«Ο
Θεός υπόγραψε την Ελευθερία της Ελλάδας και δεν παίρνει πίσω την υπογραφή
του».
Θεόδωρος
Κολοκοτρώνης
«Μη
σκιάζεστε! Ο Θεός είναι Ρωμιός μωρέ, θα τους πετάξουμε στη θάλασσα».
Δημήτριος Κωστάκης
Στις δύσκολες ώρες της ιστορίας της η πατρίδα μας στηρίχτηκε πάντα στην ψυχή και τη φιλοπατρία κάποιων Ελλήνων που τη δεδομένη στιγμή αψήφησαν τον κίνδυνο, ρίσκαραν τα πάντα, νίκησαν και αποσύρθηκαν ήσυχα όταν όλα τελείωσαν και η πατρίδα δεν τους είχε πια ανάγκη. Είναι οι ίδιοι αυτοί ήρωες που δεν θα συναντήσουμε σε κάποιο σχολικό βιβλίο, αυτοί που δεν εξαργύρωσαν τη φιλοπατρία τους με το έδρανο της Βουλής, αυτοί που έγιναν τραγούδι στο στόμα του απλού λαού και η ιστορία τους μεταδόθηκε ως προφορική παράδοση από γενεά σε γενεά.
Ένας απ’ αυτούς τους σπουδαίους Έλληνες ήταν και ο Δημήτριος Κωστάκης. Γεννήθηκε στο χωριό Πεστά ή Μπεστιά της Λάκκας Σουλίου του Νομού Ιωαννίνων το 1891. Φοίτησε στο Σχολαρχείο των Άνω Πεδινών Ζαγορίου απ’ όπου αποφοίτησε με άριστα και υπηρέτησε ως δάσκαλος στα χωριά Μουκοβίνα και Ρωμανό του Νομού Ιωαννίνων. Νεαρός ακόμη, μην αντέχοντας τη σκλαβιά των Τούρκων, αναζήτησε την τύχη του στην ακμάζουσα Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου δραστηριοποιούνταν πολυάριθμοι Έλληνες. Το ξέσπασμα του πρώτου Βαλκανικού πολέμου ξυπνά στην ψυχή του Κωστάκη τη λαχτάρα για τη λευτεριά. Ταξιδεύει στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1913, φτάνει στην Πρέβεζα και κατατάσσεται ως εθελοντής στον ελληνικό στρατό, προσδοκώντας να είναι αυτή η ώρα που θα σημάνει την απελευθέρωση και της ιδιαίτερης πατρίδας του.Πράγματι η νίκη στεφανώνει τα ελληνικά όπλα και τα Γιάννινα απελευθερώνονται απ’ τον τουρκικό ζυγό μετά από 483 χρόνια. Ο πόλεμος όμως δεν σταματά για τον Κωστάκη. Κατά τα έτη 1914 - 1916 πολεμά για τη λευτεριά της Βορείου Ηπείρου συμμετέχοντας σε πολλές μάχες, όπου επέδειξε πνεύμα ηρωισμού και αυταπάρνησης. Όταν τελικά η κλαγγή των όπλων σιώπησε, του απονεμήθηκαν για τον ηρωισμό του πολλά παράσημα ανδρείας, ενώ ταυτόχρονα του ανακοινώθηκε η προαγωγή του στο βαθμό του Επιλοχία. Γίνεται μόνιμος Υπαξιωματικός εκ του στρατεύματος. Το 1919 συμμετέχει στην εκστρατεία της Ουκρανίας και προάγεται σε ανθυπασπιστή επ’ ανδραγαθία.
Το 1922 νέο θέατρο του πολέμου για τον Κωστάκη ήταν αυτή την φορά η Μικρά Ασία. Ο ηρωισμός του κι εδώ αξεπέραστος. Το όνομά του προκαλούσε φόβο και τρόμο στους Τούρκους στο Εσκί-Σεχίρ και στο Αφιόν-Καραχισάρ.
Η ήττα και η καταστροφή που ακολούθησε του αφήνουν πικρή γεύση στα χείλη, κάτι που δεν μπορεί να γλυκάνει ούτε η προαγωγή του σε ανθυπολοχαγό το 1923, ούτε καν ο γάμος του την ίδια χρονιά στα Γιάννενα που θα του φέρει τέσσερις κόρες και ένα γιο. Το 1923 επίσης ονομάζεται ανθυπολοχαγός, το 1937 παίρνει το βαθμό του Ταγματάρχη και τον Φεβρουάριο του 1940 αποστρατεύεται (ως μη αρεστός στο δικτάτορα Μεταξά). Οι προετοιμασία του πολέμου του 1940 τον βρίσκει απόστρατο ταγματάρχη πια. Μα ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει γι’ αυτόν. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου η πατρίδα εκτιμά ότι χρειάζεται για μια ακόμη φορά τις υπηρεσίες του και τον ανακαλεί στις τάξεις του στρατού ως έφεδρο εκ μονίμων.
Στους λίγους μήνες που προηγήθηκαν της κήρυξης του πολέμου μαζί με τον Διοικητή της 8ης Μεραρχίας, Υποστράτηγο Χαράλαμπο Γ. Κατσιμήτρο και το φίλο του Συνταγματάρχη Παναγιώτη Μαυρογιάννη, διοικητή του Πυροβολικού της Μεραρχίας, «οργώνουν» την ελληνοαλβανική μεθόριο ανιχνεύοντας μέρα και νύχτα όλα τα πιθανά περάσματα της πρώτης γραμμής αμύνης, στο Καλπάκι, κι όχι στη δεύτερη γραμμής αμύνης, που σχεδίαζαν οι επιτελείς στην Αθήνα που ήταν ο ποταμός Άραχθος!
Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, ξεσπά η Ιταλική επίθεση, στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Η VIII Μεραρχία καλείται να οπισθοχωρήσει, αλλά η ψυχή των Ηπειρωτών δεν υποχωρεί. Η καθοριστική μάχη θα δοθεί στο Καλπάκι.
«Δύναται να είπει κανείς χωρίς δισταγμό, ότι ίσως εκεί επάνω, εις τα βουνά της Ηπείρου, κρίνεται η τύχη ολοκλήρου του πολέμου», έγραφε η Αμερικανική εφημερίδα «Christian Science Monitor».
Μετά τις πρώτες αψιμαχίες τα Ελληνικά τμήματα προκαλύψεως σύμφωνα με το σχέδιο υποχωρούν και συμπτύσσονται στη βασική γραμμή άμυνας της VIII Μεραρχίας, στο Καλπάκι. Οι ελληνικές δυνάμεις παρατάσσονται στα υψώματα Γκραμπάλα - Ασόνισσα - Βελλά - Άγιος Αθανάσιος Βροντισμένης - Σιάτση - Μονή Σωσίνου Παρακαλάμου. Οι Ιταλικές δυνάμεις προωθούνται σε θέσεις μάχης στα χωριά Δολιανά και Παρακάλαμος. Ο λόγος περνά στα κανόνια.
Κι εδώ είναι που αναδεικνύεται η μορφή του «γεροταγματάρχη», του θρυλικού Δημητρίου Κωστάκη. Ο ταγματάρχης βρίσκεται παντού. Άλλοτε εμψυχώνει τους στρατιώτες του πολεμώντας ο ίδιος στην πρώτη γραμμή, άλλοτε καθοδηγεί με εκπληκτική μαεστρία τα κανόνια του να χτυπήσουν με απίστευτη ακρίβεια τους Ιταλούς κι άλλοτε, μες τη νύχτα μεταφέρει την πυροβολαρχία του σε απόκρημνα μέρη, απ’ όπου μόλις ξημερώνει σκορπά τον πανικό και το θάνατο στους εισβολείς. Ταυτόχρονα είναι ο φίλος, ο αδελφός και ο πατέρας συνάμα, κάθε Έλληνα στρατιώτη που πολεμά μαζί του, κάτι που μετά τον πόλεμο αποτέλεσε τίτλο τιμής για όσους είχαν την τύχη να είναι στην πυροβολαρχία του.
Βλέποντας την αρχική επίθεση να αποτυγχάνει οι Ιταλοί ρίχνουν στη μάχη δυο σπουδαίες πολεμικές ομάδες: τη Μεραρχία Κενταύρων και τη Μεραρχία Φερράρα. Τη νύχτα της 4 προς 5 Νοεμβρίου τα ελληνικά τμήματα βόρεια του Καλαμά, συμπτύσσονται για να αποφύγουν τα εχθρικά άρματα. Την άλλη μέρα ογδόντα Ιταλικά άρματα της Μεραρχίας Κενταύρων επιτίθενται στα υψώματα Καλπακίου. Τα άρματα αυτά βάλλονται από το Ελληνικό πυροβολικό με επικεφαλής τον Δημήτριο Κωστάκη, κάτω από τις ιαχές των φαντάρων μας.
