Το πρώτο σχέδιο μαζικής
εξόντωσης ενός έθνους που έλαβε χώρα στον 20ό αιώνα
Δεν έχει περάσει πολύς
καιρός από την ημέρα που εκδόθηκε το ιστορικό πόνημα για την αρμενική τραγωδία
του 1915 του Χασάν Τζεμάλ, γνωστού τούρκου αρθρογράφου και συγγραφέα.
Η ιδιαιτερότητα εδώ είναι ότι ο
Τζεμάλ είναι εγγονός του Τζεμάλ Πασά, ενός εκ της ζοφερής τριανδρίας των
πασάδων - Τζεμάλ, Εμβέρ και Ταλαάτ - που κυβέρνησαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία
στα χρόνια των Βαλκανικών Πολέμων και του Α΄ Παγκοσμίου και ήταν οι βασικοί
πρωτεργάτες στην ενορχήστρωση της γενοκτονίας. Ο παππούς Τζεμάλ δολοφονήθηκε
στην Τιφλίδα το 1922 από τον Αρμένιο Στεπάν Τζαγικιάν, στο πλαίσιο του
ξεκαθαρίσματος λογαριασμών της Αρμενικής Επαναστατικής Ένωσης κατά των
πρωταιτίων της θηριωδίας που θα γινόταν γνωστό ως «Επιχείρηση Νέμεσις».
Ο Χασάν Τζεμάλ εξηγεί τους
λόγους που τον ώθησαν στη συγγραφή ενός τέτοιου αμφιλεγόμενου στην πατρίδα του
βιβλίου ήδη από τον πρόλογο:
«Πώς μπορούμε να προχωρήσουμε
προς το μέλλον χωρίς να αντιμετωπίσουμε τα δυσάρεστα γεγονότα του παρελθόντος;
Δεν είναι δυνατόν να αγνοήσουμε αυτό τον πόνο. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε το
σήμερα που ζούμε να είναι δέσμιο του παρελθόντος. Η θλίψη του 1915 δεν είναι
υπόθεση του παρελθόντος, αλλά σημερινή. Μπορούμε να κατακτήσουμε την ειρήνη
μόνον όταν αποδεχθούμε την ιστορία, αλλά την πραγματική ιστορία, όχι μια ιστορία
επινοημένη και παραποιημένη σαν τη δική μας».
Η ιστορική μαρτυρία του εγγονού
ενός εκ των ζοφερών εκτελεστών του πλάνου για την αρμενική εθνοκάθαρση
παραμένει ζωτικής σημασίας σε μια χώρα που συνεχίζει να υποστηρίζει με επιμονή
ότι οι εκτοπίσεις των Αρμενίων το 1915 δεν ήταν μέρος ενός καλοσχεδιασμένου
σχεδίου γενοκτονίας, αλλά μια οργανωμένη μεταφορά και επανεγκατάσταση
πληθυσμών. Το μόνο που λείπει από την ιστορική παραχάραξη είναι το γεγονός ότι
δεν έχουν καταφέρει να παρουσιάσουν μέχρι σήμερα στην ανθρωπότητα με πειστικό
τρόπο τι απέγιναν οι «εκτοπισθέντες».
Κι αυτό γιατί 1,5 εκατομμύριο περίπου άνθρωποι (σε σύνολο 3 εκατ. Αρμενίων που
διαβιούσαν στα ανατολικά κυρίως της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) σκοτώθηκαν από
μαχαίρι ή από τις κακουχίες στα καταναγκαστικά έργα, κάηκαν μαζικά ζωντανοί,
πνίγηκαν στη Μαύρη Θάλασσα και τον Ευφράτη ή χάθηκαν στην έρημο της Συρίας,
στις αναγκαστικές «πορείες θανάτου» που τους επέβαλε η πολιτική των Νεότουρκων.
