Οι Χριστιανοί της Κρήτης υπέφεραν αφάνταστα από την αφόρητη κατάσταση που επικρατούσε στο νησί από τον Μάιο του 1896 και η οποία σταδιακά εκτραχυνόταν επικίνδυνα. Μετά τον Ιανουάριο του 1897 συνειδητοποίησαν όλοι, ότι επάνοδος στην προηγούμενη κατάσταση ήταν πλέον αδύνατη.
Στις 20 Ιανουαρίου οι Τούρκοι πυρπόλησαν πολλές συνοικίες και ιδιοκτησίες Χριστιανών στα περίχωρα των Χανίων. Οι Χριστιανοί δημιουργούν προγεφυρώματα και πολιορκούν περιοχές όπου κυριαρχούσε το τουρκικό στοιχείο.
Στις 22 η κατάσταση χειροτερεύει και την επόμενη ημέρα οι Τούρκοι πυροβολούν αδιάκριτα κατά παντός. Οι Χριστιανοί κλείνονται στα σπίτια και στα μαγαζιά τους που πυρπολούνται, ενώ προηγουμένως παραβιάζονται και λεηλατούνται. Η κατάσταση είναι φρικτή. Οι φλόγες φαίνονται από μίλια μακριά. Μόχθοι δεκαετιών εξαφανίζονται. Πυκνός καπνός σκεπάζει ολόκληρη την πόλη.
Αυτό το σκηνικό κράτησε τρεις περίπου μέρες. Τα Χανιά και η Χαλέπα ερημώθηκαν και όσοι Χριστιανοί διασώθηκαν, κατέφυγαν σε διάφορα σημεία της ελεύθερης Ελλάδας.
Στις 24 Ιανουαρίου γίνεται σύσκεψη στο σπίτι του Έλληνα πρόξενου στη Χαλέπα, Ν. Γενάδη, στην οποία αποφασίστηκε να κηρυχθεί η Ένωση και να κληθεί ο βασιλιάς των Ελλήνων Γεώργιος να καταλάβει το νησί.
Την επόμενη εκδίδεται ψήφισμα υπέρ της Ένωσης, αναγγέλλεται ότι πρόκειται να καταπλεύσει στο νησί ελληνικός στόλος και καταλαμβάνονται από τους επαναστάτες στρατηγικές θέσεις στο Ακρωτήρι.
Στις 26 αποφασίζεται να ανυψωθεί η ελληνική σημαία στον Προφήτη Ηλία του Ακρωτηρίου. Την ίδια ημέρα δημιουργείται προσωρινό στρατόπεδο στον περίβολο του ελληνικού προξενείου και τα μεσάνυχτα, φτάνουν έξω από το λιμάνι των Χανίων τα ελληνικά πολεμικά πλοία «Ύδρα», «Μυκάλη», «Μιαούλης» και «Αλφειός». Την αυγή επιδίδεται το ψήφισμα στους πρόξενους της Ελλάδας και των Μεγάλων Δυνάμεων.
Στις 28 Ιανουαρίου ο λαός της Επαρχίας Σητείας, ζητά την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Την επομένη, με λαϊκό ψήφισμα κηρύσσεται η Ένωση στους Τζερμιάδες Λασιθίου και στην Ιεράπετρα. Την ίδια ημέρα, αποπλέει με προορισμό την Κρήτη μοίρα του ελληνικού πολεμικού στόλου, υπό τις διαταγές του πρίγκιπα Γεωργίου που την αποτελούσαν τορπιλοβόλα. Ο ίδιος επιβιβάζεται στο πλοίο «Σφακτηρία».
Από τις 28 μέχρι και 31 Ιανουαρίου διαμορφώνεται και ενισχύεται το στρατόπεδο του Ακρωτηρίου. Οπλαρχηγοί με περίπου 650 μαχητές άφησαν τα μετερίζια τους και εγκαταστάθηκαν στο Ακρωτήρι. Παράλληλα το στρατόπεδο εφοδιάζεται με πολεμικό υλικό και άλλα χρήσιμα είδη, που έφθασαν κύρια με το πλοίο «Λαύριο» και αποθηκεύτηκαν στην Ιερά Μονή της Αγίας Τριάδος.