«Δώσ’ του Κωστάκη! Δώσ’ του Κωστάκη!»
Κάποια άρματα καταστρέφονται ενώ τα υπόλοιπα αδυνατώντας να διαπεράσουν το τείχος της φωτιάς του Κωστάκη οπισθοχωρούν. Αντιλαμβανόμενοι ότι η δίοδος Καλπακίου δεν είναι προσπελάσιμη οι Ιταλοί κάνουν νέα απόπειρα, επιχειρώντας να διαβούν τον ποταμό Καλαμά στο ύψος του χωριού Παρακάλαμος. Όμως παρά τη μεγάλη συγκέντρωση εξήντα αρμάτων μάχης η διάβαση αποτυγχάνει καθώς δεκαπέντε άρματα βουλιάζουν στους βάλτους του Καλαμά. Την ίδια ώρα στο παρακείμενο χωριό Δολιανά, δίπλα στο άγαλμα του Γεωργίου Γενναδίου, ένας Ιταλός υποστράτηγος και δύο συνταγματάρχες παρατηρούν με κιάλια το Καλπάκι, καταστρώνοντας σχέδια προσπέλασής του. Ένα βλήμα του Κωστάκη τους στέλνει στον άλλον κόσμο, χωρίς μάλιστα να προκαλέσει ιδιαίτερες ζημιές στο άγαλμα του Γεννάδιου. Οι τρεις Ιταλοί αξιωματικοί ενταφιάστηκαν στο νεκροταφείο Δολιανών.
Είναι γεγονός ότι ο Κωστάκης δεν χρησιμοποιούσε ποτέ όργανα μέτρησης του πυροβόλου. Για όργανα μέτρησης χρησιμοποιούσε τις δύο γροθιές του και έδειχνε στους πυροβολητές: τόσες μοίρες δεξιά, τόσες αριστερά. Και αυτοί έριχναν τα βλήματα με απόλυτη ακρίβεια, όπως την είχε προσδιορίσει ο Κωστάκης. Οι ιστορίες της εξωπραγματικής ευστοχίας της πυροβολαρχίας του είναι πραγματικά απίστευτες. Εξίσου απίστευτος είναι και ο δικός του ηρωισμός, κάτι που δεν τον εμπόδιζε να φανερώνει συνεχώς τον άνθρωπο και να είναι μεγαλόψυχος και πονόψυχος απέναντι στον πόνο Ελλήνων και Ιταλών, κάτι που του αναγνώριζαν ακόμη και οι εχθροί.
Χαρακτηριστικό είναι και το ακόλουθο επεισόδιο. Στις 30 Οκτωβρίου στο χωριό Κουκλιοί, ένα ολόκληρο Σύνταγμα με 1.200 αιχμαλώτους Ιταλούς έπεσε στα χέρια του Κωστάκη. Ο Ιταλός Συνταγματάρχης είπε:
«Θα ήθελα να δω τον περιβόητο ταγματάρχη Κωστάκη».
Όταν ο Κωστάκης του είπε ποιος είναι, ο Ιταλός πήδηξε απ’ τ’ άλογό του και γονάτισε μπροστά του. Ο Κωστάκης τον σήκωσε και κουβέντιαζε για ώρα μαζί του, φιλικά.
Όταν ο Ελληνικός στρατός μπήκε στην Αλβανία, επιχειρώντας τη μεγάλη του αντεπίθεση, ο Κωστάκης έδειξε πάλι το μεγάλο του ανθρωπισμό. Μια μέρα έδωσε φαγητό σ’ έναν πεινασμένο Αλβανό, αν και γνώριζε ότι τα δύο του παιδιά υπηρετούσαν στον Ιταλικό στρατό και συμβούλεψε τους στρατιώτες του:
«Όταν παίρνετε κάτι απ’ τους φτωχούς Αλβανούς, να το πληρώνετε. Ή σε χρήμα ή σε είδος. Και αν κάποιος πεινάει, δώστε του να φάει. Δεν φταίνε σε τίποτε οι φτωχοί άνθρωποι, που δεν θέλανε τον πόλεμο».
