Επιστρέφει
ο πιτσιρίκος απ’ το σχολείο του νευριασμένος. Κλείνει πίσω του την πόρτα με
δυνατό χτύπημα, πετάει την τσάντα του και το μπουφάν του και κάθεται στη σκάλα
που οδηγεί στα υπνοδωμάτια του ορόφου με το πρόσωπο να ακουμπάει στις γροθιές
του.
Η
μάνα του ακούει την πόρτα που έκλεισε με χτύπο και βγαίνει απ’ την κουζίνα έχοντας
τα χέρια της γεμάτα ζύμη. Βλέπει μουτρωμένο τον μικρό και τον ρωτάει.
«Ήρθες, αγόρι μου; Πώς πέρασες σήμερα στο σχολείο;»
«Ήρθες, αγόρι μου; Πώς πέρασες σήμερα στο σχολείο;»
Τσιμουδιά
ο μικρός. Μόνο στέκεται γεμάτος οργή και κοιτάζει το πάτωμα.
«Γιατί
δεν μιλάς;» ξαναρωτάει γεμάτη υπομονή η μητέρα. «Έγινε τίποτε στο σχολείο;»
Ο
μικρός μουρμουρίζει κάτι ακατάληπτο, χωρίς να απαντήσει ξανά. Η μάνα χάνει την
υπομονή της.
«Δεν
μου λες εσύ… Γιατί έχεις νεύρα; Τι έτρεξε πάλι;»
Ο
μικρός ανασηκώνει λίγο το κεφάλι.
«Δεν
την αντέχω πια αυτήν τη δασκάλα. Δεν την αντέχω…»
Η
μάνα τον κοιτάζει ανήσυχη. Κάνει να τον πλησιάσει.
«Γιατί,
έγινε κάτι; Δεν ήσουν διαβασμένος. Ε, μα μίλα επιτέλους» αγανακτεί.
«Τι
να σου πω» λέει ο μικρός. «Αυτή… η δασκάλα θέλω να πω…» διορθώνει καθώς βλέπει
την μάνα του να αγριεύει, «όλο εμάς ρωτάει».
«Ποιους
εσάς; Τι σας ρωτάει;»
«Ε,
να… Μας ρωτάει την προπαίδεια του εννιά, τι ήταν η σεισάχθεια, ποια είναι η
πρωτεύουσα της Ελλάδας, πόσα πόδια έχει ο βάτραχος… Αλήθεια σου λέω, μαμά! Όλο
απορίες είναι. Πώς έγινε αυτή δασκάλα, δεν ξέρω…»