Γάιδαρος
Αγγελική
φωνή, γαϊδάρου στόμα!
Ακάλεστος
γάιδαρος!
Ακόμη στο
γκατζιόλι (γαϊδούρι) δεν ανέβηκε, τα ποδάρια κουνάει!
Άλλα
λογαριάζει ο γάιδαρος κι άλλα ο γαϊδουρολάτης.
Άλλα λογιάζει
(ή μετράει ή σχεδιάζει) ο γάιδαρος κι άλλα ο γαϊδουριάρης!
Άλλα νουνίζ’
ο γάιδαρος κι άλλα η γαϊδουρίνα!
Αν άκουγε ο
Θεός τα κοράκια θα ψοφούσαν τα γαϊδούρια όλα!
Αν δεν
κλωτσήσει ο γάιδαρος, δεν τονε ξεφορτώνουν!
Αν δεν πέσει
ανάσκελα ο γάιδαρος, Θεό δε βλέπει.
Αν έσφαλε ο
γάιδαρος, τι φταίει το σαμάρι;
Αν κελαηδάει
ο γάιδαρος, γκαρίζουν τ’ αηδόνια!
Ανέβη ο
γάιδαρος στην καρυδιά.
Άνθρωπος
κοιμώμενος γάιδαρος δεμένος.
Άνθρωπος
μεθυσμένος, γάιδαρος σαμαρωμένος.
Άνθρωπος
ξετσίπωτος, γάιδαρος αδέσποτος.
Αν νόγαγαν
τα γαϊδούρια, θα σκότωναν τ’ αφεντικά τους.
Αντί να
βογγάει ο γάιδαρος, βογγάει το σαμάρι!
Άντρα
γουρούνι γάιδαρο, το ποιον να πρωτοκλάψω;
Αν
χωρατέψεις με το γάιδαρο, θα σε χτυπήσει στο πρόσωπο με την ουρά.
Αξαίνει ο
γάιδαρος, κονταίνει το σαμάρι.
Από γάιδαρο,
γαϊδουριά να περιμένεις.
Απ’ τα γρίβα
τ’ άλογα, στα κούντρικα γαϊδούρια!
Απολύθηκε ο
γάιδαρος; Αλιά από τα λάχανα.
Απροσκάλεστος
γάιδαρος, έτοιμος σύντεκνος!
Αρχόντου
λόγος και πορδές γαϊδάρου, ένα.
Αρχοντοχωριάτης,
χοντρογάιδαρος.
Βαγενάδες
και γαϊδάροι, ένα μήνα έχουν τη χάρη.
Βαράει το
σαμάρι ν' ακούσει ο γάιδαρος.
Βόδι λαμνάτο
αγόραζε και γάιδαρο καμπούρη.
Βόσκει ο
γάιδαρος εκεί που θα τον δέσουν.
Βρήκε ψόφιο
γάιδαρο και του ’βγαλε τα πέταλα.
Βρόμη δείξε
του γαϊδάρου κι έρχεται.
Γάιδαρο
Απρίλη πήρα, στο βίκο τον επήγα, του ‘δωκα φαγανιά και μου ‘δωσε κλοτσιά.
Γάιδαρο με
σέλα και τσοπάνο με ομπρέλα.
Γάιδαρο που
δεν εμποδίζει, άφησέ τον να γκαρίζει!
Γάιδαρο
σκουντάς, πορδές θ’ ακούσεις!
Γάιδαρος
αμολητός κύρης και νοικοκύρης!
Γάιδαρος
αμολητός, μαγκουφιά (ή συμφορά) στα λάχανα!
Γάιδαρος
δεμένος, αγάς εξασφαλισμένος.
Γάιδαρος
δεμένος, νοικοκύρης αναπαμένος.
Γάιδαρος
είναι ο γάιδαρος κι αν εφορεί και σέλα, κι η γριά κι αν εμορφίζεται δε γίνεται
κοπέλα!
Γάιδαρος
νεροκουβαλεί, τ’ αφεντικό τρώει και πίνει.
Γάιδαρος
ξεκαπίστρωτος!
Γάιδαρος που
δεν μποδίζει, άφησέ τον κι ας γκαρίζει.
Γάιδαρος την
αυγή, γάιδαρος το γιόμα γάιδαρος και την νυχτιά, με γαϊδουριά στο στόμα.
Γαϊδάρου
λαλείς, πορδές ακούς.
Γαϊδάρου
λύρα έπαιζαν κι αυτός τ’ αυτιά του τάραζε!
Γαϊδουρινή
υπομονή, αφεντική ζωή.
Γαϊδουρινή
υπομονή, ποτέ κακό δεν προξενεί.
Γαϊδούρι
στον κατήφορο, μουλάρι στον ανήφορο και άλογο στον κάμπο!
Γαϊδουρινό
πείσμα!
Γαϊδουρινό
το πρόσωπο, ζωή χαριτωμένη!
Γαϊδουρινό
φιλότιμο!
Γαϊδουροκαλόκαιρο!
Γαμεί γαϊδούρα στην ανηφόρα.
Γαμεί γαϊδούρα στην ανηφόρα.
Γέρος
γάιδαρος, καινούρια περπατησιά!
Για μισό
πούντο έχασε ο μισέ-Τζανής το γάιδαρό του.
Για το
γαϊδούρι του τεμπέλη έκανε ο Θεός τ’ αγκάθια.
Γίνεται το
γαϊδούρι άλογο;
Γκάριξε ο
γάιδαρος κι είπε άχερος.
Γκαστρώνει
γαϊδούρα στον ανήφορο!
Γομάρι σ’
έριξε, γομάρι θα σε σηκώσει!
Δείξε βρώμη
στο γάιδαρο κι έρχεται.
Δανεικά
ξυόνται οι γαϊδάροι.
Δεν ξέρει να
μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρο.
Δεν μπορεί να δείρει το γάιδαρο και δέρνει το σαμάρι.
Δεν μπορεί να δείρει το γάιδαρο και δέρνει το σαμάρι.
Δέσε το
γάιδαρο κι ας τον φάει ο λύκος.
Δίνει του
σκύλου άχυρα και του γαϊδάρου κρέας!
Δουλεύουν τ’
άλογα και τρώνε τα γαϊδούρια!
Δυο γάιδαροι
μαλώνανε σε ξένη μαντζαδούρα.
Δυο γάιδαροι
μαλώνανε σε ξένο αχερώνα.
Δυο γαϊδάρ’
στουν ίδιον τουν ταβλά.
Δυο γαϊδάρων
άχυρα δεν ξέρει να μοιράσει!
Εγώ γαϊδούρι
έχασα, χορτάρι μη φυτρώσει.
Εγώ μιλάω,
γαϊδούρια κλάνουνε!
Έδεσε το
γάιδαρό του!
Είναι
γάιδαρος με περικεφαλαία!
Είναι για το
γάιδαρο καβάλα.
Είπαν τα
γαϊδουρόπουλα την μάνα τους γαϊδούρα.
Είπε ο
γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα!
Είσαι
γαϊδούρι ξεσαμάρωτο!
Είσαι για το
γομάρ’ καβάλα!
Είσαι ένα
γαϊδούρι και μισό!
Έκαμα το
γάιδαρο κι ετσούλωσε τ’ αυτιά του και πήρε το σαμάρι του και πήγε στην κυρά
του!
Ελάκτισεν ο
γάιδαρος και δέρουσι το σάγμα!
Έχασε το
γάιδαρο και χολιάζει (λυπάται) το σαμάρι.
Έχει
γαϊδουρινή υπομονή!
Ζωντόβολο
επήγε, γαϊδούρι γύρισε.
Η γαϊδάρα
έκανε σαράντα πουλάρια, αλλά το σαμάρι το φορεί.
Η γαϊδούρα
σαράντα πουλάρια έκανε και το σαμάρι δεν της έλειψε!
Η κατάρα
είναι γαϊδούρα που επιστρέφει πάντα στον αφέντη της!
Ήλιος και βροχή,
παντρεύονται οι φτωχοί, ήλιος και φεγγάρι, παντρεύονται οι γαϊδάροι!
Ήταν στραβό
το κλήμα, το ‘φαγε κι ο γάιδαρος!
Και
παντρεμένος γάιδαρος κι ανύπαντρος γαϊδούρι!
Και στο
δήμαρχο να πας, γαϊδουρινή θα τηνε φας!
Και τα βαριά
στο γάιδαρο και τα ελαφριά στο γάιδαρο.
Κάλλιο
γάιδαρος δικός μου, παρά νιο άλογο και ξένο.
Κάλλιο
γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε!
Κάλιο κουτσό
γάιδαρο, παρά τσινιάρικο μουλάρι.
Κάνε αστείο
σε γαϊδούρι και θα φας κλοτσιά στη μούρη.
Κάποιου
χαρίζαν γάιδαρο και κοίταζε τ’ αυτιά του!
Καταλάβει
δεν καταλάβει ο γάιδαρος, τ’ αυτιά του δεν κουνάει.
Κατά τον
γιατρό και το γαϊδούρι του.
Κατά φωνή κι
ο γάιδαρος!
Κατέχει ο
γάιδαρος ίντα ’ναι το χάβιαρος;
Κι αν έχει ο
γάιδαρος φωνή, για ψάλτη δεν τον βάζουν!
Κι αν
στόλισες το γάιδαρο, γι’ άλογο δεν περνιέται!
Κλωτσιούνται
τ’ άλογα αλί απ’ τα γαϊδούρια!
Κοιμάται
όρθιος σαν το γαϊδούρι.
Κουτσαίνει ο
γάιδαρος απ’ τ’ αυτί;
Λύσε το
γάιδαρο, πιάσε τ’ αχνάρια του.
Με γάιδαρο
μην κοιμηθείς, για θα σε καβαλήσει, κι ούτε με Βλάχο γελαστείς για θα σε
μαρκαλήσει.
Μεγάλωσε το
γαϊδουράκι, μίκρυνε το σαμαράκι!
Μη γελάσεις
το γομάρι, γιατί στην ανάγκη σου θα το καβαλικέψεις.
Μη δένεις
γάιδαρο στη θέση του αλόγου.
Μη μας
βγάλουν στο γομαροπάζαρο.
Μην κοιτάς
το γάιδαρο, κοίτα τον αφέντη του.
Μήτε ο
σκύλος τρώει τ’ άχυρο, μήτε το γάιδαρο αφήνει!
Μισιακό
γαϊδούρι το τρώει ο λύκος!
Να ‘μουν το
Μάη γάιδαρος, τον Αύγουστο κριάρι, όλους τους μήνες κόκορας και γάτος το
Γενάρη!
Να
πουλήσουμε το γάιδαρο, να φτιάξουμε σαμάρι.
Να σηκωθεί ο
άνθρωπος, να κάτσει ο γάιδαρος!
Να σωπάσει ο
άνθρωπος να μιλήσει το γαϊδούρι!
Ξένο γάιδαρο
καβαλικεύεις; Γρήγορα θα σε γκρεμίσει.
Ξένο
γαϊδούρι καβαλίκεψες, μεσοστρατίς θα μείνεις!
Ξερακιανός
γάιδαρος, αφανισμός στο άχυρο.
Ο γάιδαρος
άμα πιει και ξεδιψάσει, ρίχνει στον κάδο του κλωτσιά!
Ο γάιδαρος
δεν πατά στη λάσπη.
Ο γάιδαρος
κι αν κουτσαθεί, τον λύκο καρτερεί.
Ο γάιδαρος
τον μήνα Μάρτη γκαρίζει.
Ο δούλος κι
ο γάιδαρος, πρώτοι στην αγγαρεία και τελευταίοι στο ταΐνι.
Οι βαγενάδες
κι οι γαϊδάροι ένα μήνα έχουν τη χάρη.
Ο καλός ο
πεθερός γάιδαρος καμαρωτός κι η κακή πεθερά κολοβή οχιά.
Ο καλός ο
σαμαράς σκέπτεται και τον γάιδαρο.
Ο κουζουλός
ο γάιδαρος πάντα πουλάρι δείχνει!
Ο Νοέμβρης
σαν θα έρθει τα γομάρια κλείνει μέσα!
Ο
πεινασμένος γάιδαρος, ξυλιές δε λογαριάζει!
Οι μύλοι
αργιούν, οι δούλοι αργιούν κι οι γάιδαροι σκόλη έχουν!
Όλο το
γαϊδούρι το ‘φαγες, στην ουρά κουράστηκες!
Όλοι με
χρυσά βελούδα. Ποιος βοσκάει τη γαϊδούρα;
Όποιος
κεντάει το γάιδαρο μυρίζεται τις πορδές του.
Όποιος πάει
με την αγιαστούρα, τονε τρώει η γαϊδούρα!
Όποιος πάει
πίσω από τον γάιδαρο ακούει τις πορδές του.
Όποιος
παίζει με το γάιδαρο, κλωτσιές θα φάει!
Όποιος πονά,
γαϊδουρινά φωνάζει!
Όποιος
πουλήσει τον γάιδαρό του, ζαλώνεται.
Όποιος
χαϊδεύει γάιδαρο καβαλίνες θα μαζέψει.
Όπου
αγοράσει γάιδαρο και πουλήσει γάιδαρο, είναι χειρότερος γάιδαρος.
Όσα
γαϊδουρόπουλα κι αν γεννήσει η γαϊδούρα, πάλι γαϊδούρα την φωνάζουν.
Όσα
γαϊδουρόπουλα κι αν γεννήσει η γαϊδούρα, το σαμάρι δεν το πετάει.
Όσο κάθεται
ο γάιδαρος μεγαλώνει η ουρά του (ή τ’ αυτιά του).
Όσο καλός κι
αν είναι ο γάιδαρος, πάλε γάιδαρο τον κράζουν.
Όσο κι αν
δουλέψει ο γάιδαρος, αγκάθια τον ταγίζουν.
Όσο λείπει ο
αφέντης κανένα δεν νοιάζει, μα όσο λείπει ο γάιδαρος, ούλοι βαρυγκωμάνε.
Όταν δεν
έχουν βόδια, οργώνουν με γαϊδούρια!
Όταν
ψοφήσουν τ’ άλογα, τιμή έχουν τα γαϊδούρια!
Πάει σαν τον
γάιδαρο στ’ αλώνι, μα ούτε βιάζεται, μα ούτε και θυμώνει.
Παλιός
γάιδαρος καινούρια περπατησιά δε βγάζει.
Περί όνου
σκιάς!
- Πετάει ο
γάιδαρος; - Πετάει!
Πολλά
γαϊδούρια, μοιάζουν στο παζάρι!
Που δε
μπορεί να ξεθυμάνει στο γάιδαρο, ξεθυμαίνει στο σαμάρι!
Πούλα τ’
άλογό σου και κράτα τον γάιδαρό σου.
Πούλησε το
γάιδαρο, να φτιάξει το σαμάρι.
Πρώτα πάρε
το γαϊδούρι και μετά το σαμάρι.
Σα γαϊδούρι
που παλιώνει, μα περπατησιά δε στρώνει!
Σα μανίσει ο
γάιδαρος, αμπροστερεύει το άλογο.
Σαν αυξήσει
το γαϊδούρι, το σαμάρι του κονταίνει.
Σαν
ξεπεζέψεις γάιδαρο, θα θες και το σαμάρι!
Σε ξένο
γάιδαρο καβάλα γρήγορα και κατέβα γρήγορα!
Σηκώθηκαν οι
άνθρωποι και κάτσαν οι γαϊδάροι.
Σιγά μη
στάξει η ουρά του γαϊδάρου!
Σκάει
γάιδαρο!
Στην ανάγκη
μου και το γάιδαρο λέω αφέντη.
Στο γάμο
πάει ο γάιδαρος ή για νερό ή για ξύλα!
Στο λόγγο
τρώει ο λύκος το γαϊδούρι και στο σπίτι γίνεται η ζημιά.
Στου
γαϊδάρου το χωριό όλοι κάνουν το γιατρό.
Συνεταιρικό
γαϊδούρι ή του λύκου ή του ψόφου!
Σφίγγει η
μύγα το γαϊδούρι και διαβαίνει τ’ άλογο.
Τα αγκάθια
π’ αγκυλώνουν, τον γάιδαρο τυλώνουν.
Τα άτια όταν
κλοτσιούνται, οι γάιδαροι χτυπιούνται.
Τα γαϊδούρια
με τη σειρά ξύνονται!
Τα στραβά τα
γαϊδούρια βόσκουν τη νύχτα.
Το άλογο
θέλει ντορβά, ο γάιδαρος αγκάθι το βόδι θέλει χλωρή βοσκή, κι η φτωχολογιά
τρανό ταμάχι.
Το βόδι από
τα κέρατα και τον γάιδαρο από τα πόδια να φοβάσαι.
Το γάιδαρο
δεν τον ρωτάν, όταν τον σαμαρώνουν!
Το γαϊδούρι
το δεμένο τρώει χορτάρι διαλεγμένο.
Το γέρικο
γαϊδούρι περπατησιά δεν αλλάζει!
Το ένα
γαϊδούρι θέλει ενάμιση!
Τον αγά σου
γάιδαρο και να τον δεις ποτέ μην τον καβαλήσεις.
Τον άρχοντα
και γάιδαρο να τον δεις, μην τον καβαλήσεις.
Τον δεμένο
γάιδαρο ταγίζεις και όχι τον απολυτό.
Το
πεινασμένο γαϊδούρι, τρώει όσο σανό του τύχει.
Το τρέξιμο
του γαϊδάρου δε βαστά πολύ.
Του έχεσα το
γάιδαρο!
Του γαϊδάρου
η προκοπή, άχερα μες το παχνί.
Του γαϊδουριού
αν δεν του πεις ντέέέ… Δεν κινάει ποτέ!
Του χαρίζαν
γάιδαρο και τον κοίταζε στα δόντια!
Το χαμηλό το
γάιδαρο όλοι τον καβαλάνε!
Τράβα τ’
άλογό σου, μη σε πατήσει το γομάρι μου!
Τρανή
γαϊδούρα, μεγάλη καμπούρα.
Φάγαμε το
γάιδαρο και έμεινε η ουρά του.
Φταίει ο
γάιδαρος, και δέρνει το σαμάρι.
Φυλάξου απ’
τα πισινά του γαϊδάρου και τα μπροστινά της γυναίκας!
Χάρη του
γαϊδάρου κάνεις; Κρίμα τ’ άχυρα που χάνεις!
Χρυσωμένος
γάιδαρος, πάντα γαϊδούρι είναι.
Ψήλωσε ο
γάιδαρος, κόντυνε το σαμάρι.
Ψόφησε το
γομάρι και μου ’μεινε το σαμάρι.
Ψόφησε ο
γάιδαρος μας, πάει η σεριά μας.