Αρχηγός των επαναστατών του στρατοπέδου ήταν ο γενναίος οπλαρχηγός Αντώνης Σήφακας, έμπορος και ποιητής, πρώτος μεταξύ ίσων, ανάμεσα στα μέλη της Επιτροπής του επαναστατικού στρατοπέδου, που την αποτελούσαν μεγάλες προσωπικότητες της εποχής. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ήταν ο συντάκτης των διαμαρτυριών προς τους ναυάρχους και τις κυβερνήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων.
Συγκρούσεις
Στις 1 και 2 Φεβρουαρίου Έλληνες και Τούρκοι προσπαθούν να προωθήσουν τις δυνάμεις τους σε διάφορες επίκαιρες θέσεις, ενώ ήδη από την 1η Φεβρουαρίου, ο τότε γενικός διοικητής Κρήτης Βέροβιτς Πασάς, που αντιτάχθηκε στις εισηγήσεις των Τούρκων μπέηδων κατά των Χριστιανών, υποχρεώνεται σε παραίτηση.
Στις 2 Φεβρουαρίου αποβιβάζεται στο Κολυμπάρι Χανίων ελληνικό εκστρατευτικό σώμα, συνολικής δύναμης 1.500 περίπου ανδρών. Επικεφαλής τους ήταν ο συνταγματάρχης και υπασπιστής του βασιλιά, Τιμολέων Βάσσος.
Στις 3 Φεβρουαρίου εκδίδει την πρώτη του προκήρυξη ως «αρχηγός του ελληνικού στρατού κατοχής της Κρήτης» από την Ιερά Μονή Γωνιάς και στη συνέχεια ξεκινά για τα Χανιά, αντιμετωπίζοντας με επιτυχία όσες τουρκικές δυνάμεις συνάντησε στον δρόμο του. Η προέλασή του όμως εμποδίστηκε από αγήματα του ενωμένου στόλου των τότε Μεγάλων Δυνάμεων, που διοικούσε ο Ιταλός υποναύαρχος Κανεβάρο. Τα αγήματα αυτά είχαν αποβιβασθεί από τα πλοία του στόλου για να αποτρέψουν σύγκρουση, να προστατεύσουν την πόλη και να διευκολύνουν διαπραγματεύσεις για το καθεστώς του νησιού.
Ο Τιμολέων Βάσσος, ζητά και λαμβάνει οδηγίες από την ελληνική κυβέρνηση του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, να αποφύγει σύγκρουση με τους «ξένους». Ταυτόχρονα η κυβέρνηση της Ελλάδας απορρίπτει απαίτηση των Μεγάλων Δυνάμεων, που ζητούσαν να αποσύρει από την Κρήτη το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα.
Στις 4 ο τοποτηρητής του γενικού διοικητή Κρήτης Ισμαήλ Βέης, εκδίδει προκήρυξη για τον αποκλεισμό του νησιού από τους στόλους των Μεγάλων Δυνάμεων, τον οποίο αποκαλεί «επιχείρηση προστασίας της Κρήτης» και καλεί τους Χριστιανούς να καταθέσουν τα όπλα. Η προκήρυξη πέφτει στο κενό.
Την ίδια ημέρα, ο ύπαρχος του θωρηκτού «Ύδρα» Κωνσταντίνος Κανάρης, εγγονός του ένδοξου ναύαρχου Κανάρη, παραδίδει στους Ελευθέριο Βενιζέλο και Χρύσανθο Τσεπετάκη, μεγάλη πολεμική ελληνική Σημαία, για να ανυψωθεί στο στρατόπεδο του Ακρωτηρίου. Πράγματι στις 7 οι Χαλεπιανοί καταλαμβάνουν οριστικά την θέση του Προφήτη Ηλία και σε περίοπτη θέση υψώνουν την Σημαία.
Στις 8 γίνεται συνεννόηση για την ταυτόχρονη προσβολή των τουρκικών θέσεων, από όλες μαζί τις Κρητικές και Ελλαδικές δυνάμεις.
Έτσι, στις 9 Φεβρουαρίου, αρχίζουν ορισμένες «αψιμαχίες» στην περιοχή μεταξύ Μαλάξας και Ναυστάθμου, που γρήγορα επεκτάθηκαν και από τον Ναύσταθμο μέχρι τις Κορακιές.