Η πρώτη γενοκτονία του 20ού
αιώνα, με τη συστηματική εξόντωση της χριστιανικής μειονότητας από τις
οθωμανικές αρχές, υπήρξε ο προάγγελος του εβραϊκού ολοκαυτώματος κατά τη
διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς ο ίδιος ο Χίτλερ (που γνώριζε καλά τα
τεκταινόμενα από τη γερμανική εμπλοκή στην αρμενική εθνοκάθαρση) δεν δίστασε να
χρησιμοποιήσει την επιβεβλημένη λήθη της τραγωδίας των Αρμενίων ως άλλοθι για
τα δικά του ζοφερά πλάνα: από τη στιγμή που το Βερολίνο όχι μόνο γνώριζε
ακριβώς (όπως μαθαίνουμε από τα διπλωματικά αρχεία του γερμανικού υπουργείου
Εξωτερικών της περιόδου 1915-1918) τα όσα τρομερά συνέβαιναν στον αρμενικό
πληθυσμό εντός της αυτοκρατορίας, μετά την απόφαση του Ταλαάτ Πασά για την
ομαδική «μετεγκατάστασή» τους, αλλά και στραγγάλισε αποφασιστικά κάθε
προσπάθεια να παρεμποδιστεί η γενοκτονία, δικαιούνταν ο Χίτλερ να αναρωτηθεί το
1939 «Ποιος μιλάει σήμερα για τον αφανισμό των Αρμενίων;», υπαινισσόμενος ότι
και το ολοκαύτωμα του εβραϊκού πληθυσμού της Ευρώπης θα περνούσε στα ψιλά της
Ιστορίας.
Αν και ο παράφρονας δικτάτορας που αιματοκύλησε την Ευρώπη είχε για μια ακόμη
φορά άδικο, καθώς η ιστορία τον διέψευσε. Κανείς δεν έχει ξεχάσει την αρμενική
τραγωδία και πάντα θα μνημονεύεται ως μια από τις μελανότερες σελίδες του 20ού
αιώνα, ένα μνημείο θηριωδίας, κτηνωδίας, μισαλλοδοξίας αλλά και εθνικιστικής έξαρσης.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι
εντολές του εγκεφάλου της αρμενικής εκστρατείας αντιποίνων «Επιχείρηση Νέμεσις»
προς τον εκτελεστή του Ταλαάτ Πασά ήταν ρητές. Ήταν στις 15 Μαρτίου 1921 στο
Βερολίνο όταν μια ομάδα νεαρών Αρμενίων εκτέλεσε μέρα μεσημέρι καταμεσής των
περαστικών τον Νο 1 πρωταίτιο της γενοκτονίας, τον πρώην μεγάλο βεζίρη και
υπουργό Εσωτερικών της Υψηλής Πύλης το 1915, Ταλαάτ Πασά. Ο ενορχηστρωτής της
Αρμενικής Επαναστατικής Ένωσης, Σαχλάν Ναταλί, διέταξε τον εκτελεστή του
διαβόητου τούρκου υπουργού, Σοχομόν Τεχλιριάν, «μόλις τινάξεις στον αέρα το
κρανίο του υπ’ αριθμόν 1 δολοφόνου του έθνους, δεν θα προσπαθήσεις να ξεφύγεις.
Θα μείνεις εκεί, θα βάλεις το πόδι σου πάνω στο πτώμα του και θα παραδοθείς
στους αστυνομικούς που θα έρθουν να σου περάσουν χειροπέδες».
Όπως ξέρουμε, ο Τεχλιριάν
δικάστηκε και αθωώθηκε για την εν ψυχρώ δολοφονία, κάτι που λειτούργησε ως μια
πρώτη απόδειξη για τα αισθήματα της ανθρωπότητας απέναντι στο τερατώδες έγκλημα
της μαζικής εξόντωσης του αρμενικού στοιχείου της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας…
Πρώτες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις
Η τραγωδία του αρμενικού έθνους
άρχισε σταδιακά αρκετά χρόνια πριν από την τελική λύση της γενοκτονίας. Ο
πανάρχαιος χριστιανικός πληθυσμός που ζούσε στην Εγγύς Ανατολή μοιραζόταν
μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αν και στην τσαρική επικράτεια ζούσε
κάτω από ένα σχετικά ανεκτικό καθεστώς (αν και δεν έλειπαν μαζικοί εκρωσισμοί).
Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία όμως το σκηνικό ήταν σαφώς διαφορετικό, αφού
υφίσταντο παντός είδους διώξεις, όπως και οι άλλοι εξάλλου χριστιανικοί λαοί
της αυτοκρατορίας (Πόντιοι, Έλληνες, Ασσύριοι κ.λπ.).