Ταυτόχρονα όμως ο Κωστάκης ήταν κι ένας ένθερμος πατριώτης που αντιλαμβανόταν ότι η σωτηρία της πατρίδας ήταν στα δικά τους χέρια. Για το λόγο αυτό χαιρόταν σαν μικρό παιδί όταν κατάφερναν κάποιο καίριο χτύπημα εναντίον των εισβολέων, αν και ως άνθρωπος λυπόταν για την απώλεια της ζωής τόσων νέων ανθρώπων. Χαρακτηριστική αυτής της νοοτροπίας είναι η ιστορία που διέσωσε ο Αρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Βασιλόπουλος:
«Το Ιταλικό παρατηρητήριο βρισκόταν τότε σε πλεονεκτική θέση. Είχε ανέβει ό παρατηρητής στο καμπαναριό ενός εξωκλησιού. H δε θέσις του ήταν τόσο καλή, ώστε έδινε ακριβή στοιχεία στους Ιταλούς και οι βολές του πυροβολικού ζαλίζανε τους δικούς μας…
‘’Κύριε Ταγματάρχα’’, φώναζαν οι πυροβοληταί του Κωστάκη, ‘’στο καμπαναριό είναι ο παρατηρητής τους. Να του ρίξωμε…’’
‘’Όχι, παιδιά. Εκκλησία δεν κτυπάω εγώ’’, είπε ο πιστός αξιωματικός.
Το κακό όμως είχε παραγίνει. Καυτό σίδερο ξερνούσε το Ιταλικό πυροβολικό. Τότε ο Κωστάκης κοίταξε το καμπαναριό και καθόρισε συντεταγμένες. Με τα δάχτυλά του υψωμένα, έκανε τον τελευταίο υπολογισμό. Και με μια οβίδα έκοψε το Καμπαναριό μονάχα, γκρεμίζοντας και εξολοθρεύοντας τον παρατηρητή. Το εκκλησάκι εξακολουθούσε να μένη ανέπαφο στην ερημιά…
Ήταν ένα σύμβολο. Γκρεμίστηκε το καμπαναριό, αλλά όχι η Εκκλησία. Γίνονται θυσίες, αλλά η πίστις μένει».
Παροιμιώδης υπήρξε η ευστοχία του Ελληνικού πυρπολικού και θρύλος έγινε το όνομα του Κωστάκη, με τις επιτυχίες αυτές. Όταν παίρνανε συσσίτιο οι Ιταλοί, εκείνος έριχνε τις οβίδες του μέσα στο καζάνι.
‘’Τους λυπόμουνα σαν ανθρώπους, αλλά τι να έκανα; Όταν έβλεπα να τους τινάζουν οι οβίδες στον αέρα, εράγιζε η καρδιά μου. Αλλά να τους αφήσω να περάσουν να μας σκλαβώσουν, να ατιμάσουν τις γυναίκες και τις νέες μας; Να μας κάνουν Φράγκους και να χάσωμε την Ορθοδοξία μας; Αυτό ήταν αδύνατο… Δεν το ήθελε ο Θεός’’».
Η ευστοχία του πυροβολικού υπό την καθοδήγηση του Κωστάκη ήταν απίστευτη. Κάποτε οι Ιταλοί έπαιρναν συσσίτιο στα νερά της Σιταριάς. Μια ομοβροντία από τα πυροβόλα του Κωστάκη και το καζάνι των Ιταλών, όπου έβραζε το φαγητό, τινάχτηκε στον αέρα! Ο ταγματάρχης Κωστάκης που έβλεπε την κατάληξη της βολής με τα κιάλια πέταξε το δίκοχό του στον αέρα και έβγαλε κραυγή ενθουσιασμού.
Στο Μουσείο Αργυροκάστρου μάλιστα σώζεται Ιταλικό κανόνι, στο οποίο υπάρχει η ελληνική οβίδα, που έστειλε κατ’ ευθείαν στην μπούκα του ο θρυλικός ταγματάρχης Κωστάκης.