Στις 15.30 της 9ης Φεβρουαρίου 1897, δίδεται το αρχικό σύνθημα για τον βομβαρδισμό από το θωρηκτό «Σικελία», που αποτελούσε την ναυαρχίδα του αρχηγού του ενωμένου στόλου Ιταλού υποναύαρχου Κανεβάρο και που ναυλοχούσε έξω από το λιμάνι των Χανίων. Αμέσως τα πολεμικά πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων, αρχίζουν χωρίς προειδοποίηση, ένα σφοδρό βομβαρδισμό του στρατοπέδου του Ακρωτηρίου, όπου ήδη κυμάτιζε η ελληνική πολεμική Σημαία.
Ολόκληρη την περιοχή Ακρωτηρίου σείονταν από τις οβίδες που έπεφταν πυκνές, ενώ πυκνός καπνός, φωτιά και σκόνη κάλυψαν τα πάντα.
Οι Τούρκοι «αλαλάζοντες» επιχείρησαν έφοδο κατά του στρατοπέδου για να το καταλάβουν. Αλλά οι ηρωικοί αγωνιστές του Ακρωτηρίου πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση και τους απώθησαν με επιτυχία.
Πεντακόσιοι περίπου Ευρωπαίοι αξιωματικοί και πεζοναύτες, παρακολουθούσαν τις σκηνές φρίκης από τις επάλξεις του φρουρίου Χανίων, όπου είχαν στηθεί μαζί με την τουρκική και οι σημαίες των Μεγάλων Δυνάμεων.
Στο μεταξύ, οι αξιωματικοί του ελληνικού θωρηκτού «'Ύδρα», νόμιζαν ότι ο ενωμένος στόλος θα βάλλει και εναντίον τους. Γι’ αυτό ο κυβερνήτης Βώκος έδωσε από την αρχή εντολή στο πλήρωμα του, να λάβει θέσεις και να είναι έτοιμο για τον «υπέρ πάντων αγώνα», μέχρι και την τελική πτώση - θυσία στο βωμό της πίστης και της πατρίδας.
Όπως σημειώνεται στο "Ημερολόγιο του Στρατοπέδου του Ακρωτηρίου", τα γερμανικά πυρά ήταν τα πρώτα που ξεκίνησαν τον βομβαρδισμό. Τα αγγλικά ήταν ιδιαίτερα πυκνά. Τα ρωσικά εξαιρετικά ευθύβολα. Τα αυστριακά προφανώς «επίτηδες» ρίχνονταν, μάλλον, κατά των τουρκικών θέσεων και όχι κατά των χριστιανικών. Κατά τους Γάλλους τα πολεμικά πλοία τους, δεν έλαβαν μέρος στον βομβαρδισμό, ενώ κατά Ιταλούς πολεμικούς ανταποκριτές που παρακολουθούσαν τα γεγονότα και τα ιταλικά πολεμικά δεν μετείχαν στην «επαίσχυντη αυτή ενέργεια». Όμως, περισσότερες από 100 οβίδες ρίχτηκαν συνολικά κατά του στρατοπέδου του Ακρωτηρίου και ήταν αρκετές για τον χαλασμό που ακολούθησε.
Ο ηρωισμός
Ξαφνικά, μία ρωσική οβίδα πλήττει το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία και άλλη, που προερχόταν από το ρωσικό πολεμικό «Μπελίκη» χτυπά και καταρρίπτει τον ιστό με την μεγάλη ελληνική πολεμική Σημαία.
Τότε ο άξιος στρατοπεδάρχης Μιχάλης Καλορίζικος, διατάζει να στηθεί και πάλι στη θέση του ο κομμένος ιστός με τη Σημαία.
Δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει τη διαταγή του και πετάγεται σαν ελατήριο από το ταμπούρι του ο ατρόμητος αγωνιστής Σπύρος Καγιαλεδάκης. Με μεγάλο κίνδυνο για την ζωή του μέσα στην πύρινη κόλαση του βομβαρδισμού, έχοντας στα χείλη του - όπως ο ίδιος διηγούταν αργότερα - τους γνωστούς στίχους «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδας την ελευθερία», αρπάζει τον ιστό, αναδιπλώνει την τεράστια Σημαία γύρω από τον ώμο του, ξαναστήνει τον ιστό και απλώνει την Σημαία που κυματίζει και πάλι περήφανη, μέσα σε πανδαιμόνιο ενθουσιασμού των επαναστατών.