Με την ανάδυση των εθνικιστικών
αισθημάτων του 19ου αιώνα, οι Αρμένιοι βρέθηκαν στη δίνη του κυκλώνα: ο
σουλτάνος τους υποπτευόταν για αποσχιστικές τάσεις την ίδια στιγμή που οι
Ρώσοι, εποφθαλμιώντας τα εδάφη του «μεγάλου ασθενούς», της παραπαίουσας
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δηλαδή, υπέθαλπαν και έτρεφαν περαιτέρω τις όποιες
αυτονομιστικές φιλοδοξίες τους.
Κι έτσι ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Β’ δεν δίστασε να προβεί σε άγριους διωγμούς
εναντίον των Αρμενίων της επικράτειάς του, με το μαζικό πογκρόμ να βρίσκει το
αποκορύφωμά του στις ανατριχιαστικές σφαγές στο Σασούν (1894) και τις μαζικές
εκτελέσεις της διετίας 1895-1896, που στοίχισαν τη ζωή σε δεκάδες χιλιάδες
Αρμενίους.
Η επικράτηση του κινήματος των φιλελεύθερων αρχικά Νεότουρκων τον Ιούλιο του
1908, παρά τις αρχικές ελπίδες που γέννησε στην αρμενική κοινότητα για αλλαγή
πλεύσης στην πολιτική της άλλοτε κραταιής αυτοκρατορίας και χορήγηση ισονομίας
και ισοπολιτείας, δεν άλλαξε καθόλου την κατάσταση για τους χριστιανικούς
λαούς. Αντί για τον σεβασμό των συνθηκών και την πραγμάτωση των μεταρρυθμίσεων,
όπως είχε υποσχεθεί η πολιτική των Νεότουρκων, το νέο καθεστώς έγινε σύντομα
αυταρχικό, συγκεντρωτικό και «εκτουρκιστικό» και προέβη σε νέους διωγμούς των
Αρμενίων τον Απρίλιο του 1909 στα Άδανα, αλλά και την ευρύτερη περιοχή της
Κιλικίας.
Η σφαγή στα Άδανα έλαβε χώρα
στο περιθώριο επιχείρησης καταστολής πραξικοπήματος, ενσαρκώνοντας έτσι τόσο
την τουρκική προπαγάνδα εναντίον του αρμενικού στοιχείου αλλά και το ζοφερό
πλάνο που ενορχηστρωνόταν ήδη στο χαρτί. Μερίδα αξιωματικών του τουρκικού
στρατού, σε συνεργασία με ισλαμιστές σπουδαστές, επιχείρησαν να ανατρέψουν το
καθεστώς των Νεότουρκων και να επαναφέρουν τον σουλτάνο στην εξουσία. Το
απόσπασμα των δυνάμεων που στάλθηκε στα Άδανα για να καταστείλει το πραξικόπημα
στράφηκε από την πρώτη στιγμή και κατά των Αρμενίων της περιοχής, δολοφονώντας
28.000 - 30.000 ψυχές και υφαρπάζοντας το βιος τους.
«Οι χριστιανοί καίγονταν σαν τα
ζωύφια», έγραφε στην ολοσέλιδη ανταπόκρισή της (10 Ιουλίου 1909) η βρετανική
εφημερίδα «The Graphic» για όσα είχαν εκτυλιχθεί στα Άδανα λίγους μήνες
πρωτύτερα. Ο απεσταλμένος της εφημερίδας (J.L.C. Booth) περιέγραψε με ανατριχιαστική
λεπτομέρεια το τι έκανε ο μαινόμενος όχλος από πόρτα σε πόρτα, σφαγιάζοντας
χιλιάδες συμπολίτες του αρμενικής καταγωγής:
«Ομάδες αντρών έμπαιναν στα
σπίτια, τα περιέλουζαν με κηροζίνη και άναβαν φωτιές. Οι περισσότεροι άνθρωποι
καίγονταν ζωντανοί. Δεν μπορούσαν ούτε να διαφύγουν από τα φλεγόμενα κτίρια.
Στις εξόδους τους περίμεναν οπλισμένοι στρατιώτες που πυροβολούσαν όσους
έβγαιναν. Αρκετοί πηδούσαν από τα μπαλκόνια και τα παράθυρα για να γλιτώσουν.
Όσοι δεν σκοτώνονταν από την πτώση, εκτελούνταν επιτόπου».
Οι δεκάδες των θυμάτων του
1890, οι εκατοντάδες του 1894, οι χιλιάδες του 1895, οι δεκάδες χιλιάδες του
1896 και οι εκατοντάδες χιλιάδες του 1909 δεν ήταν όμως αρκετές για την
εθνοκάθαρση που ζητούσαν οι Τούρκοι στα εδάφη τους. Σύντομα οι τουρκικές ορδές
θα κατέσφαζαν εκατομμύρια αρμενίων αγωνιστών, θα εκτόπιζαν αθώους και θα
ερήμωναν τη χώρα από το χριστιανικό στοιχείο…
Η δεύτερη και κύρια φάση της εξόντωσης
Η συστηματική εξόντωση των
Αρμενίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια του Μεγάλου
Πολέμου, όταν σουλτάνος και τσάρος βρέθηκαν σε αντίπαλα στρατόπεδα. Το σχέδιο
του σκοτεινού υπουργού Εσωτερικών, Ταλαάτ Πασά, και της διαβόητης παρέας του
μπήκε σε εφαρμογή στις 24 Απριλίου 1915, με τη σύλληψη 250 επιφανών Αρμενίων
στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι εκτελέστηκαν το ίδιο βράδυ (η 24η Απριλίου
έχει καθιερωθεί ως Ημέρα Μνήμης για την Αρμενική Γενοκτονία).
Με σύνθημα «θάνατος στους
διανοούμενους», τα ξημερώματα της 24ης Απριλίου, την ίδια μέρα που έλαβε χώρα η
αποτυχημένη συμμαχική απόβαση στην Καλλίπολη, η αστυνομία της Πόλης συνέλαβε
250 (ή 300, κατ’ άλλες πηγές) διανοούμενους αλλά και προβεβλημένες προσωπικότητες
της τοπικής αρμενικής κοινότητας (δημοσιογράφους, πολιτικούς, συγγραφείς,
γιατρούς, δασκάλους κ.λπ.), με τον αριθμό να αυξάνεται αμέσως αργότερα, καθώς
το ίδιο συνέβη και σε άλλες γωνιές των οθωμανικών εδαφών. Οι περισσότεροι
βασανίστηκαν άγρια και εκτελέστηκαν ατιμωτικά, την ίδια ώρα που άλλοι
φυλακίστηκαν, εκτοπίστηκαν ή στάλθηκαν σε τάγματα θανάτου.
Η καρατόμηση της πνευματικής
ελίτ των Αρμενίων, όλων αυτών των μορφωμένων στο εξωτερικό ανθρώπων που
προσπαθούσαν δηλαδή να αφυπνίσουν τους συμπατριώτες τους ώστε να διεκδικήσουν
καλύτερη μοίρα αλλά και κοινωνική θέση στα οθωμανικά εδάφη (όλες οι
χριστιανικές και εβραϊκές μειονότητες θεωρούνταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας
στην Οθωμανική Αυτοκρατορία), θα άφηνε ακέφαλη την κοινότητα, ώστε να καταστεί
ευκολότερη η μαζική εξόντωσή της. Το ζοφερό σχέδιο της ισχυρής τριανδρίας της
αυτοκρατορίας θα έφερνε σε πέρας ο πρωτόγνωρος ζήλος των κατώτερων τούρκων
αξιωματούχων.
Οι ιστορικοί αναγνωρίζουν τρεις
ιστορικές περιόδους στη γενοκτονία των Αρμενίων, τρεις τραγικές φάσεις δηλαδή
ενός σχεδίου για το ξεκλήρισμα του πληθυσμού από τη νόμιμη πατρίδα του. Καμία
διάκριση δεν θα γίνει μεταξύ ανδρών, γυναικών, παιδιών και ηλικιωμένων. Οι
σφαγές, η κακοποίηση και οι βιασμοί γίνονταν σε ημερήσια διάταξη, καθώς οι
Αρμένιοι σε όλα τα μήκη και πλάτη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έπρεπε να εξαφανιστούν,
στο πλαίσιο του δόγματος του «παντουρκισμού», της δημιουργίας δηλαδή
ομοιογενούς τουρκικού πληθυσμού στην πολυσύνθετη αλλά καταρρέουσα αυτοκρατορία.
Στην πρώτη φάση του «Μεγάλου
Εγκλήματος», όπως το ονόμαζαν οι τραγικοί επιζήσαντες Αρμένιοι κατά τα πρώτα
χρόνια μετά την εθνοκάθαρση, περίπου 60.000 Αρμένιοι στρατολογήθηκαν στις
οθωμανικές στρατιές, αν και τα σχέδια του Ταλαάτ Πασά μόνο αθώα δεν ήταν: οι
αρμένιοι στρατιώτες αφοπλίστηκαν και εκτελέστηκαν (το ζοφερό γεγονός έλαβε χώρα
πριν από τη μαύρη επέτειο της 24ης Απριλίου).
Για τη δεύτερη φάση μιλήσαμε
πρωτύτερα και ήταν ο αφανισμός της πολιτικής και πνευματικής ελίτ των Αρμενίων,
κάτι που λογίζεται ως η συμβατική έναρξη της αρμενικής γενοκτονίας. Αν και ήταν
το τρίτο τμήμα του φρικιαστικού πλάνου που θα αποκάλυπτε στην τραγική του
ανάπτυξη το μέγεθος της εθνοκάθαρσης που είχαν εμπνευστεί οι Οθωμανοί: άντρες,
γυναίκες, παιδιά και υπερήλικες εξοντώθηκαν μαζικά και στάλθηκαν στην έρημο της
Συρίας, αφήνοντας την πείνα, τις κακουχίες και τις πορείες θανάτου να κάνουν τα
υπόλοιπα.
Η τρίτη φάση άρχισε με ομαδικές
σφαγές του αρμενικού λαού στην ανατολική Μικρά Ασία. Χαρακτηριστικό εδώ είναι
το τηλεγράφημα του Ταλαάτ Πασά (28 Απριλίου 1915) προς τους κυβερνήτες των
περιοχών αυτών: «Αποφασίστηκε να τεθεί τέρμα στο ζήτημα των Αρμενίων με
εκτόπισή τους στις ερήμους και την εξόντωση αυτού του ξενικού στοιχείου». Έως
το 1918 και την οριστική συνθηκολόγηση των Τούρκων, 1,5 εκατομμύριο Αρμένιοι θα
έχαναν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τη ζωή τους.
Οι Νεότουρκοι, που είχαν
επιστρέψει στην εξουσία από το 1913, είδαν στην κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου
Πολέμου την καλύτερη δυνατή ευκαιρία για να εκμηδενίσει την αρμενική παρουσία
από τον ιστορικό της τόπο. Η Τουρκία, συντασσόμενη με τις Κεντρικές Δυνάμεις,
εκμεταλλεύτηκε την απομόνωση της χώρας και προχώρησε με πρωτοφανή αγριότητα
στην εκκαθάριση της οθωμανικής επικράτειας από τους αρμενικούς της πληθυσμούς.
Το σχέδιο των Νεότουρκων χρονολογούνταν ήδη από το 1911, αν και ήταν στα χρόνια
του Μεγάλου Πολέμου που θα εξελισσόταν σε ευρείας κλίμακας επιχείρηση
εθνοκάθαρσης.
Όσα αθώα θύματα δεν εξοντώθηκαν
άμεσα από το οθωμανικό χέρι, πέθαναν στις πορείες του θανάτου μέχρι τις
εσχατιές της ερήμου της Συρίας, καταλήγοντας αποκαμωμένοι από την πείνα, τις
κακουχίες και τις επιδημίες, όταν δεν σφαγιάζονταν από τούρκους αστυνομικούς,
στρατιώτες αλλά και κούρδους ληστές. Χιλιάδες παιδιά δεν επιβίωσαν στον
μαρτυρικό αυτό εκτοπισμό και η φρίκη τους έγινε στον αγγλοσαξονικό κόσμο
αποτρεπτικό παράδειγμα: οι γονείς σε Αγγλία και ΗΠΑ συμβούλευαν άλλοτε τα
παιδιά τους να τρώνε όλο τους το φαγητό για να μην πάθουν ό,τι και τα παιδιά
των Αρμενίων(!).
Ο απόηχος
Η φρικαλεότητα των απάνθρωπων
πράξεων που έδωσαν σάρκα και οστά στη μεθοδική και μαρτυρική εξολόθρευση του
αρμενικού στοιχείου από τα πατρώα του εδάφη αρρωσταίνει όποιον επιχειρήσει να
τη μελετήσει νηφάλια. Η γενοκτονία του 1915 παρέμεινε ατιμώρητη από τη διεθνή
κοινότητα, παρά το γεγονός ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ως σύμμαχος των
Κεντρικών Δυνάμεων, βρισκόταν στους ηττημένους του Μεγάλου Πολέμου (η ιστορική
έρευνα έχει φέρει πια στο φως ντοκουμέντα που θέλουν τους Γερμανούς όχι μόνο να
γνωρίζουν την τραγωδία αλλά και να ενθαρρύνουν τους Οθωμανούς να εξοντώσουν
τους Αρμένιους, επειδή τους θεωρούσαν φίλα προσκείμενους στους Ρώσους).
Όπως ξέρουμε, το διάδοχο σχήμα
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Τουρκία, δεν αναγνώρισε ποτέ τη Γενοκτονία των
Αρμενίων, υποστηρίζοντας ότι επρόκειτο για μια επιχείρηση καταστολής και
εκτοπισμού όσων Αρμενίων είχαν συνεργαστεί ανοιχτά με τις ρωσικές δυνάμεις
εισβολής στην ανατολική Τουρκία (κάτι σαν θύματα εμφυλίου πολέμου κοντολογίς!).
Όσο για τον αριθμό των αθώων θυμάτων, τον καταποντίζει στις 300.000 ψυχές (λες
και πρόκειται για αμελητέο νούμερο).
Μέχρι το 2014, 21 χώρες είχαν
αναγνωρίσει επισήμως τη Γενοκτονία των Αρμενίων (Αργεντινή, Βέλγιο, Καναδάς,
Χιλή, Κύπρος, Ελλάδα, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Λιθουανία, Λίβανος, Ολλανδία,
Πολωνία, Ρωσία, Σλοβακία, Σουηδία, Ελβετία, Ουρουγουάη, Βατικανό, Βενεζουέλα,
Αρμενία), αλλά και διεθνείς οργανισμοί, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο) και το Συμβούλιο της Ευρώπης.
Τη Γενοκτονία των Αρμενίων
έχουν αναγνωρίσει επίσης οι 43 από τις 50 πολιτείες των ΗΠΑ, τρεις περιοχές της
Ισπανίας (Βασκονία, Καταλονία, Βαλεαρίδες Νήσοι), η Σκοτία, η Ουαλία και η
Βόρειος Ιρλανδία από τη Μεγάλη Βρετανία και δύο περιοχές της Αυστραλίας (Νέα
Νότιος Ουαλία και Νότια Αυστραλία).
Η επόμενη μέρα της γενοκτονίας
βρήκε το παραδοσιακό αρμενικό στοιχείο της Τουρκίας αποδεκατισμένο: από τα 3
εκατομμύρια πληθυσμού τον Απρίλιο του 2015, λίγους μήνες αργότερα (Δεκέμβριος)
οι μισοί είχαν σφαγιαστεί, εκτοπιστεί και εκπατριστεί. Από το φοβερό μαζικό
έγκλημα που δεν είχε απλώς την καθεστωτική ανοχή αλλά σχεδιάστηκε και
εκτελέστηκε από το ίδιο το καθεστώς, ελάχιστοι Αρμένιοι απ’ όσους κατάφεραν να
σωθούν παρέμειναν στην Τουρκία. Από τα 3 εκατ. του 1915, κάπου 50.000 Αρμένιοι
παραμένουν πια στα προγονικά τους εδάφη.
Περισσότερες από 400.000 ψυχές
ξεριζώθηκαν και βρήκαν νέες πατρίδες στη Δύση, με την πλειονότητα να βρίσκει
τελικά τον δρόμο προς τον Νέο Κόσμο: η αμερικανοαρμενική κοινότητα αριθμεί
σήμερα περισσότερα από 800.000 μέλη. Όλη η αρμενική διασπορά είναι αποτέλεσμα
της θηριωδίας που οι Τούρκοι κάνουν ό,τι μπορούν να μην αναγνωριστεί ως
γενοκτονία.
Πολύ πρόσφατα, στην επέτειο των
100 ετών από τη Γενοκτονία των Αρμενίων, ο Πάπας Φραγκίσκος αποκάλεσε σε
λειτουργία του στον Άγιο Πέτρο τη σφαγή του αρμενικού πληθυσμού ως την «πρώτη
γενοκτονία του 20ού αιώνα», προκαλώντας για άλλη μια φορά την άμεση αντίδραση
της Τουρκίας, η οποία ανακάλεσε επιτόπου τον πρεσβευτή της στο Βατικανό. Ο
Πάπας δεν αρκέστηκε σε αυτό αλλά κάλεσε ανοιχτά «όλους τους αρχηγούς κρατών και
διεθνών οργανισμών να καταδικάσουν τέτοια εγκλήματα με απόλυτη αίσθηση
καθήκοντος, χωρίς να ενδίδουν στη διγλωσσία ή στον συμβιβασμό».
Τρεις μόλις μέρες αργότερα και
ενώ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συνεδρίαζε για την αναγνώριση της αρμενικής
γενοκτονίας, ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε με τον γνώριμο λαϊκισμό
ότι «όποια κι αν είναι η απόφασή τους, θα μπει από το ένα αφτί και θα βγει από
το άλλο», την ίδια στιγμή που το υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας κατηγόρησε
το ψήφισμα της Ευρωβουλής λέγοντας ότι προσπαθεί να «ξαναγράψει την Ιστορία».
Η ακατανόητη άρνηση της
σύγχρονης Τουρκίας να αποδεχθεί την ιστορική αλήθεια του πρόσφατου παρελθόντος
της συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο μελέτης, αν και παρά το λυσσαλέο πείσμα
της, η αναγνώριση του μαρτυρίου των Αρμενίων προχωρά αργά αλλά σταδιακά σε
παγκόσμιο επίπεδο. Αυτός μόνο θα μπορούσε να είναι ο ύστατος φόρος τιμής στα
αθώα θύματα της εθνικιστικής έξαρσης και της φυλετικής καθαρότητας που ήθελαν
οι Τούρκοι στα εδάφη τους. Το να αναγνωριστεί η Γενοκτονία των Αρμενίων σε
οικουμενικό επίπεδο δεν είναι ζήτημα πολιτικής διπλωματίας ή ιστορικών
συμβιβασμών, είναι πρωτίστως θέμα στοιχειώδους σεβασμού στη μνήμη, τον
πολιτισμό και τη μακραίωνη ιστορία ενός λαού. Δεν θα μείνει στα αζήτητα της
Ιστορίας, δεν θα ξεχαστεί ποτέ.
Στον επίλογο του βιβλίου του («1915: Η Γενοκτονία των Αρμενίων»), ο Χασάν Τζεμάλ
αποκαλύπτει τη δική του τριβή με τον όρο «γενοκτονία». Ενώ βρισκόταν λοιπόν
στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ για μια πανεπιστημιακή διάλεξη, αναρωτιόταν αν θα
έπρεπε να χρησιμοποιήσει την επίμαχη λέξη στον τίτλο. Πότε έγραφε, πότε έσβηνε
τη λέξη και συλλογιζόταν: «Δεν το γνωρίζω; Δεν γνωρίζω την τακτική του
αφανισμού της διαφορετικότητας στην εθνικότητα, τον πολιτισμό, την ιδεολογία;
Δεν γνωρίζω πως αυτή ξεκίνησε την εποχή των Νεότουρκων; Δεν γνωρίζω πως
επιθυμούσαν μια Ανατολία αποκαθαρμένη από τους εσωτερικούς εχθρούς; Δεν γνωρίζω
πως οι αντιλήψεις των Ιττιχαντιστών και των ιδρυτών της τουρκικής δημοκρατίας
υπάρχουν ακόμη και σήμερα; Δεν γνωρίζω πως με αυτή την έννοια το 1915 είναι μια
μοιραία χρονολογία; Φυσικά και το γνώριζα! Γι’ αυτό τον λόγο ονόμασα τελικά το
βιβλίο μου “1915: Η Γενοκτονία των Αρμενίων”»…
Πηγή:
Newsbeast.gr