Αγαπούσε πολύ τους στρατιώτες του και ένιωθε ένας απ’ αυτούς. Χαρακτηριστική είναι η ιστορία κατά την οποία κάποια στιγμή στο Καλπάκι ο Κωστάκης έμεινε τελευταίος στην ουρά, με την καραβάνα στο χέρι, για να πάρει συσσίτιο. Οι στρατιώτες του έκαναν χώρο να περάσει ο αρχηγός τους αλλά αυτός αρνήθηκε λέγοντας στους έκπληκτους φαντάρους:
«Ήρθα αργά και αυτή είναι η σειρά μου. Ενώπιον της Πατρίδος δεν υπάρχει διάκριση στρατιωτών και αξιωματικών. Είμαστε όλοι ίσοι».
Μια άλλη φορά του έφεραν ένα τετράδιο για να γράφει τις ποινές.
«Τι είναι αυτό, λοχαγέ», ρώτησε το λοχαγό που του το έφερε.
«Το ποινολόγιο, κύριε Ταγματάρχα» αποκρίθηκε εκείνος.
Ο Κωστάκης έγινε έξω φρενών.
«Πέταξέ το από εκεί. Να μην το ξαναδώ. Τα παιδιά (έτσι ονόμαζε πάντα τους φαντάρους) ήρθαν να υπηρετήσουν την πατρίδα και όχι να περάσουν στο Πταισματοδικείο. Να αγαπάτε μωρέ τα παιδιά και αυτά γίνονται θυσία για σας».
Ο λογοτέχνης 'Αγγελος Τερζάκης, που βρέθηκε στο μέτωπο σμιλεύει στο βιβλίο του «Απρίλης 1946», στο κεφάλαιο «Νεροποντή», την προσωπικότητα του «γεροταγματάρχη»:
«…Από καιρό, προτού ακόμη μπούμε στα Αλβανικά χώματα, μας ακολουθούσε η φήμη ενός γεροταγματάρχη του πυροβολικού, εφέδρου εκ μονίμων. Είχε τη διοίκηση μιας μοίρας ορειβατικού. Σκαρφάλωνε στ’ αρβανίτικα βουνά έστηνε τις πυροβολαρχίες του μονονυχτίς, στις πιο απίθανες κορφές που μονάχα ο ήλιος βλέπει. Και χαράματα την άλλη μέρα, ράντιζε τον σαστισμένο εχθρό με φωτιά και με σίδερο, του βούλωνε τα κανόνια. Ο τρόπος που ήξερε να χειρίζεται το πυροβολικό του χωρίς να χάνει ούτε βολή, η λεβέντικη παλληκαριά του η δυσανάλογη με τα χρόνια που τον βάραιναν, άλλες ακόμη πολεμικές αρετές συνδυασμένες με βαθιά συναδελφικότητα για τον φαντάρο τον έφεραν στην ολόπρωτη γραμμή των αρχηγών του αγώνα… Ήταν εγγύηση η συνεργασία του ταγματάρχη Κωστάκη, σε μίαν οποιαδήποτε επιχείρηση...
...Έφευγε χαράματα και γύριζε αργά το βράδυ αλλαγμένος, φρέσκος χαρούμενος με το ρόδισμα της γλυκιάς αμαρτίας στο γεροντικό μάγουλο του…
...Μια τέτοια μέρα περνώντας με το αυτοκίνητο την κοιλάδα του Δρίνου παίρνει το μάτι του, κάπου σε χωράφι έναν ξύλινο σταυρό. Πρόσταξε να σταματήσουν. Κατέβηκε. Ήταν ο πρόχειρος τάφος κάποιου ανώνυμου πυροβολητή. Στάθηκε σκεφτικός ο Κωστάκης μπροστά στον τάφο. Στο σκαμμένο μάγουλο του κυλήσανε δύο χοντροί κόμποι δάκρυα. Την άλλη μέρα ξαναμπαίνει στο αυτοκίνητο μαζί με τον παπά του στρατηγείου. Τραβάει τον ίδιο δρόμο και φτάνοντας στον ξύλινο σταυρό σταματάει πάλι. Κατεβαίνει και βάζει τον παπά να ψάλει τρισάγιο. Θα πίστευε ίσως πως εκπληρώνει έτσι ένα θρησκευτικό του χρέος. Όμως για σένα που τον ήξερες, η πράξη του αυτή είχε άλλο νόημα. Ήτανε το μνημόσυνο ενός πατέρα στον τάφο του παιδιού του…
…Θεός εφέσιος στεκότανε για μας, εκεί στην Αλβανία, ο Κωστάκης. Τον ακούγαμε, μα δεν τον είχαμε ιδεί. Τον καιρό που βρισκόμουνα στο στρατηγείο, ο Κωστάκης πολεμούσε αδιάκοπα με τις πυροβολαρχίες του στη Χειμάρα και σ’ άλλες περιοχές της Βορείου Ηπείρου. Ξάφνου ο Αρχηγός Πυροβολικού, που ήταν συντοπίτης και φίλος, αποφάσισε να τον ξεκουράσει. Τον μετακάλεσε στο στρατηγείο για ένα διάστημα.
Η είδηση κυκλοφόρησε αστραπιαία:
‘’Έρχεται ο Κωστάκης!’’
Περιέργεια ανυπόμονη, συγκίνηση γέμισε όλους εμάς, που τον καρτερούσαμε να φτάσει. Και μια μέρα, το βήμα του βαρύ, βροντερό, αντρίκιο, ακούστηκε ν’ ανεβαίνει τη σκάλα της Διοίκησης Πυροβολικού.
Ήταν ένας μάλλον ψηλός στ' ανάστημα γέροντας, πρόσωπο χαρακωμένο από τα χρόνια και τις κακουχίες. Βροντούσε περπατώντας με την αχώριστη μαγκούρα του με νταηλίκι πεισματερό.
‘’Γεια σας παιδιά!’’
Σταθήκαμε προσοχή να περάσει. Όμως στα χείλη μας σχεδιάστηκε κιόλας ένα χαμόγελο φιλικό. Ο γέροντας αυτός με την κολοκοτρωνέικη μορφή, την κόψη του οπλαρχηγού, ήταν ανώτερός μας, όμως όχι και διαφορετικός. Ο ταγματάρχης Κωστάκης ερχόταν ολόισια από τα σπλάχνα του λαού».
Παραμονές Χριστουγέννων του 1940 ο Κωστάκης βρισκόταν στη Μπολένα και ζήτησε άδεια του Στρατηγείου να κτυπήσει τον Αυλώνα και να ρίξει τους Ιταλούς στη συνέχεια στη θάλασσα, μια εύκολη γι’ αυτόν υπόθεση. Οι Άγγλοι αντέδρασαν για τους δικούς τους επιχειρησιακούς λόγους, και η άδεια δεν δόθηκε ποτέ. Ο ήρωας πήγε να σκάσει απ’ την στενοχώρια του. Τον λυπήθηκαν ακόμη και οι στρατιώτες, στους οποίους είπε:
«Πολέμησα και το 1912-13. Μέχρι εδώ φθάσαμε και τότε, δυστυχώς μέχρι εδώ σταματήσαμε και τώρα».
Κάποτε ο πόλεμος τελείωσε και ο Κωστάκης γύρισε στο σπίτι του στα Γιάννινα, μετά τη συνθηκολόγηση. Ήταν ο πρώτος που συνέλαβαν οι φασίστες μπαίνοντας στα Γιάννενα. Η εθνική αντίσταση έχασε έτσι τον άνθρωπο που θα μπορούσε να την καθοδηγήσει. Ο γεροταγματάρχης κρατήθηκε αρχικά στην Ιταλία, μετέπειτα στη Γερμανία και τελικά στην Πολωνία, απ’ όπου απελευθερώθηκε από τα Ρωσικά στρατεύματα τον Αύγουστο του 1945 και γύρισε στα Γιάννινα.
Βρήκε την πατρίδα ρημαγμένη και τους Έλληνες με το όπλο στο χέρι και το μίσος για τον αδερφό στην καρδιά. Ο Κωστάκης ως αγνός και πραγματικός Έλληνας, κρατάει τα εθνικά, πατριωτικά, φιλελεύθερα και δημοκρατικά του αισθήματα, αλλά αρνείται να σκοτώσει «τα παιδιά του». Δεν συμμετέχει στα δρώμενα της εθνικής ντροπής. Ζει ενάρετα, απλά, οικογενειακά, χριστιανικά. Δεν συζητάει για τα επικά κατορθώματά του και όταν πιέζεται, λέει «τα παιδιά, αυτά πολέμησαν». Όμως δεν είναι πια η εποχή της ταπείνωσης και των ηρώων. Είναι η εποχή των ολίγιστων, των άκαπνων, των δειλών.
Ο ήρωας του Καλπακίου δεν ζήτησε απολύτως τίποτε γι’ αυτόν και την οικογένειά του, αφορμή ικανή για τους άκαπνους εθνικόφρονες αξιωματικούς των επιτελικών γραφείων που είχαν επιδοθεί σε ένα κυνήγι παρασήμων χωρίς αντίκρισμα να στερήσουν τη δόξα από εκείνον που την άξιζε πραγματικά. Τον παραγκώνισαν αποστρατεύοντάς τον με το βαθμό του Αντισυνταγματάρχη, χωρίς να του απονείμουν καν ένα βαθμό. Μικρόψυχοι κι απόλεμοι καθώς ήταν δεν του απένειμαν ούτε και τα παράσημα που δικαιούνταν επειδή του προτάθηκαν αρχικά κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ευτυχώς που δεν του αφαίρεσαν τα παράσημα που είχε ήδη λάβει, και που ήταν:
α. Πολεμικός Σταυρός Γ΄ τάξεως (δις),
β. Γαλλικός Πολεμικός Σταυρός Μεραρχίας,
γ. Βελγικός Πολεμικός Σταυρός,
δ. Αργυρούν μετάλλιο Ανδρείας,
ε. Αργυρούν Αριστείο Ανδρείας,
στ. Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας.
Οι άνθρωποι του καθεστώτος του διέθεσαν, δήθεν τιμητικά, έναν αστυνομικό ασφαλίτη για μήνες, όχι βέβαια για να τον φρουρεί, αλλά για να τον παρακολουθεί «διά ενδεχομένην αντεθνικήν δράσιν». Ο δυστυχής αυτός ασφαλίτης το ομολόγησε συμπτωματικά σε συγγενή του Κωστάκη, χρόνια αργότερα, χωρίς να γνωρίζει την ταυτότητά του! Φοβόταν οι δειλοί τον ήρωα έστω κι αν απέφευγε οποιαδήποτε συμμετοχή στο αδερφοφάγωμα.
«Γνώρισα τον πατέρα μου όταν ήμουν 5 ετών. Αυτό γιατί μετά την συνθηκολόγηση συνελήφθη και μεταφέρθηκε στην Ιταλία και από εκεί στην Γερμανία και τα σύνορα με την Πολωνία ως όμηρος» αναφέρει ο 73χρονος Λευτέρης Κωστάκης, γιος του Ταγματάρχη, και συνεχίζει: «Από το πεδίο της μάχης έφυγε μόνο λίγες ώρες, για να έρθει στο σπίτι μας, την ημέρα που γεννήθηκα. Ήταν Μάρτιος του 1941. Από τότε και εκείνος δεν με είχε ξαναδεί».
Ο Λευτέρης Κωστάκης, περιγράφει τον ταγματάρχη, ως άνθρωπο σεμνό και αυστηρό μαζί.
«Ήταν λιγομίλητος χωρίς έπαρση. Όταν δεχόταν συγχαρητήρια για τη δράση του, χαμογελούσε χωρίς να το δείχνει. Αγαπούσε τους φαντάρους σαν δικά του παιδιά. Άσπρισαν τα μαλλιά του μέσα σε μία νύχτα γιατί ξεψύχησε στα χέρια του ένας λοχαγός, αγαπημένος του φίλος, από βολή ιταλικού πολυβόλου».
Ο ταγματάρχης Κωστάκης, όπως αποκαλύπτουν τα παιδιά του, είχε πάντα μαζί του την Αγία Γραφή, καθώς και μία εικόνα της Αγίας Βαρβάρας, την οποία είχε βρει το 1923, κατά την οπισθοχώρηση στα περίχωρα του Ουσάκ σε κάποια μισοκαμένη εκκλησία.
Μετά τον πόλεμο ασχολήθηκε με κοινωνικό έργο, ενώ ήταν και επίτροπος στην εκκλησία της γειτονιάς του στα Ιωάννινα στην Αγία Μαρίνα.
Στις 3 Νοεμβρίου 1961, ο θάνατος, που δεν ξεχωρίζει δειλούς και γενναίους, νίκησε τον γεροταχματάρχη. Στην κηδεία τον τίμησαν όλοι οι συναγωνιστές του, οι φαντάροι που επέζησαν και συμπολίτες του. Η Πολιτεία έλαμψε δια της απουσίας της.
«Δεν υπήρχε εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης. Ούτε ένα στεφάνι. Ούτε ένας τιμητικός πυροβολισμός πάνω από τον τάφο του, ούτε κιλλίβαντας, γιατί ήταν δημοκράτης» αναφέρει η κόρη του.
Το φέρετρό του στολίστηκε με λίγα αγριολούλουδα, μαζεμένα στο Καλπάκι και το συνόδευσαν οι συγγενείς του ήρωα και απλοί άνθρωποι του λαού, που τον λάτρευαν.
Τον Κωστάκη τον λάτρεψε και τον τίμησε ο απλός λαός. Χαρακτηριστικό είναι το Αλβανικό δοξαστικό τραγούδι, που μετέφρασε ο Βασίλης Κώτσιας, που αποδεικνύει ότι ο Κωστάκης λατρεύτηκε και πέρα απ’ τα σύνορά μας.
Σειούνται το Βρανίστ’ και το Τερμπάτσι
χτυπάει το κανόνι του Κωστάκη
οι οβίδες πέφτουνε στο Μπράτι.
Ο Κωστάκης ο Γραικός όταν χτυπάει
χαμένη μια οβίδα δεν του πάει,
τους Ιταλούς παντού κατατρομάζει
τον τόπο όλον με πτώματα σκεπάζει.
Εσύ, Κωστάκη, εγίν’κες ξακουστός,
όπου χτυπάς όλα τα σκέπει ο καπνός.
Στο Ελίμι τέσσερα κανόνια
σε κάτι γούρνες τα ‘θαψες αιώνια.
Οι Ιταλοί σε κάθε μέρος και μεριά
πυροβόλα στήσανε βαριά,
μα κανένα όμως στο στόχο δε χτυπά.
Τετρακόσια βλήματα ξοδέψαν
μια γέφυρα να ρίξουν δε μπορέσαν,
τη γέφυρα του Λιάσκου στο Κουτς ψηλά,
ούτε κανόνι, ούτ’ αεροπλάνο την κουνά.
Με κανόνια οι Έλληνες και πυρομαχικά
αράδ’ αράδα πάνω της περνούνε
από την ποταμιά ανηφορούνε
και για το Καλαράτ ίσια τραβούνε.
Συμπαραστάτες έχουν και τους Αλβανούς
ενάντια στο Ντούτσε και τους Ιταλούς,
γιατί κι οι Αλβανοί τους έχουνε εχθρούς.
Με αυτούς τους γίγαντες γράφτηκε στην Πίνδο και τα βουνά της Βορείου Ηπείρου το μεγάλο έπος του ‘40, που άφησε εμβρόντητο όλο τον πολιτισμένο κόσμο. Ο μικρός Δαυίδ νικούσε για μια ακόμη φορά τον γίγαντα Γολιάθ. Στηριγμένος στο αίμα των παιδιών του. Γιατί πάνω απ’ όλα η εποποιία του ’40 ήταν το απόλυτο κάλεσμα για θυσία, ένα αλλόκοτο μεθύσι που συνεπήρε όλο το λαό και τον οδήγησε να βροντοφωνάξει πως θα διαφύλαττε την ελευθερία και την ακεραιότητα του τόπου με την ανάσα του και το αίμα του.
Γι’ αυτό δεν πρέπει ούτε για μια στιγμή να ξεχάσουμε. Γιατί αυτή τη φορά οι ήρωες είναι πολύ κοντινοί μας. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας. Κι αν άλλες γενιές θαύμαζαν τον Κολοκοτρώνη και τον Καραϊσκάκη, σεμνοί ακόλουθοί τους οι ήρωες της Αλβανίας.
«Πού πολέμησες εσύ;» ρωτούσαν μετά την Επανάσταση του 1821. Κι ο αγωνιστής απαντούσε με καμάρι:
«Ήμουν με τον Κολοκοτρώνη!» ή «Ήμουν με τον Καραϊσκάκη!»
Χρόνια αργότερα, μετά την εκστρατεία στη Μικρά Ασία:
«Ήμουν με τον Πλαστήρα!»
Και μετά το Καλπάκι και την Αλβανία ο αγωνιστής απαντούσε με αστραφτερή και χαρούμενη ματιά:
«Ήμουν με τον Κωστάκη! Είδα τον Κωστάκη!»