Νέα οβίδα καταρρίπτει και πάλι τον ιστό. Και πάλι ο Σπύρος Καγιαλεδάκης πετάγεται και τον ξαναστήνει όπως πριν, ενώ το στρατόπεδο σείεται από ουρανομήκεις ζητωκραυγές.
Προτού όμως κατασιγάσουν οι ζητωκραυγές, τρίτη οβίδα θρυμματίζει πια τον ιστό και ρίχνει κάτω την Σημαία.
Τότε συνέβη κάτι το απίστευτο, κάτι το ανεπανάληπτο: Ο Σπύρος Καγιαλεδάκης, ορμά αμέσως, αρπάζει την σημαία, κάνει το ίδιο του το σώμα ιστό και ανυψώνει με τα χέρια του τη Σημαία, που συνέχιζε να κυματίζει περήφανη απέναντι από τα κανόνια του ξένου στόλου.
Οι επαναστάτες και τα πληρώματα των ελληνικών πολεμικών πλοίων που παρακολουθούσαν την εξέλιξη του βομβαρδισμού, έγιναν μάρτυρες μίας απρόσμενης έκπληξης, ενός θαύματος που προκάλεσε η τόσο ριψοκίνδυνη όσο και μοναδική ηρωική πράξη του Σπύρου Καγιαλεδάκη και εξέφραζε με μοναδικό τρόπο την αμετάκλητη απόφαση των επαναστατημένων Κρητικών για ελευθερία ή θάνατο:
Μόλις οι ναύαρχοι του ενωμένου στόλου είδαν με τα κιάλια, ότι η Σημαία και πάλι κυματίζει με κοντάρι έναν επαναστάτη, έναν από τους αγωνιστές που ορθώθηκε κόντρα στα κανόνια τους, δεν πίστευαν στα μάτια τους! Θαύμασαν τόσο, που διέταξαν αμέσως παύση πυρός.
Ήταν τότε που ο Ελευθέριος Βενιζέλος, κλαίγοντας αγκάλιασε τον ηγούμενο Ιερόθεο και του είπε: «Ιερόθεε, να για ποιον λαό αγωνιζόμαστε! Η νίκη και η Ένωση μετά από αυτά είναι βεβαία» (Ιερόθεος, εφημ. «Αθηναϊκή», 13.11.1961)
Το στρατόπεδο δονείται από τις ζητωκραυγές και τους πανηγυρισμούς. Στο θωρηκτό «Ύδρα» ψέλνεται ο εθνικός ύμνος. Ζητωκραυγές και χειροκροτήματα ακούγονται πλέον όχι μόνο από τα ελληνικά, αλλά και από τα ιταλικά και γαλλικά πλοία!!!.
Ο απόηχος
Ο Ιταλός υποναύαρχος τότε, Κανεβάρο, γράφει στα απομνημονεύματά του:
«Μου έκανε βαθιά εντύπωση η ψυχραιμία των επαναστατών. Μου έφερε δάκρυα στα μάτια η στάση των. Μου συγκλονιζόταν η ψυχή όταν μετά από κάθε οβίδα ακουγόταν η ζητωκραυγή: Ζήτω η Ελλάς! Η ανύψωση της σημαίας με αυτόν τον τόσο ηρωικό τρόπο, αποτέλεσε μια στιγμή της ζωής μου που δεν θα λησμονήσω ποτέ. Η ψυχή μου ήταν απ' αρχής μαζί τους, όπως και των πληρωμάτων μου, που βομβάρδιζαν με πόνο στην καρδιά και ζητωκραυγάζοντας τους γενναίους». (Εφημερίδα «Ηνωμένος Τύπος» Χανίων, 9 Φεβρουαρίου 1937).
Όπως διηγήθηκε αργότερα ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο ναύαρχος Κανεβάρο του είχε πει τότε, πως έμεινε άναυδος από θαυμασμό για την ηρωική πράξη του Σπύρου Καγιαλεδάκη, που εκείνη ακριβώς την ημέρα νίκησε την ευρωπαϊκή διπλωματία. Γιατί όχι μόνο προκάλεσε την άμεση παύση του βομβαρδισμού του Ακρωτηρίου, αλλά και την υποβολή, από τους ναυάρχους, ευνοϊκών εισηγήσεων προς τις κυβερνήσεις τους. (Εφημερίδες: «Έθνος» 24.07.1929 & «Ηνωμένος Τύπος» Χανίων, 09.02.1937)
Η είδηση για την ηρωική πράξη ταξίδευσε γρήγορα στα πέρατα του κόσμου και προκάλεσε «θύελλα». Σ’ αυτό συνέβαλαν πολλοί ξένοι έγκριτοι δημοσιογράφοι και πολεμικοί ανταποκριτές, οι οποίοι ήταν παρόντες στα γεγονότα. Αυτοί ήταν και η αιτία να οργανωθούν πολλά συλλαλητήρια σε διάφορες χώρες, κατά τα οποία απαίτησαν οι ελεύθεροι λαοί, να βοηθηθεί η Κρήτη και να ζήσει επιτέλους ελεύθερος ο λαός της.
Ο ευρωπαϊκός Τύπος «βάφτισε» τότε τον βομβαρδισμό του Ακρωτηρίου ως «αντιναυαρίνο», εκφράζοντας έτσι την αποδοκιμασία του γι’ αυτόν και εξαίροντας τον ηρωισμό και την αυτοθυσία των Κρητικών.
Η ηρωική πράξη του «Θρύλου του Ακρωτηρίου» προκάλεσε μετά από λίγους μήνες την παραχώρηση αυτονομίας στην Κρήτη (16/28 Οκτωβρίου 1897), που προηγήθηκε της Ένωσης της με την Ελλάδα (1/14 Νοεμβρίου 1913).
Η εξέλιξη αυτή «προαναγγέλθηκε» δύο μέρες μετά την ηρωική και ανεπανάληπτη πράξη του Σπύρου Καγιαλεδάκη, με την Προκήρυξη των Ναυάρχων του ενωμένου στόλου Ιταλίας, Γαλλίας, Αυστρίας, Γερμανίας, Αγγλίας και Ρωσίας (11/23 Φεβρουαρίου 1897). Σ’ αυτήν υπογραμμιζόταν, ότι κανένα άλλο σκοπό πια δεν είχε η παρουσία τους, παρά μόνο την εξασφάλιση της ησυχίας και της ειρήνης και την προστασία των κατοίκων της Κρήτης μέχρι να δοθεί ικανοποιητική λύση στο Κρητικό Ζήτημα, μετά από συνεννόηση των δυνάμεων, τις οποίες αντιπροσωπεύουν.
Μετά τον βομβαρδισμό του Ακρωτηρίου, οργανώθηκε και στην Αθήνα μεγάλο συλλαλητήριο, όπου χιλιάδες λαού απαίτησε πλήρη ελευθερία για την Κρήτη.
Αυτονομία - Ένωση
Μπορεί τα γεγονότα αυτά να δημιούργησαν θετικό κλίμα στην διεθνή κοινότητα για το Κρητικό ζήτημα, οι εχθροπραξίες όμως δεν έλειψαν, παρά τις αντίθετες διακηρύξεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Δεν σταμάτησαν όμως και τους Κρητικούς από την διεκδίκηση των εθνικών τους δικαίων. Υπήρξαν μάλιστα δύο μεγάλες συγκρούσεις. Στις 25.02 και στις 22.03.1897, με αρκετά θύματα.
Την ίδια περίοδο είχαμε και σημαντικές διπλωματικές μάχες, με στόχο την Ένωση. Όμως, όπως και ο ναύαρχος Κανεβάρο ομολόγησε στα μέλη της Διοικητικής Επιτροπής «τα κράτη και οι λαοί, σκέπτονται ψυχρά, ανάλογα με τα συμφέροντά τους και όχι συναισθηματικά». Και το συμφέρον των Μεγάλων Δυνάμεων, υπαγόρευε την αυτονομία της Κρήτης και όχι την Ένωσή της με την Ελλάδα.
Η σκληρή αυτή πραγματικότητα, οδήγησε τις εξελίξεις στην αυτονομία. Δεν εμπόδισε όμως τους Κρητικούς να πετύχουν αργότερα την Ένωση.
Η Επαναστατική Επιτροπή του Ακρωτηρίου αδράνησε μετά την αποχώρηση, γύρω στον Μάιο του 1897 των επαναστατικών δυνάμεων από το στρατόπεδο. Η Διοικητική Επιτροπή όμως, διατηρήθηκε και άσκησε διοίκηση στην περιοχή του Ακρωτηρίου, ενώ παράδωσε την εξουσία της στο νέο κράτος που γεννήθηκε με την αυτονομία, στα τέλη του 1897.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου