μπροστά μαγεύτηκαν.

Πρέπει να αποκτήσω την καρδερίνα σκέφτηκε ο πρίγκιπας και αμέσως είπε στον γυρολόγο.

- Άκου έμπορε, την αγοράζω αυτή την καρδερίνα.

- Εντάξει αφέντη μου, θα σου ετοιμάσω τα πουλιά για να τα πάρεις, αποκρίθηκε ο γυρολόγος. - Δεν κατάλαβες έμπορε, μόνο την καρδερίνα θέλω. Αυτή είναι πραγματικά σπάνια και όμορφη. Τι να το κάνω το αηδόνι; Δεν βλέπεις πόσα σπάνια πουλιά έχω εδώ; Νομίζεις ότι θα ήθελα ένα ασήμαντο αηδονάκι; βρυχήθηκε ο πρίγκιπας. - Μα άρχοντά μου, αν τα χωρίσεις, θα μαραζώσουν. Δεν κελαηδάνε όταν δεν είναι μαζί.

- Ανοησίες, σκέφτηκε ο πρίγκιπας. Άκου αν τα χωρίσεις δεν κελαηδάνε…

Και αμέσως έδωσε στο γυρολόγο ένα πουγκί με χρυσές λίρες για να αγοράσει την καρδερίνα.

Ο γυρολόγος δεν ήθελε να χωρίσει τα πουλιά, όμως είχε ανάγκη από τα χρήματα αυτά και τελικά έδωσε την καρδερίνα μόνη, αφού μάταια προσπάθησε να πείσει τον πρίγκιπα να πάρει και το αηδόνι. Ο πρίγκιπας όμως δε δεχόταν κουβέντα. Είχε στο μυαλό του το λευκό αετό, το καμάρι του και σκεφτόταν ότι θα ήταν υπέροχο να ζευγάρωνε με την πανέμορφη καρδερίνα.

Πήρε λοιπόν την καρδερίνα και την έβαλε στο πιο όμορφο κλουβί. Ήταν χρυσό και στολισμένο με ρουμπίνια, ζαφείρια και λογής λογής πολύτιμα πετράδια.

Τα άλλα πουλιά, ειδικά τα θηλυκά, ζήλευαν την καρδερίνα που θα γινόταν κυρά τους (αφού ο λευκός αετός ήταν ο άρχοντάς τους) και δεν καταλάβαιναν γιατί αυτή ήταν μονίμως στενοχωρημένη, δεν κελαηδούσε καθόλου, δεν πετούσε και έτρωγε ελάχιστα.

Μάταια όλοι στο παλάτι περίμεναν ν' ακούσουν το μαγικό κελάηδισμα της καρδερίνας, που άκουσαν την πρώτη μέρα. Αυτή δεν έβγαζε άχνα, είχε χάσει λίγο το χρώμα της, αφού δεν έτρωγε καλά και γενικά δεν είχε καμιά διάθεση για τίποτε.

Όμως ο πρίγκιπας στενοχωριόταν έτσι που την έβλεπε, της μιλούσε κάθε μέρα, της έλεγε πόσο τυχερή ήταν που θα γινόταν το ταίρι του λευκού αετού, της έφερνε τις πιο ωραίες λιχουδιές από τα πέρατα της γης. Αλλά δεν γινόταν τίποτα. Τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο.

Έτσι μια μέρα ο πρίγκιπας αποφάσισε να βρει τον γυρολόγο. Έστειλε τον έμπιστο γραμματέα του να του τον φέρει μπροστά του. Και όταν έφτασε του ζήτησε θυμωμένος εξηγήσεις.

- Γυρολόγε με κορόιδεψες. Η καρδερίνα δεν αξίζει τίποτε. Δεν κελαηδάει, έχασε το χρώμα της, δεν πετάει.

- Αααχ, άρχοντά μου... Σε είχα προειδοποιήσει, αλλά δε με άκουσες. Δεν έπρεπε να τη χωρίσεις ποτέ από το αηδόνι. Αυτό τη μαράζωσε. Μπορείς άρχοντά μου, εσύ, να φανταστείς την ζωή σου χωρίς την πολυαγαπημένη σου πριγκίπισσα; Μπορείς να διανοηθείς ότι κάποιος θα σας χωρίσει με το ζόρι; Φαντάζομαι πως όχι. Ε, τότε γιατί το έκανες εσύ αυτό στην καρδερίνα; Δεν ξέρεις ότι χωρίς αγάπη σ’ αυτόν τον κόσμο δεν γίνεται τίποτε. Ούτε για τους ανθρώπους, ούτε για τα ζώα και τα πουλιά; Δεν έμαθες ακόμα ότι η πραγματική αγάπη δε σβήνει με τίποτε;

Ο πρίγκιπας ντράπηκε για την χαζομάρα του, για το ότι πίστεψε ότι μπορεί να χωρίσει την καρδερίνα με το αηδόνι και αμέσως ζήτησε από τον γυρολόγο να βάλει το αηδόνι στο κλουβί μαζί με την καρδερίνα.

Ωωωω, έπρεπε να είστε από μια μεριά να δείτε. Τα πουλιά έκαναν σαν τους ανθρώπους, χοροπηδούσαν χαρούμενα, ακουμπούσαν τα φτερά τους, κυνηγούσαν το ένα το άλλο.

Και έτσι η καρδερίνα μας κελαηδούσε ξανά γεμάτη χαρά και το μελωδικό τραγούδι της ενώθηκε με το ευγενικό τραγούδι του αηδονιού και υψώθηκε στον ουρανό σκορπίζοντας αληθινή αγαλλίαση σε όποιον το άκουγε.

Στα χρόνια που ήρθαν πολύς κόσμος περνούσε έξω από το παλάτι του πρίγκιπα, για να ακούσει το θεϊκό τραγούδι των πουλιών και όλοι ένοιωθαν απέραντη ευχαρίστηση.

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα, επιβεβαιώνοντας για μια ακόμη φορά ότι η πραγματική αγάπη δε σβήνει, δε χάνεται και βρίσκει πάντα το δρόμο της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου