ΩΡΑ...

Παρασκευή 16 Ιουνίου 2017

Αλή Πασάς ο Τεπελενλής 1744 - 1822 (8)

ΤΑ ΕΞΟΔΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
Αμέσως μετά την καταδίκη του Αλή Πασά σε θάνατο στάλθηκε πολυάριθμος στρατός εναντίον των Ιωαννίνων και για ενισχύσεις στάλθηκε στην περιοχή και στρατός υπό τον έλεγχο τοπικών διοικητών της Ρούμελης. Μετά τις πρώτες μάχες ο Αλή Πασάς πολιορκήθηκε στα Γιάννενα. Η πολιορκία κράτησε αρκετό καιρό διότι οι δυνάμεις της Πύλης δεν ήταν αρκετά ισχυρές και καλά προετοιμασμένες. Οι άντρες του στρατού συμμετείχαν σε έναν όχλο τον οποίον συγκροτούσαν άνθρωποι διαφορετικής καταγωγής και συχνά παρατηρούνταν ανάμεσά τους στάσεις ή λιποταξίες. Επιπλέον, τα άτομα που διοικούσαν τους στρατιώτες δεν ήταν όσο ικανά θα έπρεπε.
Εξάλλου η Αυτοκρατορία την ίδια περίοδο ήταν υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει και άλλα προβλήματα στη Ρούμελη όπως την επανάσταση που ξέσπασε στην Πελοπόννησο τον Απρίλιο του 1821. Οι επαναστάσεις τοπικού χαρακτήρα είχαν οδηγήσει σε κατακερματισμό των στρατιωτικών δυνάμεων του κράτους. Αλλά και οι στρατιωτικές προετοιμασίες στις οποίες επιδόθηκε ο Αλής για να υπερασπίσει τον εαυτό του ήταν πολλές και είχαν γίνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για την εξασφάλιση μιας αποτελεσματικής άμυνας για μακρά χρονική περίοδο. Όλα αυτά οδήγησαν στο να διαρκέσει η πολιορκία του περίπου ενάμιση χρόνο.
Η μακρά διάρκεια της πολιορκίας ήταν και η βασική αιτία του αυξανόμενου κόστους των επιχειρήσεων. Διότι εκτός από τους μισθούς των στρατιωτών, πρόβαλε για την αντιμετώπιση των αναγκών σε πυρομαχικά και τροφοδοσία και ένα αρκετά μεγάλο σύνολο εξόδων το ποσό του οποίου διογκωνόταν μέρα με τη μέρα. Το κράτος δεν δίστασε να προβεί σε κάθε είδους έξοδο υπολογίζοντας στην ιδιοποίηση των θησαυρών του Αλή, ενώ ικανοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό τα αιτήματα που κατά καιρούς απευθύνονταν στην Πύλη.
Μεταξύ των σημαντικότερων καταχωρίσεων για τα έξοδα μπορούμε να αναφέρουμε τους μισθούς των στρατιωτών, τις δαπάνες για την αγορά και μεταφορά πυρομαχικών και τροφίμων, την υλική ενίσχυση που δόθηκε στους διάφορους πασάδες, τα χρήματα που δόθηκαν στους Τάταρους που χρησιμοποιούνταν ως αγγελιοφόροι, τα ατομικά έξοδα του Σερασκέρη Πασά, τους μισθούς των διερμηνέων, γιατρών και μαγείρων και τα ποσά που δαπανήθηκαν για την εξαγορά των προσκείμενων στον Αλή ατόμων. Εδώ πρέπει να γίνει σαφές, ότι πέραν όλων αυτών υπήρχαν και πολλές άλλες σημαντικές καταχωρίσεις εξόδων. Γίνεται αντιληπτό ότι για ένα σημαντικό μέρος των εξόδων την ευθύνη είχε ο Σερασκέρης Πασάς.


Έτσι, το πρώτο έτος (1820 - 1821) των επιχειρήσεων που κράτησαν κοντά δυο χρόνια, δαπανήθηκαν 5.724.751 γρόσια, το δεύτερο 23.673.738 ενώ συνολικά δαπανήθηκαν 29.398.489 γρόσια. Το ύψος των εξόδων, άμεσα συνδεδεμένο με την πορεία των επιχειρήσεων, παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις από μήνα σε μήνα. Το υψηλότερο ποσό εξόδων που σημειώθηκε το μήνα Τζεμαζιγελέβελ του έτους 1821 - 1822 (Ιανουάριος 1822) αντιστοιχούσε σε 9.110.704 γρόσια.

ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ
Η πτώση του Αλή Πασά όπως ακριβώς δεν εμπόδισε την επιτυχή έκβαση της Ελληνικής Επανάστασης δε σήμαινε και το τέλος του προβλήματος στην Αλβανία. Ο Σουλτάνος, μετά και την τελευταία εμπειρία της σύγκρουσης με τον Αλή, δεν μπορούσε να αποδεχτεί την διαρκώς αυξανόμενη δύναμη του Πασά της Σκόδρας που συνέχιζε να πλουτίζει. Έτσι, όταν το 1829 έφτασε στο τέλος του ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος, ο Σουλτάνος αποφάσισε να εξολοθρεύσει τους Αλβανούς μπέηδες που δρούσαν υπό ημιανεξάρτητο καθεστώς και επιδίδονταν σε συνεχείς απειθαρχίες προς το κέντρο.
Και ενώ έφτασε κάποια στιγμή που οι Αλβανοί μπέηδες αποφάσισαν τη συνένωση των δυνάμεών τους, τον Αύγουστο του 1830 η Πύλη κάλεσε σε μια κωμόπολη κοντά στο Μοναστήρι όλους τους μπέηδες της Νότιας Αλβανίας ανακοινώνοντας την επιβράβευσή τους για την έκφραση της αφοσίωσής τους στο πρόσωπό του Σουλτάνου. Οι αναμενόμενες επιβραβεύσεις δεν έγιναν ποτέ και μετά την υποδοχή που τους περίμενε υπό τους ήχους της μπάντας οι Αλβανοί προύχοντες εκτελέστηκαν. Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης αυτής την εκτέλεση της οποίας είχε αναλάβει ο διοικητής των δυνάμεων της Ρούμελης Μ. Ρεσίτ Πασάς, σκοτώθηκαν 500 Αλβανοί μπέηδες.
Στη συνέχεια ο Ρεσίτ Πασάς κατευθυνόμενος βόρεια στα 1831 κινήθηκε εναντίον του Πασά της Σκόδρας Μουσταφά Μπουσάτι και τον υποχρέωσε σε βαριά ήττα. Μετά κι από αυτό ο Μπουσάτι παραδόθηκε, αναγνώρισε την εξουσία του Σουλτάνου και έτσι το Πασαλίκι της Σκόδρας έφτασε και ντε φάκτο στο τέλος του. Αφού έδωσε ένα τέλος στα Πασαλίκια, ο Σουλτάνος συνέχισε τις προσπάθειες για την ενίσχυση του συγκεντρωτισμού και πήρε μια σειρά από πολιτικά, διοικητικά και στρατιωτικά μέτρα για να εξασφαλίσει τον έλεγχο στην περιοχή της Αλβανίας.
Διαίρεσε τη χώρα (Αλβανία) αρχικά σε τρία και στη συνέχεια σε τέσσερα βιλαέτια (Σκόδρα, Μοναστήρι, Γιάννενα και Κόσοβο) τα οποία με τη σειρά τους τα χώρισε σε σαντζάκια και καζάδες. Με αυτόν τον τρόπο επετεύχθη ο διοικητικός κατακερματισμός των τμημάτων της Αλβανίας. Ακόμη, ο Σουλτάνος προσπάθησε να αναδιοργανώσει τα τσιφλίκια του είχε στην κατοχή του αντί να συγκροτήσει από την αρχή το φεουδαρχικό σύστημα στην περιοχή. Αλλά και στο φορολογικό σύστημα έγιναν αλλαγές, η συλλογή των φόρων ξεκίνησε να γίνεται όχι από Αλβανούς μπέηδες αλλά από υπαλλήλους του κράτους που μεταφέρονταν στην περιοχή. Οι στρατιωτική θητεία δε, ορίστηκε στα 7-10 χρόνια. Τα μέτρα αυτά οδήγησαν σε περαιτέρω ένταση μεταξύ κράτους και λαϊκών μαζών της Αλβανίας καθώς αυξάνονταν οι φορολογικές επιβαρύνσεις εντείνονταν και οι δωροδοκίες και καταχρήσεις των κρατικών υπαλλήλων που συγκέντρωναν τους φόρους. Ως επακόλουθο πρόβαλε η εμφάνιση ταυτόχρονων εξεγέρσεων σε όλη την Αλβανία, από το βορρά μέχρι το νότο, ενάντια στις μεταρρυθμίσεις. Οι εξεγέρσεις κατεστάλησαν αλλά αυτό επιτεύχθηκε με κόστος την έμπρακτη υποχώρηση της κρατικής εξουσίας από τις αγροτικές περιοχές. Και αυτό με τη σειρά του εξασφάλισε την όλο και λιγότερο συχνή εμφάνιση εξεγέρσεων.
Αλλά και μετά το Τανζιμάτ το Αλβανικό ζήτημα εξακολουθούσε να υφίσταται με όλη του τη βαρύτητα. Ο Σουλτάνος εφάρμοσε σταδιακά τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ με σκοπό να εμποδίσει μια γενικευμένη εξέγερση. Οι μεταρρυθμίσεις τέθηκαν σε εφαρμογή στο Κόσοβο το 1843, στη Σκόδρα το 1844 και στα Γιάννενα το 1845. Ωστόσο, ήρθαν αντιμέτωπες με εξεγέρσεις και βρήκαν μεγάλη αντίσταση από διάφορες κοινωνικές ομάδες σε ολόκληρη τη χώρα. Μεταξύ των ετών 1840 - 1870 πολλοί από τους πρωταγωνιστές των συνεχιζόμενων εξεγέρσεων ήταν Μουσουλμάνοι αγρότες ορεινών περιοχών.
Ο Ραμαντάν Μαρμουλλάκου προχωρά στην παρακάτω εκτίμηση σχετικά με τις εξεγέρσεις: «Αν και οι εξεγέρσεις στόχευαν στη δημιουργία μιας τοπικής αυτονομίας φεουδαρχών και αγροτών κάτω από ένα πολύ παλαιότερο καθεστώς, είχαν παράλληλα ένα ευρύτερο στόχο σε εθνικό και Βαλκανικό επίπεδο. Διότι ήταν ενάντια σε ολόκληρο το διοικητικό σύστημα της Αυτοκρατορίας. Οι φόροι και οι υπόλοιπες επιβαρύνσεις, η στρατιωτική θητεία διάρκειας 7 - 10 χρόνων και άλλα παρόμοια μέτρα στην Αλβανία και σε διάφορες περιοχές που υπάγονταν διοικητικά στην Αυτοκρατορία, είχαν καταστροφικές συνέπειες στην οικονομία.
Οι οικονομικές ανισότητες που δημιούργησε το σύστημα άνοιξαν το δρόμο στην εμφάνιση συγκρούσεων μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών ομάδων και ενδυνάμωσαν τις όποιες εθνοτικές ευαισθησίες απέναντι στους Οθωμανούς διοικητές. Η εξέγερση των Αλβανών αγροτών επομένως, ήταν μια δυναμική αντίδραση στο νέο συγκεντρωτικό σύστημα που βασιζόταν στην ενοποίηση των διοικούμενων από τους Τούρκους εδαφών».
Εν ολίγης, η εξόντωση του Αλή Πασά δεν επέφερε σημαντικές ωφέλειες στις προσπάθειες του κράτους για την επίλυση του Αλβανικού ζητήματος και η Αυτοκρατορία υποχρεώθηκε σε συνεχή αγώνα για την αντιμετώπιση του προβλήματος καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα.



Η ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΛΗ ΠΑΣΑ ΤΟΥ ΤΕΠΕΛΕΝΛΗ
ΤΑ ΑΜΥΘΗΤΑ ΠΛΟΥΤΗ ΤΟΥ ΑΛΗ ΠΑΣΑ 
Ο Αλή Πασάς, που με την ωμότητα, την πονηριά και τη διπλωματική του ικανότητα έμεινε γνωστός ως το Λιοντάρι των Ιωαννίνων, κατάφερε να αποκτήσει όνομα αντάξιο της περιουσίας του. Ο Αλή που κληρονόμησε μόνο δυο τσιφλίκια από τον πατέρα του, απέκτησε με τον καιρό εκατοντάδες τσιφλίκια και χιλιάδες ακίνητα που του επέφεραν εισοδήματα. Σε μια χώρα όπως η Οθωμανική Αυτοκρατορία που συνεχώς πολεμούσε τις φεουδαρχικές τάσεις και στην οποία είχαν καθιερωθεί οι πρακτικές της δήμευσης για την καταπολέμηση του υπερβολικού πλουτισμού, η συγκέντρωση μιας τέτοιου μεγέθους περιουσίας από έναν τοπικό ηγεμόνα καθώς και η διατήρησή της μέχρι το θάνατό του αποτελεί ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον θέμα.
Ο Αλή Πασάς δε, απέκτησε σχεδόν ολόκληρη την περιουσία του χρησιμοποιώντας αθέμιτα μέσα. Η Πύλη ήταν υποχρεωμένη να εθελοτυφλεί ή να ανέχεται τις πολλές παράνομες πράξεις του Αλή, λαμβάνοντας υπόψη τα χρήματα που έστελνε στην Κωνσταντινούπολη και μερικές από τις υπηρεσίες που προσέφερε στο όνομα του κράτους. Στην πραγματικότητα ο Αλή γνώριζε ότι η Αυτοκρατορία είχε ανάγκη τόσο αυτόν όσο και άλλους σαν αυτόν για τη διατήρηση της σταθερότητας στα διάφορα τμήματά της και χρησιμοποιούσε πάντα αυτήν ακριβώς την κατάσταση ως ατού απέναντι στην Πύλη για να πετύχει τους στόχους του.
Εκτός από την πίεση που ασκείτο από το κράτος, ένας δεύτερος παράγοντας που θα μπορούσε να εμποδίσει τη συγκέντρωση υπερβολικού πλούτου ήταν η «σύγκρουση με το λαό». Ωστόσο, ο Αλή κατάφερε να εξουδετερώσει τον δεύτερο αυτόν παράγοντα με τα πολυάριθμα στρατεύματα που είχε υπό τις διαταγές του. Μελετώντας την περιουσία του Τεπελενλή, πρέπει πάντα να λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικές σχέσεις που είχε τόσο με το κράτος όσο και με το λαό.

ΟΙ ΚΡΥΜΜΕΝΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ
Με την εκτέλεση του Αλή Πασά έκλεισε μεν το κεφάλαιο της ζωής και της δράσης του, άνοιξε όμως ένα καινούργιο, που συντηρείται μέχρι τις ημέρες μας, εκείνο των «θησαυρών» του. Υπήρξαν πράγματι αυτοί οι περιβόητοι θησαυροί; Ασφαλώς ναι, αυτό είναι αναμφισβήτητο. Τι όμως περιελάμβαναν και το κυριότερο τι απέγιναν; Τα ερωτήματα αυτά δεν είναι εύκολο να απαντηθούν με βεβαιότητα, γιατί η αλήθεια συμπορεύεται με το μύθο, και τα γεγονότα με τις φαντασιώσεις. Η Ελληνική και ξένη βιβλιογραφία, καθώς και η προφορική παράδοση, παραδίδουν πλήθος πληροφοριών και εκδοχών.
Όμως δεν υπάρχει καμιά εξειδικευμένη και τεκμηριωμένη προσέγγιση του θέματος, αν και αυτό είναι ανέφικτο, προς το παρόν τουλάχιστον, λόγω της αντιφατικότητας των υπαρχόντων ιστορικών και άλλων στοιχείων. Ίσως μόνον ένα τυχαίο γεγονός, όπως η ανεύρεση των «κρυμμένων θησαυρών» -αν υπάρχουν- μπορεί να φωτίσει το ομιχλώδες τοπίο. Ο Βεζίρης των Ιωαννίνων ήταν σίγουρα ο πλουσιότερος τοπικός ηγεμόνας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κατ’ ορισμένους, πιο πλούσιους ακόμη και από αυτούς τους σουλτάνους της εποχής του. Από τα πρώτα βήματα της ανοδικής του πορείας άρχισε να δημιουργεί τις βάσεις του μελλοντικού τεράστιου πλούτου του.
Αυτά τα πρώιμα αποκτήματά του ήταν, κατά βάση, τα προϊόντα των ληστρικών επιδόσεών του. Από τη στιγμή όμως που έγινε «Πασάς» στα Γιάννενα, εκσυγχρόνισε τις μεθόδους επαύξησης των οικονομικών του, χωρίς όμως να εγκαταλείψει και τις παραδοσιακές του μεθόδους. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η «έμφυτη φιλοχρηματία του», ήταν το μοναδικό του κίνητρο, όμως δεν ήταν μόνον αυτό. Σαν ιδιοφυής και οξύνους που ήταν, είχε επίγνωση ότι η πολιτική δύναμη δεν μπορεί να διατηρηθεί εάν δεν στηρίζεται σε ισχυρότατο οικονομικό υπόβαθρο. Σε μια στιγμή ειλικρίνειας είπε στον Pouqueville «τους ανθρώπους τους ξεχνούν, το χρυσό ποτέ».
Πώς όμως δημιούργησε τα πλούτη του; Πρώτα απ' όλα από την ακίνητη περιουσία του. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είχε καταστεί ο μεγαλύτερος γαιοκτήμονας της Τουρκίας, Ευρωπαϊκής και Ασιατικής. Τα εκατοντάδες τσιφλίκια του, του απέδιδαν ετησίως τεράστια έσοδα. Επιπλέον είχε οικειοποιηθεί ένα μεγάλο μέρος της κρατικής οικονομικής δραστηριότητας, όπως π.χ. τα τελωνεία τα οποία υπενοίκιαζε σε τρίτους και κρατούσε ο ίδιος τα ενοίκια. Επέβαλε και έναν ειδικό φόρο μεταβιβάσεων στα ακίνητα και τις κληρονομιές, υψηλούς δασμούς στα εισαγόμενα και εξαγόμενα προϊόντα της επικράτειάς του -στα Ευρωπαϊκά διπλάσιους από ό,τι στα εγχώρια- και καθιέρωσε διόδια στις οδικές αρτηρίες του κράτους του.
Επιδόθηκε επίσης και σε καθαρά εμπορικές δραστηριότητες, κυρίως με τα δημητριακά, ενώ ο στόλος του πραγματοποιούσε μεταφορές σε διάφορα σημεία της ανατολικής Μεσογείου. Τα έσοδά του απ’ όλα τα παραπάνω υπερέβαιναν κατά πολύ τις οικονομικές του υποχρεώσεις προς την Υψηλή Πύλη, τις οποίες εκτελούσε κανονικότατα, κρατώντας όμως τη διαφορά για τον εαυτόν του. Ο Πασάς είχε αναγάγει σε πραγματική επιστήμη τους ανορθόδοξους τρόπους πλουτισμού. Με εκβιασμούς αποσπούσε μεγάλα ποσά από τους πλούσιους υπηκόους του, ενώ ακόμη και οι φτωχότεροι χωρικοί έπρεπε να του φέρνουν στο σεράι δώρα, έστω και σε είδος. Με πλαστά έγγραφα γινόταν κληρονόμος όλων εκείνων που πέθαιναν άτεκνοι.
Επέβαλε, συνεχώς, έκτακτες εισφορές σε όλους, ιδιαίτερα στις εύρωστες συντεχνίες των Ιωαννίνων, προκειμένου «να αντιμετωπίζει απρόβλεπτες περιστάσεις», όπως έλεγε. Πουλούσε όλες τις δημόσιες θέσεις, σε υψηλότατα τιμήματα, ακόμη και αυτές των δεσποτάδων. Με όλα αυτά -και άλλα- δημιούργησε τους περιβόητους θησαυρούς του. Το θησαυροφυλάκιό του περιλάμβανε ράβδους χρυσού, διάφορων προελεύσεων (Ουγγαρίας, Ισπανίας, Τζένοβας, Κωνσταντινούπολης κ.ά.), Ευρωπαϊκά νομίσματα (φλουριά, Ναπολεόνια, Αγγλικές λίρες και φυσικά Τουρκικά γρόσσια), ακόμη και άυλους τίτλους (ομόλογα, συναλλαγματικές κλπ).
Λέγεται ότι είχε και καταθέσεις στις τράπεζες της Κέρκυρας, και της Μάλτας, χωρίς όμως αυτό να έχει αποδειχτεί. Για όλα τα ανωτέρω γινόταν απογραφή δύο φορές τον χρόνο, είτε από Εβραίους σαράφηδες, είτε από τους πλέον έμπιστους Έλληνες αυλικούς του. Σύμφωνα με μια αξιοπερίεργη πληροφορία που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εστία» των Αθηνών, στα 1877, κατά την μαρτυρία κάποιου ανώνυμου που όπως ισχυριζόταν χρημάτισε ταμίας του Αλή, τα μετρητά που βρίσκονταν στο θησαυροφυλάκιό του, πριν από την έναρξη της πολιορκίας των Ιωαννίνων το 1820 από τους σουλτανικούς, ανέρχονταν σε 76.640.000 γρόσια, και ήταν Ενετικά φλουριά, ντούπιες Ισπανίας, ρουπιέδες, Κωνσταντινοπολίτικα φλουριά, ματζάρικα, κολονάτα, τάλιρα Τεργέστης, αργυρά μεταλλίκια, τουνέζικα κ.ά. Όμως το πιο σημαντικό μέρος από τους θησαυρούς του Τεπελενλή δεν ήταν το ρευστό, αλλά τα παντός είδους τιμαλφή, οι πολύτιμοι λίθοι του και τα διαμάντια μεγάλης αξίας, τα χρυσά ρολόγια, τα χρυσοποίκιλτα όπλα, τα άκριβα κοσμήματα. Είναι χαρακτηριστική και η περιγραφή του Σπύρου Αραβαντινού:
«Σπάθη αδαμαντοκόλλητος φέρουσα πρότυπον της Θεομήτορος, καθώς και του Ιησού, εν μπριλάντι, όπερ ανήκεν εις τον βασιλέα της Σουηδίας, το οποίον σπουδαίος Εβραίος αδαμαντοκολλητής συνέδεσεν με -έτερα- δώδεκα μπριλάντια τα αγορασθέντα εις την Βενετίαδια του Joachim Murat, του στρατάρχη της Γαλλίας, βασιλέως της Νεαπόλεως και γαμβρού του Ναπολέοντος».
Ο Vaudoncourt γράφει ότι είχε συλλογές χρυσών αγγείων, που φυλάσσονταν σε κρύπτες «όπου κανείς δεν έμπαινε».
Και τώρα, το μεγάλο ερώτημα. Τι απέγινε αυτός ο θησαυρός; Είναι γεγονός ότι κατά τους 17 μήνες της πολιορκίας των Ιωαννίνων, ο Τεπελενλής εξόδεψε ένα μεγάλο μέρος του ρευστού του σε πολεμικές δαπάνες, μισθοδοσίες, αλλά και σε δωροδοκίες. Επί πλέον ο εγκλεισμός του στα Γιάννενα του είχε στερήσει τη δυνατότητα να έχει πόρους από την περιφέρειά του. Όμως δεν ήταν δυνατόν να εκποιήσει τις δύσκολες αυτές στιγμές τα πανάκριβα αντικείμενά του, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων, οικειοποιήθηκαν ο Χουρσίτ και ο Πασόμπεης, με συνένοχο το Χαλέντ Εφέντη, τον Μεγάλο Βεζίρη της Πόλης. Έτσι στον Σουλτάνο στάλθηκε, μόνον, ένα μικρό μέρος από τους θησαυρούς που ο ίδιος υπολόγιζε, με αποτέλεσμα να επιβάλει τη θανατική ποινή στους τρεις -θεωρούμενους- ως καταχραστές. Υπάρχουν όμως και άλλες εκδοχές για την τύχη μέρους τουλάχιστον των θησαυρών.
Ο αρχιθαλαμηπόλος Ρίζος Δεσποτόπουλος, που ακολούθησε τον Βεζίρη στη Νήσο, έλεγε ότι, ανάμεσα στα πλοιάρια που τους μετέφεραν ήταν και μια λέμβος γεμάτη από σιδερένια σφραγισμένα κιβώτια, τα οποία έριξαν στη μέση της λίμνης και στη συνέχεια σκότωσαν τους σκλάβους που τα συνόδευαν. Κάποιοι άλλοι όμως υποστήριξαν ότι ένα μεγάλο μέρος αφαίρεσε ο «υπουργός των οικονομικών» του Αλή, Σταύρος Ιωάννου, το οποίο έστειλε στο γιο του Γεώργιο Σταύρο στη Βιέννη, ο οποίος πολύ αργότερα το επένδυσε στις μετοχές της Εθνικής Τράπεζας. Τα παραπάνω αφορούν μόνον στους φανερούς, όχι όμως στους κρυμμένους θησαυρούς του Πασά.
Όλοι πίστευαν ότι υπήρχαν «μυστικές κρύπτες» στις οποίες αυτός είχε συσσωρεύσει πλούτη πολύ μεγαλύτερα από εκείνα που βρέθηκαν στο «επίσημο» θησαυροφυλάκιό του. Και έτσι αρχίζει το «κυνήγι των κρυμμένων θησαυρών», που συνεχίζεται και στον 21ο αιώνα. Πρώτοι προσπάθησαν να τους βρουν, το 1834, η Βασιλική με τον εραστή της Τσόγκα και ο Θανάσης Βάγιας με πολυπληθή ομάδα Ιταλών μηχανικών. Η Αθηναϊκή εφημερίδα «Ακρόπολις» γράφει, στις 15/3/1893 ότι «στα Γιάννενα γίνονται πολύ μεγάλες έρευνες για την ανακάλυψη του θησαυρού του Αλή Πασά». Στα τέλη του 19ου αιώνα, Κερκυραίοι χρυσοθήρες αναστάτωσαν την Παραμυθιά, στηριζόμενοι σε κάποιον χάρτη που κατείχαν.
Ύστερα από την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, στα 1913, μια Ιταλική εταιρεία επί πέντε χρόνια κατέσκαπτε τα Γιάννενα, ψάχνοντας για τη μυστική κρύπτη. Τη δεκαετία του 1950 Γιαννιώτες ερευνητές ισοπέδωσαν ένα λοφίσκο, στο χωριό Αυγό, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το 2002 άγνωστοι άνοιξαν μια βαθιά τρύπα στο μαυσωλείο του Ασλάν Πασά, στο Κάστρο των Ιωαννίνων, ψάχνοντας προφανώς για τον κρυμμένο θησαυρό. Ακόμη, το 2010, ολόκληρη η Ελλάδα παρακολούθησε με ενδιαφέρον και περιέργεια τις γεωτρήσεις του Ελληνοαυστραλού επιχειρηματία Βαγγέλη Δήμα στη Βασιλική Καλαμπάκας, που είχαν ως αποτέλεσμα αντί θησαυρών να βρεθεί νερό.
Τέλος ο Γιαννιώτης, ιστοριοδίφης και πολιτικός μηχανικός, Γιάννης Κ. Παπαϊωάννου παρουσίασε μια περίεργη ιστορία, σύμφωνα με την οποία ο Πασάς είχε τοποθετήσει τους θησαυρούς σε μια υπόγεια κρύπτη στο χωριό Γεωργουτσάτες, στα Ελληνοαλβανικά σύνορα. Το 1966 όταν οι εργάτες έσκαβαν για την υποθεμελίωση ενός οχυρωματικού έργου, εντόπισαν μια υπόγεια αίθουσα που ήταν ασφαλισμένη με μια σιδερένια πόρτα, μέσα στην οποία ευρισκόταν ο περιβόητος «θησαυρός», που περιελάμβανε πολλά χρυσά σερβίτσια, φλουριά και νομίσματα κάθε προέλευσης, καθώς και μια ολόχρυση γουρούνα δύο τόνων, με δώδεκα γουρουνάκια χρυσά και αυτά.
Σύμφωνα με τις πηγές του Γιάννη Παπαϊωάννου, ήρθε επειγόντως επί τόπου ο Αλβανός δικτάτορας Ενβέρ Χότζα, παρέλαβε τα ευρήματα και τα μετέφερε, με άκρα μυστικότητα, στα Τίρανα. Κλείνοντας δεν πρέπει να αποκλειστεί και μια ακόμη πιθανότητα. Να βρέθηκαν από κάποιους οι χαμένοι θησαυροί και το γεγονός να κρατήθηκε μυστικό, για ευνόητους λόγους. Μήπως, όμως, οι θησαυροί του Αλή αποτελούν έναν τοπικό μύθο ή κάποια φαντασίωση του Ευρωπαϊκού οριενταλισμού; Ασφαλώς όχι, απαντά ο ιστορικός και βαθύς μελετητής των Αληπασάδικων θεμάτων Βασίλειος Παναγιωτόπουλος.

ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΑ ΦΙΛΑΡΓΥΡΟΣ
Ο Τεπελενλής δεν συσσώρευε μόνο θησαυρούς και αντικείμενα αξίας. Φρόντιζε να μην χαθεί οτιδήποτε και από τη χειρότερη παλιατσαρία. Ο Pouqueville διηγόταν ότι τον έβλεπε συχνά, ανάμεσα σε σωρούς από παλιόρουχα και σκουριασμένα άρματα, τεντζερέδες και τηγάνια να παρακολουθεί την καταγραφή τους στα σχετικά κατάστιχα που συνέτασσαν οι σαράφηδές του. Για τη φιλαργυρία του Πασά γράφει και ο περιηγητής W. M. Leake:
«Δεν επιτρέπει να πετάξουν τα κατεστραμμένα έπιπλα, σκεύη και όπλα, αλλά τα αποθηκεύει σε χώρους που παρακολουθεί σχολαστικά και μπορεί να ανακαλύψει αν λείπει και το παραμικρό αντικείμενο. Στους βρώμικους διαδρόμους και στους προθαλάμους, που οδηγούν στα πλουσιότερα και τόσο δαπανηρά διαμερίσματα του παλατιού, βλέπει κανείς να κρέμονται μια ξεχαρβαλωμένη πιστόλα, ένα σκουριασμένο σπαθί ή θηκάρι, κουρελιασμένα ρούχα. Κανένας από τους πολυάριθμους υπηρέτες δεν τολμάει να τα μετακινήσει, γιατί ξέρει καλά πως θα το προσέξει ο Πασάς.
Αυτό το ανακάτωμα μεγαλοπρέπειας και ευτέλειας προβάλλει κραυγαλέα σε κάθε γωνιά του παλατιού. Η μεγάλη αίθουσα που είναι ολοσκέπαστη με «γκομπλέν» και ακριβά υφάσματα, μουσικά ρολόγια και καθρέφτες, έχει παράθυρα με σιδερένια κάγκελα, για να μην μπαίνουν οι υπηρέτες όταν είναι κλειδωμένη».

ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΠΛΟΥΤΟΥ ΤΟΥ ΑΛΗ ΠΑΣΑ 
Η περιουσία του Αλή Πασά άρχισε να αυξάνει μετά την ανάληψη των βασικών καθηκόντων του στο όνομα του κράτους. Ο Αλής κάνοντας κατάχρηση των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί από το κράτος, χρησιμοποίησε την θέση του αυτή ως μέσο για τη συγκέντρωση ολοένα μεγαλύτερων εξουσιών αλλά και πλούτου. Για παράδειγμα, όταν διορίστηκε στη βοηθητική υπηρεσία για την εποπτεία των δερβενίων της Ρούμελης, αντί να αποκρούει τη δράση των ληστών, ο ίδιος τους διευκόλυνε με αντάλλαγμα σημαντικά χρηματικά ποσά.
Ο Αλής προκειμένου να πλουτίσει, προχωρούσε με κάθε τρόπο σε κινήσεις που ωφελούσαν το προσωπικό του συμφέρον αδιαφορώντας αν είναι νόμιμες ή παράνομες. Δεν υπήρχε κάτι που δε θα μπορούσε κάνει, δεν υπήρχε μέθοδος που δε θα μπορούσε να ακολουθήσει προκειμένου να πλουτίσει. Και αυτές είναι οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσε συχνότερα γι αυτό το σκοπό:
- Φορολογούσε με αναλογία 1/5 την ίδια ώρα που ο καθορισμένος από το κράτος φόρος ήταν 1/10 και ιδιοποιούνταν τη διαφορά.
- Επιβάρυνε τα χωριά και τις κωμοπόλεις με παράνομους ή αυθαίρετους φόρους.
- Οικειοποιούταν τις κληρονομιές όσων δεν είχαν αρσενικά παιδιά ή διεκδικούσε τις διαθήκες των πλουσίων και σφετεριζόταν τις περιουσίες τους.
- Εισέπραττε φόρους από τις υποθέσεις που εκδικάζονταν στα ιεροδικεία επιπλέον συγκέντρωνε ως φόρο το 10% της αξίας κάθε περιουσιακού στοιχείου του οποίου η ιδιοκτησία επιδικαζόταν.
- Εισέπραττε (αυθαίρετο) τελωνειακό φόρο εισαγωγών και εξαγωγών.
- Πουλούσε υποχρεωτικά σε υψηλότερες τιμές αγαθά που είχε αγοράσει φτηνά.
- Δωροδοκούταν από ανθρώπους του περιβάλλοντός του για συγκεκριμένους σκοπούς.
- Κατά τη διάρκεια εκστρατειών στο όνομα του κράτους, συγκέντρωνε μεγάλα ποσά κεφαλικού φόρου από ληστές που συνελάμβανε και από το λαό.
- Λεηλατούσε τις γειτονικές περιοχές με τις οποίες βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση.
Τα τσιφλίκια αποτελούσαν την πιο σημαντική πηγή πλούτου του Αλή Πασά. Ο ίδιος μαζί με τους γιούς του απέκτησε εκατοντάδες τσιφλίκια. Σχεδόν όλα τα τσιφλίκια αυτά ωστόσο, αποκτήθηκαν με παράνομα μέσα και κάποιες φορές με εκφοβισμό ή αρπαγές. Ο Άγγλος Γουίλιαμ Λικ που συναντήθηκε με τον ίδιο τον Αλή δίνει ένα ενδιαφέρον παράδειγμα σχετικά με το πώς περνούσαν τα εδάφη των χωρικών στα χέρια του Αλή:
«Μετά την τελευταία μου επίσκεψη εδώ, το Ματσούκι έγινε τσιφλίκι του Βεζίρη Αλή. Οι φτωχοί χωρικοί στα Γιάννενα και σε άλλες περιοχές που αδυνατούσαν να πληρώσουν τις οικονομικές επιβαρύνσεις, ήταν υποχρεωμένοι να δανείζονται με τόκο 20%. Με τον καιρό, αυτή τους η ανάγκη μεγάλωνε με αποτέλεσμα ένα μέρος του πληθυσμού να καταφύγει στα Άγραφα ενώ όσοι έμειναν πίσω δεν μπόρεσαν να αποφύγουν την πρόταση του Αλή να αγοράσει τη γη τους αλλά και ολόκληρα χωριά. Ζήτησαν από τον Αλή δε 12 κεσέ (6.000 γρόσια) αλλά αυτός έδωσε μόνο 2 (1.000 γρόσια)».
Ο Αλής, εξασφαλίζοντας τη μετατροπή των εκτάσεων που είχε στην κατοχή του σε τσιφλίκια, δημιούργησε μια σημαντική πηγή εσόδων. Επιπλέον, θέτοντας υπό το καθεστώς τσιφλικιού πολλά χωριά, αποκτούσε από αυτά ένα συνεχές εισόδημα. Για παράδειγμα, μετατρέποντας σε τσιφλίκι ένα χωριό 300 νοικοκυριών στον Ελασσόνα, ο Αλή είχε ξεκινήσει να εισπράττει κάθε χρόνο από εκεί ποσό 21.500 γροσίων και να καρπώνεται το 1/3 της αγροτικής παραγωγής των χωρικών. Ο Αλή, πληρώνοντας το χρέος 35.000 γροσίων, μετέτρεψε σε τσιφλίκι και ένα άλλο χωριό στον ίδιο καζά που αδυνατούσε να εκπληρώσει τις φορολογικές υποχρεώσεις που του αναλογούσαν ενώ μετέτρεψε σε τσιφλίκια και 15 χωριά στο σαντζάκι των Τρικάλων.
Οι εκτάσεις που βρίσκονταν στα χέρια των χωρικών πέρασαν με εκφοβισμό ή χρήση βίας στην κατοχή του Αλή Πασά ενώ δικό του ήταν και το 1/3 της σοδειάς που παραγόταν στα τσιφλίκια αυτά. Μια παρόμοια μέθοδος που χρησιμοποιούσε ο Τεπελενλής προκειμένου να μετατρέψει σε τσιφλίκια εκτάσεις που ανήκαν σε άλλους, ήταν η πληρωμή ενός καθορισμένου ποσού ανάλογα με την μέγεθος της καλλιεργήσιμης γης (π.χ. 2 γρόσια το στρέμμα). Ο Αλής, που με αυτόν τον τρόπο ιδιοποιήθηκε τέσσερα τσιφλίκια στον Ελασσόνα, άρπαζε πολλές φορές τα εδάφη των χωρικών χωρίς να πληρώνει οποιοδήποτε αντίτιμο και στη συνέχεια τα μετέτρεπε σε τσιφλίκια.
Ο Αλή Πασάς απέκτησε μ’ αυτόν τον τρόπο ένα τσιφλίκι 5 ζευγαριών στον καζά του Δομένικου, ένα τσιφλίκι 3 ζευγαριών ζώων στον Ελασσόνα, 5 τσιφλίκια στα Τρίκαλα και ένα τσιφλίκι 240 στρεμμάτων στα Φάρσαλα. Η αγορά των τσιφλικιών σε τιμή πολύ χαμηλότερη από την πραγματική τους αξία ήταν ακόμη μία πρακτική στην οποία κατέφευγε ο Αλής. Φαίνεται πως υποχρέωσε μια γυναίκα με το όνομα Φατμά Χατούν στα Τρίκαλα να του πουλήσει αναγκαστικά στην τιμή των 20.000 γροσίων μια έπαυλή της, μια σειρά από καταστήματα και εκτάσεις με 22 ζευγάρια ζώων σε διάφορα τσιφλίκια.
Με τον ίδιο τρόπο, ο Αλή Πασάς απέκτησε εκτάσεις γης με 23,5 ζευγάρια ζώων σε τρία τσιφλίκια που ανήκαν σε άλλα άτομα στα Τρίκαλα έναντι 14.750 γροσίων, εκτάσεις γης με 27 ζευγάρια ζώων σε διάφορα τσιφλίκια ενός ιδιώτη με το όνομα Λουτφουλάχ Αγά έναντι 22.000 γροσίων και ένα τσιφλίκι με 4 ζευγάρια ζώων έναντι 1000 γροσίων. Φαίνεται ακόμη, ότι με τον καιρό ο Αλής απέκτησε με παράνομα μέσα και πολλά από τα εδάφη των τσιφλικιών που δεν είχε αγοράσει. Τέλος, είναι αλήθεια ότι ο Αλής οικειοποιήθηκε και κάποια τσιφλίκια που είχαν παραχωρηθεί σε βακούφια ή θρησκευτικά ιδρύματα.


Απ’ όσα προαναφέρθηκαν φαίνεται ότι η μεγάλη περιουσία του Αλή Πασά είχε ως βάση τη μετατροπή των εκτάσεων που κατείχαν οι χωρικοί σε αποδοτικά τσιφλίκια, εκτάσεις που αποσπώνταν με τη βία ή με πολύ χαμηλά αντίτιμα ή με χρήματα που συγκεντρώνονταν καταπιέζοντας το λαό. Με την ανάληψη διαφόρων κρατικών αξιωμάτων από τους γιους του, η δύναμη του Αλή Πασά μεγάλωσε. Και δεν υπήρχε καμία διαφορά μεταξύ πατέρα και γιων όσον αφορά τις καταπιέσεις σε βάρος του λαού. Είναι γνωστό ότι ο γιος του Αλή, Βελή Πασάς, μετά την ανάληψη των καθηκόντων του στην Πελοπόννησο, αποσπούσε χρήματα από το λαό με τρόπο κτηνώδη.
Οι παρακάτω δηλώσεις που συμπεριλήφθηκαν στη διαμαρτυρία ενός κρατικού αξιωματούχου της περιοχής φαίνεται πως επιβεβαιώνουν την άποψη για τα παράνομα έσοδα και τις καταπιέσεις του Βελή Πασά στα Τρίκαλα και τη Λάρισα: «Ο Βελή Πασάς, αρπάζοντας τσιφλίκια και μερίδια γης στη Λάρισα και τα περίχωρά της, απέκτησε εισόδημα 8.000 κισέδων, δεν πληρώνει τον σουλτανικό φόρο που απαιτείται για τα τσιφλίκια που έχει στην κατοχή του και επιβαρύνει υποχρεωτικά με αυτόν άλλους ραγιάδες ενώ εξαιτίας όλων αυτών ο καζάς της Λάρισας και άλλοι γειτονικοί καζάδες άρχισαν να ερημώνουν».
Ο ίδιος αξιωματούχος συνεχίζει: «οι μπολουκμπασήδες σας που έχουν αναλάβει τη φύλαξη των δερβενίων να σταματήσουν τις εχθρικές κινήσεις και καταπιέσεις προς τους ταξιδιώτες και υπηρέτες που περνούν από κάθε μέρος, η τόσο μεγάλη διευκόλυνση των γιων και του περιβάλλοντός σας ευχαριστεί το Θεό και το Σουλτάνο; Η εξοχότητά σας έκανε και τους γιους σας βεζίρηδες, όπως είστε εσείς, προήγαγε στο βαθμό του αρχιστράτηγου τους μπολουκμπασήδες σας και καθένας τους κυβερνά αυτόνομα μπορεί η υπό την κυριαρχία σας γη του Σουλτάνου και οι φτωχοί ραγιάδες να αντέξουν το βάρος τριών βεζίρηδων και είκοσι αρχιστράτηγων».
Οι δηλώσεις αυτές φανερώνουν σε ποιο βαθμό είχαν προχωρήσει οι καταπιέσεις.

Ο ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΛΗ ΠΑΣΑ 
Μετά την κοινοποίηση της επικήρυξης του Αλή Πασά, αποφασίστηκε η από το κράτος κατάσχεση όλης της περιουσίας αυτού και των γιων του. Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο όλη η κινητή και ακίνητη περιουσία όσων επέμεναν να βρίσκονται στο πλευρό του Αλή και των γιων του επρόκειτο να κατασχεθεί και να αναλάβει τη διαχείρισή της το Αυτοκρατορικό Νομισματοκοπείο. Αποφασίστηκε να σταλεί από ένας υπάλληλος με τον τίτλο «επόπτης Αυτοκρατορικού τσιφλικιού» με σκοπό την αναδόμηση και αναδιοργάνωση καθώς και την ορθή λειτουργία των τσιφλικιών σε κάθε σαντζάκι.
Επιπλέον, αποφασίστηκε η σύμφωνα με το νόμο και με τα ανάλογα ποσά μισθοδοσία των υπαλλήλων από το Αυτοκρατορικό Νομισματοκοπείο και η διεύθυνση των τσιφλικιών με τις έως τότε διοικητικές πρακτικές ή αν αυτό δεν καθίστατο δυνατό, η ένταξή τους στο σύστημα της εκμίσθωσης των φόρων. Έτσι στο τέλος της χρονιάς, θα υπολογιζόταν η ετήσια απόδοση όλων αυτών των τσιφλικιών και των υπόλοιπων εισοδηματικών πηγών και σύμφωνα μ’ αυτόν θα γίνονταν οι επόμενες κινήσεις.
Ακόμα, αποφασίστηκε η διαμέσου των διορισμένων εποπτών πώληση με ανοιχτή δημοπρασία των κατασχεμένων πανδοχείων, καταστημάτων, καταλυμάτων και των υπόλοιπων ακινήτων του Τεπελενλή καθώς και η αποστολή των εισοδημάτων του στο Αυτοκρατορικό Νομισματοκοπείο.

ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΥΠΟ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΠΙΣΤΩΣΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΤΙΜΩΝ ΜΕΤΑΛΛΩΝ - ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ
Τρεις ήταν οι βασικοί τομείς που συγκροτούσαν την περιουσία του Αλή Πασά και των γιων του. Ο σημαντικότερος από αυτούς ήταν τα έσοδα από τις διάφορες εκμισθώσεις φόρων σε τσιφλίκια που ο Αλής άρχισε να σφετερίζεται όσο βρισκόταν εν ζωή, ενώ οι άλλοι δύο αντιστοιχούν στους θησαυρούς που βρίσκονταν στο κάστρο των Ιωαννίνων μετά το θάνατό του και τα ποσά δανεισμού με τα οποία ήταν χρεωμένα διάφορα άτομα στην περιφέρεια του Πασαλικιού του. Σε αυτούς τους δύο τελευταίους τομείς, οι πιστώσεις από τους δανεισμούς φαίνονται και στην πράξη μέσα από δηλώσεις ατόμων που εκτελούσαν χρέη γραμματέων ή βρίσκονταν στο κοντινό περιβάλλον του Αλή και των γιων του καθώς και από αναλύσεις κατάστιχων που βρέθηκαν μετά το θάνατο του Πασά.
Γι’ αυτό και άτομα που περιλαμβάνονταν στα κατάστιχα αυτά απαλλάχτηκαν με το θάνατο του Αλή από τα καθήκοντά τους. Επειδή αναμενόταν να είναι πολύ μεγάλη η περιουσία που άφησε πίσω του ο Αλή Πασάς στα Γιάννενα, η καταγραφή της ανατέθηκε ειδικά στον ναζίρη της Σόφιας Χασάν Ταχσίν. Ωστόσο, οι θησαυροί του Αλή αποδείχτηκαν πολύ φτωχότεροι από το αναμενόμενο και η σημαντικότερη αιτία αυτού ήταν η παραχώρηση μεγάλων χρηματικών ποσών από τον Αλή ως βοήθεια στην επανάσταση των Ελλήνων στην Πελοπόννησο. Σύμφωνα με τον W. Palmer, η αξία των θησαυρών του Αλή άγγιζε τα 40 εκατομμύρια γρόσια.
Είναι αμφίβολο εντούτοις αν η πραγματική αξία των θησαυρών του Αλή έφτανε αυτό το ποσό διότι όπως φαίνεται η τρέχουσα αξία χρυσού που βρέθηκε στο κάστρο των Ιωαννίνων μετά το θάνατό του υπολογίζεται στα 23.275.288 γρόσια. Εκτός από το χρυσό υπολογίζεται ότι ο Αλή είχε στην κατοχή του 181.675 χρυσά νομίσματα «μπεσλί», 155.625 διαφόρων ειδών νομίσματα και ακόμη χρήματα που αντιστοιχούσαν σε 2.630.500 γρόσια. Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, μπορούμε να πούμε ότι ο θησαυρός του Αλή Πασά στο κάστρο των Ιωαννίνων έφτανε περίπου τα 27 εκατομμύρια γρόσια.
Ένα μέρος της περιουσίας των γιων του Αλή το οποίο βρισκόταν εκτός τσιφλικιών, καταγράφτηκε με την εγκατάστασή τους στην Ανατολία και τους παραδόθηκε ενώ μετά και το θάνατό τους κατασχέθηκε και αυτό. Μπορούμε να υποθέσουμε επίσης ότι τόσο ο Αλή όσο και οι γιοι του είχαν υπό την κατοχή τους εκτός απ’ όσα αναφέρθηκαν εδώ, κοσμήματα και παρόμοια αντικείμενα αξίας. Αναφέρεται ότι ο Μουχτάρ Πασάς έθαψε μέρος των κοσμημάτων που κατείχε, ενώ ο γραμματικός Δημήτρης ισχυρίζεται ότι παρέδωσε δύο σεντούκια (πιθανόν με κοσμήματα) για σύντομο χρονικό διάστημα στον πρόξενο της Αγγλίας William Meyer ο οποίος βρισκόταν στην Πρέβεζα πριν παραδοθεί ο Βελή Πασάς.
Όταν έγινε αντιληπτό όμως ότι ο πρόξενος το έσκασε κρυφά παίρνοντας μαζί του τα σεντούκια, η υπόθεση ερευνήθηκε και αποκαλύφτηκε ότι τα σεντούκια βρίσκονταν στο νησί της Λευκάδας. Έτσι, αν και ξεκίνησαν προσπάθειες για να μεταφερθούν τα σεντούκια στη Κωνσταντινούπολη όπως επιθυμούσε ο Άγγλος πρέσβης, δεν είναι βέβαιο αν υπήρξε κάποιο αποτέλεσμα. Πέρα από αυτό, τρεις μήνες πριν οχυρωθεί στο κάστρο των Ιωαννίνων ο Αλή Πασάς επιχείρησε να στείλει στο νησί της Κέρκυρας ένα ποσό 10 εκατομμυρίων γροσίων αλλά ο γραμματικός του Βελή Δημήτρης δήλωνε ότι δεν γνώριζε αν τελικά στάλθηκαν τα χρήματα ή όχι.
Αλλά και οι πρόσοδοι από τα δάνεια του Αλή και των γιων του στους κατοίκους των βιλαετιών αποτελούσαν ένα σημαντικό ποσό. Το κράτος, για να μπορεί να εισπραχθεί αυτό το ποσό, έπρεπε να καθορίσει το ύψος των προσόδων καθώς και από ποιους και από πού θα εισπράττονταν. Με αυτό το σκοπό και μεταφράζοντας κατάστιχα γραμμένα στα Ελληνικά και άλλα έγγραφα που περνούσαν στα χέρια του κράτους, υπολογιζόταν το σύνολο των προσόδων. Οι οφειλές των ραγιάδων προς τον Αλή και τους γιους του γενικά αποτελούνταν από:
- Τις οφειλές των κατοίκων των τσιφλικιών.
- Τις οφειλές των χωρικών από τους φόρους, τα αντίτιμα των φόρων αβαρίζ και νουζούλ. 
- Τις χρεώσεις για τα ακαλλιέργητα τιμάρια και τον κεφαλικό φόρο.
- Τις οφειλές για το άρμεγμα των αιγοπροβάτων.
- Την εκμίσθωση των χειμαδιών.
- Το αντίτιμο της δεκάτης για τα χωριά.
- Τα ποσά για το φόρο κατανάλωσης χοιρινού.
- Το εισόδημα από την παραγωγή των τσιφλικιών.
- Το ποσό για το φόρο λόγω εκστρατειών.
- Τους λογαριασμούς για την ενοικίαση γης.
- Τους τελωνειακούς φόρους.
- Το εισόδημα της παραγωγής όσων ατόμων εκμεταλλεύονταν τα τσιφλίκια του Αλή.
- Τους κρατικούς φόρους, τα αντίτιμα της εκμίσθωσης τσιφλικιών.
- Τους φόρους για την ιδιοκτησία αιγοπροβάτων κτλ. 
Το υψηλότερο ποσό συγκροτούσαν οι πρόσοδοι για τις οφειλές των κατοίκων των τσιφλικιών, για τους φόρους των χωρικών, την εκμίσθωση χειμαδιών, τον κεφαλικό φόρο και τα σιτηρά.

ΤΑ ΕΣΟΔΑ ΤΟΥ ΑΛΗ ΠΑΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΤΣΙΦΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΚΜΙΣΘΩΣΗ ΦΟΡΩΝ
Η βάση του πλούτου του Αλή Πασά βρισκόταν στα έσοδα από τα εκατοντάδες τσιφλίκια που είχε στην κατοχή του. Μετά την απόφαση για την κατάσχεση ολόκληρης της περιουσίας του Αλή, τα τσιφλίκια που βρίσκονταν σε διάφορους καζάδες επιθεωρήθηκαν ένα-ένα από εντεταλμένους υπαλλήλους του κράτους και καταγράφτηκαν στα κατάστιχα απαραίτητες πληροφορίες. Σύμφωνα με τα πρώτα κατάστιχα που σχηματίστηκαν για τα τσιφλίκια, ο Αλής είχε στην κατοχή του περίπου 450 τσιφλίκια. Σύμφωνα με τον παρακάτω πίνακα και τις σχετικές σημειώσεις, σε ένα σημαντικό μέρος των τσιφλικιών, ο Αλής, χωρίς να προσφέρει καμιά απολύτως στήριξη στους ραγιάδες, κρατούσε για τον εαυτό του το 1/3 της παραγωγής.
Ενίοτε, συγκέντρωνε σε είδος ή σε μορφή χρημάτων προκαθορισμένα ποσά. Έπαιρνε και ένα συγκεκριμένο ποσοστό της παραγωγής από τα τσιφλίκια στα οποία είχε μερίδιο. Αποσπώντας ακόμα ένα συγκεκριμένο ποσό αλλά και ενοίκιο κατοικίας από τους μη μόνιμους εργαζόμενους στα τσιφλίκια, εκμίσθωνε ή νοίκιαζε βοσκοτόπια, μύλους, καταλύματα, καταστήματα κτλ εντός της περιφέρειας του τσιφλικιού. Οι αμπελώνες, βασικό συστατικό της δομής των τσιφλικιών, ανήκαν ως επί το πλείστον στους κατοίκους των τσιφλικιών αλλά και από αυτούς ο Αλή Πασάς συγκέντρωνε ένα προκαθορισμένο αντίτιμο. Εισέπραττε ακόμη ξεχωριστά από τα τσιφλίκια και ένα αντίτιμο που λεγόταν «αγαλίκι» (ağalık varidatı).
Ο Αλή Πασάς εκτός από τα τσιφλίκια του, είχε στο Τεπελένι 315 στρέμματα περίπου με αμπέλια και κήπους. Από αυτά εξασφάλιζε κάθε χρόνο εισόδημα 31.582 γροσίων. Επιπλέον, ο Αλής είχε αγοράσει κομμάτια γης εκατοντάδων στρεμμάτων και σε διάφορα χωριά. Στο κάστρο του, στο Τεπελένι, είχε ένα μεγάλο αρχοντικό και στο κονάκι του αυτό πολυάριθμα αντικείμενα στην κατοχή του. Ακόμη στο κάστρο υπήρχαν 1.200 οκάδες ρύζι, 4.500 οκάδες σιτάρι, 2.100 οκάδες καλαμπόκι και 1.800 οκάδες άχυρο. Ο Αλής απέκτησε σημαντικά εισοδήματα και από άλλες περιοχές και διάφορους μουκατάδες (εκμισθώσεις φόρων) που συμπεριλαμβάνονταν σε μέρος των τσιφλικιών.
Το ετήσιο κέρδος του Αλή από τους διάφορους μουκατάδες, την ενοικίαση ακινήτων και το σταθερό ποσό που εισέπραττε από τους καζάδες, ήταν περίπου 1,5 εκατομμύριο γρόσια. Ο Πασάς εξασφάλιζε ετησίως περίπου 450 χιλιάδες γρόσια από την είσπραξη των φόρων του τελωνείου της Αυλώνας, άλλων ακινήτων και διαφόρων άλλων φόρων (φόρος διοδίων, ζυγαριάς, λαδιού, βοσκής κτλ). Ο Αλής κατείχε επίσης και 2.025 πρόβατα που ανήκαν σε διάφορα άτομα. Από ένα άλλο κατάστιχο του Οθωμανικού Πρωθυπουργικού Αρχείου που παρουσιάζει τις κατασχεμένες περιουσίες του Αλή και των γιων του γίνεται αντιληπτό ότι ο Πασάς και οι γιοί του είχαν στην κατοχή τους περισσότερα από 500 τσιφλίκια και πολλά διαφορετικά μούλκια.
Το εν λόγω κατάστιχο φαίνεται ότι συντάχτηκε με βάση τη μετάφραση κατάστιχων και εγγράφων που βρίσκονταν στο αρχοντικό του κάστρου των Ιωαννίνων, την εξέταση των ποσών από τις εκμισθώσεις των φόρων και των ετήσιων αποδόσεων των τσιφλικιών, και τις αναφορές ατόμων που γνώριζαν άλλες πηγές εισοδημάτων του Αλή. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που βρίσκονται στο κατάστιχο η εκμετάλλευση των τσιφλικιών γινόταν με διάφορους τρόπους. Ένας από τους πιο διαδεδομένους τρόπους εκμετάλλευσης ήταν να δίνονται τα 2/3 του εισοδήματος στους ραγιάδες και το 1/3 στον Πασά (αφού δινόταν πρώτα στους σπαχήδες η δεκάτη ή κάποιο άλλο σταθερό ποσό).


Ένας άλλος τρόπος ήταν να διαχωρίζεται εκ των προτέρων το ποσό που θα δινόταν στους σπαχήδες και στη συνέχεια να μοιράζεται το υπόλοιπο σε αναλογίες 2/3 και 1/3. Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες συνθήκες λοιπόν καθοριζόταν και το μερίδιο του καθενός από την παραγωγή. Ωστόσο, σε μερικά τσιφλίκια του Βελή Πασά, αφού γινόταν διαχωρισμός της δεκάτης της παραγωγής το υπόλοιπο μοιραζόταν εξίσου στον Πασά και τους ραγιάδες. Με την εξέταση του καταστίχου που αναφέρεται παραπάνω μπορούμε να πούμε ότι ο Αλή Πασάς και οι γιοι του κατείχαν εκτός από τα τσιφλίκια και πολλά άλλα περιουσιακά στοιχεία που τους απέφεραν εισοδήματα.
Εκτός από αυτά βρέθηκαν στην κατοχή του Αλή και των γιων του πολλά οικόπεδα και οικίσματα, κονάκια, καταστήματα, μύλοι για την παραγωγή ελαιόλαδου και γάλατος, καταλύματα, ατομικά αντικείμενα, οικιακά σκεύη και εργαλεία. Επιπλέον ο Αλή είχε στο κάστρο της Πάργας αλλά και έξω από αυτό μεγάλο αριθμό κτημάτων, αμπελώνων, κήπων και παρόμοιων περιουσιών. Σύμφωνα με το κατάστιχο ο Πασάς είχε στην Πάργα 71.447 ελιές, 16.490 πεπονιές, 2.156 πορτοκαλιές, 1.621 λεμονιές, 1.071 συκιές, 2.584 αχλαδιές, 741 στρέμματα αμπέλια και 261 στρέμματα χωράφια, αμπέλια και μποστάνια.

ΟΙ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΤΩΝ ΤΣΙΦΛΙΚΙΩΝ
Μετά και την κατάσχεση των περιουσιών όσων επέμεναν να βρίσκονται στο πλευρό του Αλή και των γιων του, το κράτος ξεκίνησε προσπάθειες προκειμένου να μετατρέψει τις περιουσίες αυτές σε ακόμη πιο επικερδείς. Έτσι στόχος ήταν η διατήρηση του έως τότε καθεστώτος στην εκμίσθωση φόρων και στα τσιφλίκια που κατασχέθηκαν από τον Αλή, η αποφυγή ενός άλλου νέου τρόπου διοίκησης της εκμίσθωσης και των τσιφλικιών, αλλά και κυρίως η αύξηση της απόδοσης με τη βελτίωση των αρνητικών συνθηκών στο εσωτερικό των τσιφλικιών.
Με αυτόν τον σκοπό αποφασίστηκε η προσωρινή διοίκηση με την αποστολή ενός επόπτη σε κάθε τσιφλίκι από τον Αυτοκρατορικό Νομισματοκοπείο και σύμφωνα με τις αποδόσεις στο τέλος κάθε έτους, η εφαρμογή του συστήματος της εκμίσθωσης φόρων ή διαφορετικά άλλων μεθόδων εκμετάλλευσης. Στην πραγματικότητα η βασική σκέψη του κράτους πάνω στο θέμα αυτό ήταν να καθορίσει τις αποδόσεις μέσω των απεσταλμένων υπαλλήλων χωρίς να αλλάξει την έως τότε υπάρχουσα δομή των τσιφλικιών και στη συνέχεια να εντάξει γρήγορα τα τσιφλίκια αυτά στο σύστημα της εκμίσθωσης φόρων.
Και αυτό γιατί φαινόταν αναπόφευκτη η ένταξη των τσιφλικιών στο σύστημα της εκμίσθωσης όχι μόνο για τη βελτίωση των συνθηκών παραγωγής σε αυτά αλλά και για αύξηση των προσόδων και επομένως και των φόρων που θα έπαιρνε από αυτά. Εντούτοις, το κράτος δεν μπόρεσε να πετύχει το σκοπό του αυτό άμεσα. Αυτό συνέβη γιατί λόγω της Ελληνικής Επανάστασης πολλοί από τις αποδόσεις των τσιφλικιών δεν μπορούσαν να υπολογιστούν και επομένως ήταν αδύνατη η εφαρμογή του συστήματος της εκμίσθωσης φόρων. Γι αυτό το λόγο σε πολλά μέρη και μέχρι και το 1822 - 1823 συνεχίστηκε από τους επόπτες το σύστημα της προσωρινής διοίκησης των τσιφλικιών και άλλων κτημάτων που είχαν κατασχεθεί από τον Αλή και τους γιους του.
Οι επόπτες αυτοί που είχαν αναλάβει τα καθήκοντά τους από το 1819 - 1820, μέσα στο περιβάλλον αναρχίας που γέννησε η Ελληνική Επανάσταση, δεν μπορούσαν να υπολογίσουν όπως έπρεπε τις αποδόσεις των τσιφλικιών. Τελικά το 1821 - 1822 καθορίστηκαν σε κατάστιχο που δημιουργήθηκε οι εκτιμώμενες από τα τσιφλίκια αποδόσεις. Είναι φανερό ότι όσον αφορά το έτος αυτό λείπουν αρκετές εκτιμώμενες τιμές για τα επίπεδα των αποδόσεων. Οι προσπάθειες του κράτους για την αύξηση της παραγωγής των τσιφλικιών και επομένως και των φόρων στρέφονταν σε δυο κατευθύνσεις. Η πρώτη ήταν να μετατρέψει τα τσιφλίκια σε ακόμα πιο επικερδείς μονάδες προχωρώντας σε αλλαγές στο σύστημα λειτουργίας.
Τα έτη 1820 - 1821 και 1821 - 1822 τα τσιφλίκια διοικούνταν από κρατικούς υπαλλήλους. Τα τσιφλίκια και οι άλλες εκτάσεις των καζάδων Μοναστηρίου, Φλώρινας, Τζουμά Παζάρι - Τσαρσαμπά (Βελβενδός), Περλεπέ και Σερβίων είχαν δοθεί προσωρινά στη διοίκηση του γραμματικού της Πύλης Χουσεΐν Σακίρ Εφέντη· τα κτήματα των καζάδων Κορυτσάς, Μπεχλίστας, Χρούπιστας (Άργους Ορεστικού), Νεάπολης και Γκιολγκέστι στον Εμίνη των Μεταλλείων Μουσταφά Εφέντη. Ενώ τα κτήματα των περιοχών Οβά και Μπαγίρ στα Τρίκαλα είχαν δοθεί στη διοίκηση του καπουτζίμπαση, του επικεφαλής της φρουράς της Υψηλής Πύλης Μεσούτ Αγά.
Το 1821 - 1822 εξαιτίας του προχωρημένου της ηλικίας του, ο Χουσεΐν Σακίρ γύρισε στην Κωνσταντινούπολη και τα τσιφλίκια που είχε υπό τη διοίκησή του παραχωρήθηκαν στον Μουσταφά Εφέντη. Μετά τη μεταβίβαση αυτή, ζητήθηκε από τον Χουσεΐν Σακίρ να συντάξει ένα κατάστιχο για όλα τα έξοδα, τα έσοδα και άλλους λογαριασμούς που είχε κατά τη διάρκεια των καθηκόντων του ως επόπτης και να το παραδώσει στον Μουσταφά Εφέντη και επιπλέον να προβεί σε μια αναφορά γι αυτό στην Κωνσταντινούπολη. Εντωμεταξύ, ο Μεσούτ Αγάς που είχε αναλάβει την εποπτεία των τσιφλικιών της Οβά και του Μπαγίρ στα Τρίκαλα απολύθηκε γιατί κρίθηκε αποτυχημένος και στη θέση του διορίστηκε ο Σαλίχ Εφέντης.
Ως δικαιολογία για την αποτυχία του φαίνεται πως ήταν το κατάστιχο που συνέταξε ο ίδιος για τις αποδόσεις των τσιφλικιών το 1820 - 1821, το οποίο δε θεωρήθηκε αξιόπιστο και η μη σύνταξη ανάλογου κατάστιχου για το έτος 1821 - 1822. Φαίνεται πως αυτή τη φορά σε εκτάσεις τσιφλικιών που δεν μπορούσαν να δοθούν για εκμίσθωση άρχισε να λειτουργεί ένα «σταθερό» σύστημα διοίκησης. Γενικά, οι συναντήσεις που γίνονταν στο Μοναστήρι μεταξύ κάποιων κοτζαμπάσηδων και του Εμίνη των Ναυπηγείων είχαν προετοιμάσει το έδαφος γι αυτό το σύστημα διοίκησης το οποίο ξεκίνησε να εφαρμόζεται σε περιοχές που η Ελληνική Επανάσταση είχε εξαπλωθεί.
Από το Μάρτιο του 1822 - 1823 και μετά, 13 τσιφλίκια της περιοχής Οβά στο σαντζάκι των Τρικάλων τα οποία βρίσκονταν υπό το καθεστώς προσωρινής διοίκησης, πέρασαν στη μέθοδο του «σταθερής» καταβολής αντιτίμου 120.500 γροσίων. Ομοίως, 25 τσιφλίκια και μετόχια στους καζάδες Μοναστηρίου, Φλώρινας, Αστάροβας, Κορυτσάς, Κολόνιας, Kasriye (Καστοριάς) και Νεάπολης πέρασαν στο σύστημα «σταθερής» καταβολής 196.000 γροσίων μετά από εξέταση των μέχρι τότε συνθηκών κάτω από τις οποίες λειτουργούσαν και των αποδόσεων που παρουσίαζαν.


Τα καθορισμένα σταθερά ποσά θα εισπράττονταν από τους κοτζαμπάσηδες και επόπτες των κτημάτων σε δύο ισόποσες δόσεις τους μήνες Μάιο και Σεπτέμβριο και θα αποστέλλονταν στο θησαυροφυλάκιο του Αυτοκρατορικού Νομισματοκοπείου. Το κράτος υπό τον όρο να «φυλάσσονται και να προστατεύονται οι ραγιάδες» στα τσιφλίκια που περνούσαν στο καθεστώς της «σταθερής» καταβολής, είχε αποφασίσει το διορισμό ενός ή δύο μόνιμα εγκατεστημένων ατόμων για την επίβλεψη των τσιφλικιών. Επίσης είχε αποφασιστεί η άμεση αλλαγή όσων εκ των ατόμων αυτών θα προέβαιναν σε παράνομες ενέργειες.
Και ακόμα η διαδικασία αλλαγής να γίνεται λαμβάνοντας υπόψιν όχι μόνο τη γνώμη των κοτζαμπάσηδων αλλά και τις επιθυμίες του συνόλου των ραγιάδων των τσιφλικιών. Επίσης, η Πύλη επιθυμούσε να σταθεί εμπόδιο στους λεγόμενους φοροεισπράκτορες και φύλακες που στέλνονταν από τους τοπικούς διοικητές των καζάδων στα προαναφερθέντα τσιφλίκια, να μην τους δώσει την ευκαιρία της συγκέντρωσης των φόρων, να εξασφαλίσει την είσπραξη «του μεριδίου από τους φόρους» που αντιστοιχούσαν στους κατοίκους των τσιφλικιών και μόνο αυτού, αλλά και να μην επιδείξει ανοχή στη συλλογή των φόρων αυτών.
Μεγάλος αριθμός από τα τσιφλίκια και τα άλλα μούλκια των Τρικάλων και των γύρω περιοχών που δέχτηκαν τη επιρροή της Ελληνικής Επανάστασης λειτουργούσαν υπό το καθεστώς της προσωρινής διοίκησης αν και είχαν περάσει στο σύστημα της «σταθερής» καταβολής φόρων το έτος 1822 - 1823. Έτσι, μαζί με περισσότερα από 50 τσιφλίκια του σαντζακιού των Τρικάλων, πολλά καταστήματα, κονάκια, οικόπεδα, διαμερίσματα, καταλύματα χάνια και μποστάνια θα διοικούνταν προσωρινά από κρατικούς επόπτες. Τα τσιφλίκια των Τρικάλων είχαν αρχίσει βαθμιαία από το 1823 - 1824 να περνούν στο σύστημα εκμίσθωσης των φόρων.
Για παράδειγμα, 13 τσιφλίκια που βρίσκονταν στην περιοχή Οβά του καζά της Λάρισας δόθηκαν το 1823 - 1824 προς εκμίσθωση αντί 145.000 γροσίων. Το ποσό της εκμίσθωσης αυξήθηκε το 1824 - 1825 σε 145.500 και το 1825 - 1826 σε 160.000 γρόσια. Ομοίως, το 1824 - 1825 δόθηκαν προς εκμίσθωση φόρων 48 τσιφλίκια στον καζά των Τρικάλων αντί 120.000 γροσίων και 35 τσιφλίκια στην περιοχή Μπαγίρ του καζά της Λάρισας αντί 105.000 γροσίων. Από το 1825 - 1826 και μετά δημοπρατήθηκαν 25 τσιφλίκια που βρίσκονταν στον καζά της Λάρισας και το ποσό που συγκεντρώθηκε από τις δημοπρασίες το έτος αυτό έφτασε τα 90.000 γρόσια.
Από το 1822 - 1823 και μετά είχαν αρχίσει να δημοπρατούνται τα τσιφλίκια και κτήματα του Αλή Πασά και των γιων του τα οποία βρίσκονταν σε περιοχές εκτός των Τρικάλων. Φαίνεται ότι ένα μέρος των τσιφλικιών δόθηκε στους διοικητές των σαντζακιών. Για παράδειγμα, την πλειονότητα των τσιφλικιών και άλλων κτημάτων του σαντζακιού των Ιωαννίνων έλαβε ο διοικητής του σαντζακιού αυτού Ομέρ Πασάς. Το 1822 - 1823 στα Γιάννενα δόθηκαν στον Ομέρ Πασά αντί 208.000 γροσίων 135 τσιφλίκια, 1 χάνι και δύο χειμαδιά ενώ την ίδια στιγμή του είχε παραχωρηθεί και το δικαίωμα είσπραξης 9 μουκατάδων (φορολογικών εισοδημάτων).
Οι μουκατάδες αυτοί τα έτη 1820 - 1821 και 1821 - 1822 βρίσκονταν υπό την εποπτεία των προσωρινών κρατικών υπαλλήλων, εντούτοις όταν καθορίστηκε επακριβώς η απόδοση κάθε τσιφλικιού αποφασίστηκε να δοθούν προς εκμίσθωση. Το αντίτιμο της εκμίσθωσης ήταν 378.750 γρόσια. Το 1822 - 1823 οι μουκατάδες δημοπρατήθηκαν μαζί με 233 τσιφλίκια της Αυλώνας και των Ιωαννίνων, το συνολικό ποσό από τις δημοπρασίες έφτασε τα 777.250 γρόσια. Το ποσό αυτό αυξήθηκε στα 935.261 γρόσια το έτος 1823 - 1824 ενώ το 1825 - 1826 παρέμεινε στα ίδια επίπεδα.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το κράτος προχώρησε σε διαφορετικό σύστημα διοίκησης των κατασχεμένων κτημάτων, όμως εργάστηκε και για τη δημιουργία των συνθηκών αυτών που ήταν απαραίτητες για το πέρασμα στο σύστημα της εκμίσθωσης των φόρων. Και αυτό διότι το σύστημα της εκμίσθωσης θεωρείτο η κατάλληλη μέθοδος για την αύξηση των εισοδημάτων από τη φορολογία στα τσιφλίκια και την καλυτέρευση της οικονομικής κατάστασης των ραγιάδων. Τελικά φαίνεται να καταγράφεται με τον καιρό μια αύξηση στα εισοδήματα των τσιφλικιών που πέρασαν στο σύστημα της εκμίσθωσης φόρων.
Για παράδειγμα, ενώ το 1822 - 1823, 233 τσιφλίκια και 9 μουκατάδες στα Γιάννενα, την Αυλώνα και γύρω περιοχές δημοπρατήθηκαν έναντι 777.250 γροσίων, το επόμενο έτος το ποσό αυτό είχε αυξηθεί σε 935.261 γρόσια. Στόχος των προσπαθειών του κράτους για την αναδιοργάνωση των τσιφλικιών ήταν πρώτα απ΄ όλα η εξάλειψη των δυσάρεστων συνθηκών μέσα σε αυτά καθώς και η επιστροφή των κατοίκων που είχαν εγκαταλείψει τους τόπους τους μέσα στο περιβάλλον χάους και αναρχίας. Γι αυτό το σκοπό, την εποχή του Αλή Πασά είχε ζητηθεί η εξομάλυνση των συνθηκών βαριάς φορολογίας.
Διότι ο λαός μετά και την καταβολή των κανονικών φόρων (δεκάτη κτλ) ήταν υποχρεωμένος να παραχωρεί στον Αλή Πασά και το 1/3 της παραγωγής και αυτό βάραινε υπερβολικά τους αγρότες. Η δημιουργία των συνθηκών που θα διασφάλιζαν την επιστροφή των ραγιάδων στα τσιφλίκια που είχαν εγκαταλειφθεί, ήταν μια πολύ σημαντική δουλειά που έπρεπε να γίνει για το λαό των τσιφλικιών. Μ΄ αυτό το σκοπό, αρχικά χρειαζόταν να γίνει ανοικοδόμηση των σπιτιών και άλλων κτηρίων που είχαν καταστραφεί καθώς και εφοδιασμός τους με ζώα, επομένως χρειαζόταν να εξασφαλιστούν οι πόροι. Και επειδή το κράτος δεν μπορούσε να καλύψει τους πόρους αυτούς από το θησαυροφυλάκιό του, αποφασίστηκε να δημοπρατούνται τα κτήματα αυτά για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Χάρη σ’ αυτό, το κράτος θα πετύχαινε το σκοπό ανοικοδόμησης των τσιφλικιών χωρίς άμεσες δαπάνες. Το 1822 - 1823 με την ανάληψη από τον κρατικό φοροεισπράκτορα της Θεσσαλονίκης Μουσταφά Αγά 4 χωριών και 16 τσιφλικιών τα οποία είχαν κατασχεθεί από τον Αλή Πασά και τους γιους του, ο προαναφερθείς σκοπός επετεύχθη. Στις αρχές, το αντίτιμο της δημοπράτησης κινούταν σε χαμηλά επίπεδα γιατί θεωρείτο ότι το άτομο που θα αναλάμβανε τη διοίκηση, λαμβάνοντας υπόψη το πλεονέκτημά του αυτό, θα εργαζόταν για την ανοικοδόμηση του τσιφλικιού και έτσι θα αυξανόταν και η απόδοση τα επόμενα χρόνια.


Έτσι, τα αντίτιμα για την εκμίσθωση των φόρων στα τσιφλίκια του καζά της Βέροιας τα έτη 1822 - 1825 είχαν καθοριστεί με τη σειρά 50, 60, 70 και 100 χιλιάδες γρόσια. Το 1826 - 1827 όμως, σύμφωνα με τα δεδομένα που θα εμφανίζονταν, θα γινόταν νέος καθορισμός των αντιτίμων. Με αφορμή το παράδειγμα αυτό, μπορούμε να πούμε ότι το κράτος αρκούνταν πιο πολύ στο να κάνει αλλαγές στο μηχανισμό διοίκησης από το να επιδιώκει ενεργά την καλυτέρευση της οικονομικής κατάστασης των κατόχων των τσιφλικιών.
Το κράτος, με σκοπό να εξασφαλίσει την αύξηση αποδόσεων φόρων και παραγωγής στα τσιφλίκια που κατασχέθηκαν από τον Αλή Πασά και τους γιους του, εργάστηκε για την επιβολή σαφών κανονισμών στη διοίκηση των περιοχών αυτών. Ειδικότερα, όποια μέθοδος και να εφαρμοζόταν στη διοίκηση έπρεπε να υιοθετηθεί, όλοι οι κρατικοί υπάλληλοι έπρεπε να εργαστούν για την προστασία των ραγιάδων καθώς και τη μεταφορά και εγκατάσταση τους στη γη που έμεναν πριν, δεν έπρεπε να ζητηθεί τίποτα παραπάνω από το λαό των τσιφλικιών πέρα από τις καθορισμένες εισφορές και απαιτούνταν να δοθεί μεγάλη προσοχή στο θέμα της παρεμπόδισης όσων θα επιχειρούσαν να πράξουν ενάντια σε όλα τα παραπάνω.
Σ’ αυτή τη βάση, όσοι αποκτούσαν τη διοίκηση των τσιφλικιών και των μουκατάδων καταβάλλοντας μεγαλύτερο αντίτιμο, επιφορτίζονταν και με τo απαραίτητο πιστοποιητικό του σαράφη, του αργυραμοιβού. Όσοι δε ενεργούσαν σύμφωνα με τους όρους αυτούς απομακρύνονταν από τα καθήκοντά τους. Για παράδειγμα, το 1822 - 1823 ο διοικητής των Ιωαννίνων Ομέρ Πασάς που εκμεταλλευόταν τις εκτάσεις των Ιωαννίνων και της Αυλώνας, δεν εισηγήθηκε αύξηση του αντιτίμου και επειδή δεν εξασφάλισε το πιστοποιητικό του αργυραμοιβού, στη θέση του διορίστηκε ο Αλή Τζεβάτ Πασάς που είχε καταβάλει 125 χιλιάδων γρόσια παραπάνω.
Ομοίως, τα τσιφλίκια των καζάδων Λάρισας, Φαρσάλων, Ερμιγέ και Βελεστίνου δόθηκαν στον Μεχμέτ Αγά που προσέφερε 100 χιλιάδες γρόσια παραπάνω για το ποσό της εκμίσθωσης. Με την αύξηση αυτή το αντίτιμο για την εκμίσθωση των φόρων στα τσιφλίκια αυτών των καζάδων έφτασε τα 841.500 γρόσια. Το κράτος στηριζόταν στην πεποίθηση ότι κάθε χρόνο θα αυξάνονταν τα αντίτιμα των εκμισθώσεων των φόρων για τις εκτάσεις και τα άλλα περιουσιακά στοιχεία, ότι θα καλυτέρευαν με τον καιρό οι συνθήκες στα τσιφλίκια και σε συνάρτηση με αυτό ότι θα αυξανόταν η απόδοση. Η ετήσια περίοδος εκμίσθωσης φόρων στα τσιφλίκια άρχιζε το Μάρτιο κάθε έτους και διαρκούσε μέχρι τον Φεβρουάριο του επόμενου χρόνου.
Επειδή η παροχή κεφαλαίου και σπόρων στους ραγιάδες γινόταν το Νοέμβριο, καταβαλλόταν μια προσπάθεια το όργωμα των τσιφλικιών να μην καθυστερεί τη διαδικασία της εκμίσθωσης των φόρων. Τα επόμενα χρόνια συνεχίστηκε η διοίκηση των κατασχεμένων από τον Αλή και τους γιους του τσιφλικιών με τις ίδιες μεθόδους.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΛΗ ΠΑΣΑ Από τις αρχές του 18ου αιώνα, παράλληλα με την αποδυνάμωση της Οθωμανικής κρατικής εξουσίας στα Βαλκάνια, η παρουσία των τοπικών ηγεμόνων άρχισε να αποκτά μια βαρύτητα και με τον καιρό οι ηγεμόνες αυτοί εξελίχθηκαν σε ισχυρούς διοικητές των περιφερειών τους. Οι ισχυροί αυτοί άνδρες, ιδιοποιούμενοι την περιορισμένη και από το κράτος προερχόμενη εξουσία τους, άρχισαν να μην εκτελούν τις υποχρεώσεις τους απέναντι στο Σουλτάνο. Μια από τις περιοχές όπου ένα τέτοιο περιβάλλον ήταν πασιφανές, ήταν η Αλβανία. Ήταν φανερό ότι οι Αλβανοί σπαχήδες και άλλοι διοικητές, μη εκτελώντας τις διαταγές της Πύλης, έκαναν κατάχρηση των καθηκόντων τους και έτσι ενίσχυαν την πολιτική και οικονομική τους δύναμη.
Το κράτος διαρκώς προσπαθούσε να καταπολεμά τέτοιου είδους τοπικούς ηγεμόνες εντούτοις υπήρχαν ζητήματα που περιόριζαν την καταπολέμηση αυτή. Ειδικότερα σε περιόδους πολέμων, το κράτος υποχρεωνόταν να ζητά τη βοήθεια αυτών των ηγεμόνων. Επιπλέον, το κράτος είχε ανάγκη τους δυνατούς τοπικούς άρχοντες για τη συγκέντρωση των φόρων και τη διασφάλιση της τάξης. Έτσι, σ’ ένα περιβάλλον σαν κι αυτό, δεν στάθηκε δυνατό να αποτραπεί η άνοδος ενός τοπικού άρχοντα, του Αλή Πασά που δρούσε ως διοικητής ενός ημιανεξάρτητου κράτους στην περιοχή του. Ο Αλή Πασάς, πρόσωπο άπληστο, μνησίκακο και αδίστακτο, επιχείρησε με κάθε μέσο να αυξήσει την επιρροή του στα όρια της περιφέρειάς του.
Εργάστηκε σκληρά για την επίτευξή των στόχων του χωρίς να φέρει σε ρήξη τις σχέσεις του με το Σουλτάνο. Χωρίς να διαλύσει τις μακροχρόνιες σχέσεις του με την κεντρική εξουσία, εξασφάλισε τη διάρκεια της δικής του εξουσίας μέσα στο χρόνο με ρουσφέτια και δώρα που συνεχώς στέλνονταν στην Κωνσταντινούπολη και συμμετοχή σε εκστρατείες στο όνομα του κράτους. Ακόμη, κάτω από τις συνθήκες αυτές, επιτιθέμενος κάθε φορά που έβρισκε την ευκαιρία σε γειτονικές του περιοχές, ο Αλή πέτυχε να γίνει σε μεγάλο βαθμό ο μόνος διοικητής μιας ευρείας γεωγραφικής περιφέρειας. Η δύναμή του δεν περιοριζόταν μόνο στο πολιτικό επίπεδο.
Ο Πασάς παράλληλα, απέκτησε εκατοντάδες τσιφλίκια και προσοδοφόρα κτήματα καθ» όλη τη διάρκεια της ζωής του. Η ανάληψη σημαντικών θέσεων από τους γιους του αύξησε ακόμα πιο πολύ την εξουσία του. Ο Τεπελενλής χρησιμοποιούσε πάντα τη δύναμη και τη θέση του προς όφελός του, λεηλατούσε με κάθε ευκαιρία τις γύρω περιοχές υποκινούμενος από την αστείρευτη απληστία του, αποσπούσε εισοδήματα και δυσβάσταχτους φόρους από τους ραγιάδες που εργάζονταν στα τσιφλίκια, με παρόμοιες μεθόδους και οι γιοι του απέκτησαν περιουσία μεγάλης αξίας. Υπό την κάλυψη της πολιτικής και οικονομικής αυτής δύναμης, ο Αλή Πασάς είχε καταφέρει να αντιστρέψει σχεδόν τελείως ή να αποφύγει με διάφορες δικαιολογίες τις διαταγές της Κωνσταντινούπολης.
Ο Σουλτάνος που προβληματιζόταν έντονα για την ολοένα αυξανόμενη δύναμή του Αλή, με τη βοήθεια ορισμένων προσκείμενων προς αυτόν ατόμων, αποφάσισε την εξόντωσή του και σχεδίασε επιχειρήσεις εναντίον του. Μετά από αυτό, ο Αλή Πασάς, και ενώ έριξε στη μάχη όλους του τους στρατιώτες ο αριθμός των οποίων έφτανε τις 40.000, δεν μπόρεσε να επικρατήσει. Ο Αλή, σε σύντομο χρονικό διάστημα εγκαταλείφθηκε από την πλειονότητα όσων βρίσκονταν στο πλευρό του, ακόμα και από τους γιους του. Στην πραγματικότητα, η δύναμη του Αλή στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό από το Αλβανικό στοιχείο.


Το σύνολο των διοικητών ήταν Αλβανοί αλλά παρόλα αυτά, ο ίδιος δεν κατάφερε να εξασφαλίσει σημαντική υποστήριξη από τους Αλβανούς και αφέθηκε μόνος. Διότι η δύναμή του στην λαϊκή βάση ήταν αρκετά μικρή. Όντας ιδιοκτήτης μεγάλων εκτάσεων, εκμεταλλεύτηκε απάνθρωπα και για χρόνια τους ραγιάδες που εργάζονταν στα τσιφλίκια και έτσι είχε επέλθει μεγάλο ρήγμα μεταξύ αυτού και του λαού. Και αυτός όπως όλοι οι μεγάλοι δικτάτορες, είχε πιστέψει πολύ περισσότερο στο χρήμα απ΄ ότι στο λαό. Είχε πλουτίσει αλλά με κόστος την οικονομική επιδείνωση μεγάλου μέρους του λαού. Ο Αλή Πασάς που συσσώρευε ασταμάτητα μεγάλη περιουσία, δεν έδωσε καμία ευκαιρία στους ανθρώπους του περιβάλλοντός του να αποκτήσουν πλούτο.
Οι άνθρωποι που δούλευαν δίπλα του ήταν απλώς υπηρέτες με κάποιο μισθό. Ακόμα και οι αξιωματούχοι και οι σύμβουλοί του δεν μπόρεσαν να βρουν την ευκαιρία να αποκτήσουν κτήματα. Έτσι, κάτω από αυτές τις συνθήκες, ήταν αρκετά δύσκολο να βρει υποστήριξη από μεγάλο μέρους του λαού. Μόνο οι Έλληνες που ετοιμάζονταν για επανάσταση υποστήριξαν τον Πασά. Τελικά, κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων εναντίον του Αλή, ξεκίνησε και η Ελληνική Επανάσταση. Ο Αλής έτρεφε την ελπίδα ότι θα πετύχει η Ελληνική Επανάσταση και ότι θα σωθεί και ο ίδιος από αυτό όμως αν και αντιστάθηκε για πολύ καιρό στην πολιορκία του κάστρου όπου είχε κλειστεί, δολοφονήθηκε στα 1822 και η περιουσία του κατασχέθηκε από το κράτος.
Στο σημείο αυτό, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι στην πραγματικότητα η έλλειψη σημαντικής υποστήριξης της φαινομενικά πανίσχυρης δύναμης του Αλή από το λαό, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αποτυχία αντίστασής του. Αν και ο Αλή Πασάς απέκτησε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του πλούτο που αντιστοιχούσε σε τεράστιες εκτάσεις, στην πραγματικότητα δεν επιχείρησε ποτέ να εφαρμόσει σταθερές οικονομικές πολιτικές που θα ενίσχυαν την οικονομική ανάπτυξη των περιοχών που είχε στην κατοχή του. Ακόμη κι αν στην εποχή του ήταν ανεπτυγμένη η εμπορική δραστηριότητα στα Γιάννενα και τις γύρω περιοχές, ο Αλής έπρεπε να εξασφαλίζει σημαντικά εισοδήματα από τους εμπόρους που στήριζαν το εμπόριο.
Επίσης η στάση του Αλή γίνεται αντιληπτή και μέσα από την καταστροφή των γύρω περιοχών που έφεραν την όποια ανησυχία σχετικά με την ολοένα μεγαλύτερη συγκέντρωση πλούτου στην περιφέρεια του ή μέσα από άλλες παράνομες ενέργειες. Ο Αλής αντί να λαμβάνει μέτρα που θα έστρεφαν όλες τις προσπάθειες του λαού στην παραγωγή και αντί να ηγείται της ανάπτυξης αγροτικών, εμπορικών και βιομηχανικών δραστηριοτήτων, μετατρέποντας σε τσιφλίκια πολλά χωριά και υποχρεώνοντας τους κατοίκους σε καθεστώς δουλοπαροικίας, προχώρησε στην εξασφάλιση για τον εαυτό του εισοδημάτων μεγαλύτερης αξίας από την αξία των παραγόμενων από τη γεωργία προϊόντων.
Και οι ευρείες ενέργειες ανοικοδόμησης που έκανε αποσκοπούσαν στη δημιουργία άνετου γι αυτόν περιβάλλοντος ή ακόμη περισσότερων εισοδημάτων. Γρήγορα, μαζί με την καταπιεστική προς το λαό στάση του, ο έλεγχος πολλών πηγών που εξασφάλιζαν εισοδήματα και η παράνομη ιδιοποίηση μεγάλου μέρους από το κέρδος που παραγόταν, αποτέλεσαν ένα σημαντικό εμπόδιο για την ανάπτυξη οικονομικά αποδοτικών δραστηριοτήτων στην περιοχή.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ: ΕΝΑΣ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΣ ΘΡΥΛΟΣ
Ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων αποτέλεσε, από το 1800 και αργότερα, ένα από τα πιο δημοφιλή θέματα στο Ευρωπαϊκό κυρίως στερέωμα. Στην ιστορία, την λογοτεχνία, την τέχνη και το θέατρο, η παρουσία του εξακολουθεί να είναι αισθητή, ακόμη και σήμερα. Ειδικότερα στην διάρκεια των τελευταίων χρόνων της ζωής του ήταν πασίγνωστος ανάμεσα στις ανώτερες Ευρωπαϊκές τάξεις, οι οποίες και διψούσαν για κάθε είδους θεάματα με ανατολίτικο περιεχόμενο, όπως του Πασά των Ιωαννίνων. Η πορεία του απέναντι τόσο στις Ευρωπαϊκές δυνάμεις, όσο και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αποτελούσε μια μόνιμη πηγή γοητείας.
Ενώ και ο διεθνής τύπος παρακολουθούσε, από πολύ κοντά, τις πολιτικές του φιλοδοξίες. H επίδραση του Τεπελενλή πάνω στη δυτική καλλιτεχνική φαντασία ήταν τέτοια που έργα τα οποία εμπνέονται από τη ζωή του συνέχισαν να παράγονται για περισσότερο από εκατό χρόνια, μέχρι σήμερα. Η εκτέλεση του Βεζίρη το Φεβρουάριο του 1822 αποτέλεσε μια από τις πρώτες ειδήσεις των ευρωπαϊκών εφημερίδων της εποχής. Εκτός από την Γαλλόφωνη Spectateur Oriental της Σμύρνης, στην οποία έχει ήδη γίνει αναφορά, η μεγάλη Παρισινή εφημερίδα Journal de Dépats δημοσίευσε μια ανταπόκριση από την Κωνσταντινούπολη, με όλες τις λεπτομέρειες των δραματικών γεγονότων.
Το ίδιο έκαναν και τα φύλλα του Λονδίνου. Λίγους μήνες αργότερα, τον Μάιο του 1822, η μεγάλη επιθεώρηση της Σκωτίας BlacNwoods Edinburgh Magazine δημοσίευσε ένα ειδικό αφιέρωμα στον Αλή, που περιελάμβανε εκτενή ανάλυση ενός ανώνυμου Βρετανού γιατρού, ο οποίος είχε επισκεφτεί τον Πασά στα Γιάννενα αρκετά χρόνια πριν. Επίσης η μεγάλη Αγγλική επιθεώρηση -ιδρυμένη το 1758- The Anual Register, στις 20 Μαϊου 1820, δημοσίευσε ανταπόκριση από την Κέρκυρα, με εκτενή αναφορά στα πρώτα πολεμικά γεγονότα των Ιωαννίνων.
Δυστυχώς, όμως, δεν διασώθηκαν τα φύλλα της περιόδου εκείνης της μοναδικής Ελληνικής εφημερίδας που κυκλοφορούσε τότε στην Ευρώπη, του φημισμένου «Ελληνικού Τηλέγραφου» της Βιέννης, που θα επέτρεπαν να γίνει γνωστός ο τρόπος που περιέγραψε η ελληνική πλευρά τα γεγονότα του θανάτου του Βεζίρη της Ηπείρου. «Είναι περίεργη», παρατηρεί ο πολιτικός και δημοσιογράφος Αλέξανδρος Βυζάντιος (1841 - 1898) «η μαγεία την οποίαν εξήσκησεν ο θυελώδης του Αλή Πασά χαρακτήρας επί των συγχρόνων του και των μετά ταύτα πνευμάτων. Δεν υπάρχει ίσως ποιητής ή συγγραφεύς διάσημος οιασδήποτε χώρας, του οποίου τη φαντασίαν δεν προσέβαλεν ο σκληροτράχηλος γόνος της Χάμκως και του Βελή. Όστις υπήρξεν «μετέωρον μέγα», μεγαλυνόμενον και υπό της αποστάσεως του χρόνου, όμως οτιδήποτε και αν υπήρξεν, είναι πλέον αναμφισβήτητον, ότι εγένετο μέγας ανήρ της εποχής».


Ωστόσο η τεράστια σε όγκο λογοτεχνική παραγωγή των Ευρωπαίων, που συνεχίζεται και στις μέρες μας και αναφέρεται στον Αλή, εστιάζει περισσότερο την προσοχή της επάνω στο μίσος και την αποστροφή προς αυτόν. Υπάρχουν όμως και ορισμένες εξαιρέσεις. Ενδεικτικά αναφέρουμε την σχετικά πρόσφατη έκδοση, «Αλή Πασάς, ο Μουσουλμάνος Βοναπάρτης» της Αμερικανίδας καθηγήτριας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, Κ.Ε. Fleming (κυκλοφόρησε και στα Ελληνικά το 2000), η οποία στο έργο της προσεγγίζει τον Τεπελενλή με τρόπο αμερόληπτο και ιστορικά τεκμηριωμένο, χωρίς προκαταλήψεις και μυθοπλασίες. Το συμπέρασμα είναι ότι και στο λυκαυγές του 21ου αιώνα ο Βεζίρης των Ιωαννίνων εξακολουθεί να κεντρίζει το ενδιαφέρον όχι μόνον των Ελλήνων, αλλά -και αυτό είναι το σημαντικό- των ξένων ερευνητών. Ό,τι γράφτηκε για τον Πασά στηρίχτηκε κυρίως στα οδοιπορικά, στα χρονικά και στις εντυπώσεις επτά περιηγητών που τον έζησαν από κοντά, για λίγο ή πολύ, κατά τη διάρκεια της παντοδυναμίας του.
Αυτοί είναι ο Γάλλος πρόξενος στα Γιάννενα François Pouqueville, ο Άγγλος γιατρός Sir Henry Holland, ο συνοδοιπόρος του Lord Byron (ο John Cam Hobhouse), ο Γερμανός εξωμότης διοικητής του πυροβολικού του Πασά, Ibrahim Manzour Effendi, ο συνταγματάρχης Guillaume de Vaudoncourt, ο Βρετανός παιδαγωγός και -μετέπειτα- ιερωμένος Thomas Smart Hughes και ο πολυτάλαντος συμπατριώτης του στρατιωτικός William Martin Leake. Όλοι οι μετέπειτα βιογράφοι του Τεπελενλή βασίστηκαν στις εντυπώσεις που δημοσίευσαν οι ανωτέρω, και κυρίως στα κείμενα του Pouqueville. Και εδώ βρίσκεται το πρόβλημα.
Ο Γάλλος πρόξενος έγραψε αρκετά έργα, στα οποία κεντρικό πρόσωπο είναι ο Αλή Πασάς, ακόμη και αν έχουν διαφορετικούς τίτλους. Στο ογκώδες βιβλίο του «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» περισσότερο απασχολείται με τον Τεπελενλή, παρά με αυτήν την ίδια την Επανάσταση. Όμως, η εμπάθειά του, το μίσος και η προκατάληψή του εναντίον του, ακυρώνουν κάθε ίχνος ιστορικής τεκμηρίωσης, και παρουσιάζουν ένα πρόσωπο που πολύ απέχει από την πραγματικότητα και πλάθουν μια αποκρουστική εικόνα του Βεζίρη των Ιωαννίνων.
Στο μεγαλύτερο μέρος των έργων του, ο Fr. Pouqueville βασίζεται σε διανθισμένες περιγραφές, αμφίβολης εγκυρότητας, επικεντρώνοντας κυρίως το ενδιαφέρον του στις θηριωδίες του, τις οποίες μεγαλοποιεί, υποβαθμίζοντας τις άλλες πλευρές της πολυτάραχης ζωής του. Και όμως, ο Fr. Pouqueville μετέδωσε τις απόψεις του σε πολλούς σοβαρούς συγγραφείς, οι οποίοι έγραψαν βιογραφίες ή μυθιστορίες σχετικά με τον Αλή. Έτσι λοιπόν επηρεάστηκε ο ζωγράφος Louis Dupré, οι λογοτέχνες Alexandre Dumas (père), Μόr JòNai, Eugène Sue και Alphonse de Lamartine, οι φιλέλληνες ιστορικοί Thomas Gordon, George Finlay και Sir James Emerson, και οι συγγραφείς Richard Alfred Davenport, Conrad Malte - Brun, Jean - Félicien - Mallefille κ.ά.
Στο ίδιο περίπου μήκος κύματος κινήθηκαν και οι Έλληνες Παναγιώτης και Σπυρίδων Αραβαντινός, Ιωάννης Λαμπρίδης, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Γεώργιος Γαζής, και άλλοι, οι οποίοι υιοθέτησαν αβασάνιστα τον επικριτικό λόγο του Pouqueville. Δεκάδες θεατρικά έργα και όπερες, τραγωδίες και μελοδράματα, με κεντρικό ήρωα τον Τεπελενλή, παρουσιάστηκαν στις μεγαλύτερες σκηνές της Ευρώπης, όπως στη Σκάλα του Μιλάνου και στο Covent Garden του Λονδίνου. Το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, η Ευρωπαϊκή λαϊκή δίψα για θρύλους που πλημμύριζαν από τις απάνθρωπες και μυστηριώδεις ιδιοτροπίες των Μουσουλάνων κυβερνητών είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της ιδίως μετά τον θάνατο του Αλή.
Οι θεατρικοί και οι λυρικοί συγγραφείς της εποχής εμπνεύστηκαν, κυρίως, από τις τελευταίες πιο δραματικές στιγμές του σατράπη, και τις οποίες παρουσίασαν με ρομαντική και συναισθηματική διάθεση. Και αυτοί όμως τελικά δεν μπόρεσαν ή δεν επιδίωξαν να απαλλαγούν εντελώς, από την προκατάληψη του F. Pouqueville έναντι του άσπονδου εχθρού του (άλλωστε στα κείμενά του στηρίχτηκαν αβασάνιστα) και έτσι τον παρουσιάζουν σαν έναν συμβολικό αρχέγονο δεσπότη της μυστηριώδους, άγριας και καθυστερημένης Ανατολής. Ο Αλή Πασάς και ο Μάρκος Μπότσαρης, είναι οι δυο πιο «ζωγραφισμένες» Ελληνικού ενδιαφέροντος προσωπικότητες του 19ου αιώνα.
Τον Τεπελενλή απαθανάτισαν, είτε εκ του φυσικού, είτε κατά φαντασία, μερικοί από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους καλλιτέχνες του 19ου αιώνα, όπως ο διάσημος Γάλλος οριενταλιστής Alexandre - Marie Colin, ο περίφημος Louis Dupré, ο φιλέλληνας Horace Vernet, o Ιταλός ζωγράφος Giuseppe dellΓ Acqua, ο πολυτάλαντος Quinsac Monvoisin και άλλοι πολλοί. Τα πρωτότυπα έργα τους ακολούθησαν χαλκόγραφιες αναπαραγωγές, με αποτέλεσμα να κυκλοφορήσουν σε μεγάλο αριθμό αντιτύπων και να καταστήσουν το πρόσωπό του Πασά οικείο στο ευρύ Ευρωπαϊκό κοινό.
Ενδιαφέρουσες απεικονίσεις του ανήκουν σε Έλληνες καλλιτέχνες όπως οι λαϊκοί ζωγράφοι και εικονογράφοι Σωτήριος Χρηστίδης, Θεόφιλος (Χατζημιχάλης), Φώτης Κόντογλου, Μέντης Μποσταντζόγλου, ο πρωτοπόρος του «μοντερνισμού» στην Ελλάδα, Αλέκος Κοντόπουλος, o Θεόδωρος Βρυζάκης, ο Σκιαδόπουλος κ.ά. Την μορφή του Βεζίρη των Ιωαννίνων συναντούμε σε πληθώρα αντικειμένων, όπως πιάτα πορσελάνης, ρολόγια, τραπουλόχαρτα και ταμπακιέρες, κεντήματα τοίχου, σε αλατιέρες, σε διακοσμητικά ξυλόγλυπτα, σε βάζα και τσαγιέρες, σε καρτ-ποστάλ, ακόμη και σε γραμματόσημα. Στην Ελλάδα κυκλοφόρησαν αμέτρητα λαϊκά αναγνώσματα, ιστορικά μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, έμμετρα και πεζά, ακόμη και εφημερίδα με το όνομά του, ως τίτλο. Επίσης εμφανίζεται συχνά στο «θέατρο σκιών». Διασώθηκαν αρκετά προσωπικά αντικείμενα του Αλή Πασά. Στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης βρίσκονται δέκα όπλα του. Στο Μουσείο Φώτη Ραπακούση στα Γιάννενα εκτίθεται η «μεγαλοπρεπής πίπα» του. Όπλα, ωρολόγια του κ.λ.π. βρίσκονται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών, στο Μουσείο Μπενάκη, στο Τοπ Καπί της Κωνσταντινούπολης, στο Δημοτικό Μουσείο Ιωαννίνων και σε διάφορες ιδιωτικές συλλογές. Στη Νήσο των Ιωαννίνων, στο μέρος όπου άφησε την τελευταία πνοή του, λειτουργεί και ένα μικρό Μουσείο, που φέρει το όνομά του.
Τέλος ένα μεγάλο μέρος από το προσωπικό του αρχείο φυλάσσεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη Αθηνών και σε πολλά δημόσια ή ιδιωτικά αρχεία. Ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων εξακολουθεί και σήμερα να θεωρείται μια δεσπόζουσα μορφή στο γενικότερο πλαίσιο τόσο του Οθωμανικού όσο και του Ελληνικού παρελθόντος, αλλά και του Βαλκανικού γενικότερα. Είναι περισσότερο από βέβαιο ότι και στα επόμενα χρόνια «Ο Μουσουλμάνος Βοναπάρτης» - όπως τον προσονόμασε ο Μπάιρον- θα συνεχίσει να είναι «παρών», στην ιστοριογραφία, την τέχνη, το θέατρο, την ζωγραφική, την ποίηση και την λογοτεχνία, ιδίως την λαϊκή.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ











ΠΗΓΕΣ:

7: greekworldhistory.blogspot.gr