Ήταν κάποτε ένας αγρότης που είχε
ένα γέρικο μουλάρι. Το μουλάρι μια μέρα έπεσε μέσα στο πηγάδι του αγρότη. Ο
αγρότης άκουγε το μουλάρι να χλιμιντρίζει απελπισμένο μέσα από το πηγάδι. Αφού
εξέτασε προσεκτικά την κατάσταση, ο αγρότης λυπήθηκε το μουλάρι και αφού δεν
έβρισκε τρόπο να το ανασύρει στην επιφάνεια, κάλεσε τους γείτονες και τους
ζήτησε να τον βοηθήσουν και να γεμίσουν με χώμα το πηγάδι για να θαφτεί ζωντανό
το γέρικο μουλάρι, αφού δεν υπήρχε τρόπος να το βγάλουν από εκεί ζωντανό.
Αρχικά, το μουλάρι έπαθε υστερία,
βλέποντας να γεμίζουν με χώμα το πηγάδι. Στη συνέχεια όμως, καθώς ο αγρότης και
οι γείτονές του έριχναν φτυαριές με χώμα πάνω του, μια σκέψη πέρασε από το
μυαλό του.
Σκέφτηκε πως,
κάθε φορά που έπεφτε μια φτυαριά χώμα στην πλάτη του, θα την τίναζε και θα
πατούσε πάνω της για να ανέβει πιο ψηλά.
Αυτό έκανε, φτυαριά τη φτυαριά. «Τίναζε το χώμα από πάνω σου και ανέβαινε πιο ψηλά… τίναζε το χώμα από πάνω σου και ανέβαινε πιο ψηλά… τίναζε το χώμα από πάνω σου και ανέβαινε πιο ψηλά!», συνέχιζε να επαναλαμβάνει στον εαυτό του.
Αυτό έκανε, φτυαριά τη φτυαριά. «Τίναζε το χώμα από πάνω σου και ανέβαινε πιο ψηλά… τίναζε το χώμα από πάνω σου και ανέβαινε πιο ψηλά… τίναζε το χώμα από πάνω σου και ανέβαινε πιο ψηλά!», συνέχιζε να επαναλαμβάνει στον εαυτό του.
Δεν το ένοιαζε πόσο πονούσαν οι
φτυαριές με το χώμα που έπεφταν στην πλάτη του ή πόσο απελπιστική φαινόταν η
κατάσταση το γέρικο μουλάρι
πολέμησε τον πανικό του και απλά συνέχιζε να τινάζει το χώμα από πάνω του και
να ανεβαίνει πιο ψηλά!
Έτσι, δεν άργησε το γέρικο μουλάρι
καταβεβλημένο και εξουθενωμένο, να βγει απ’ το στόμιο του πηγαδιού
θριαμβευτικά! Αυτό που φάνηκε πως θα το έθαβε, ουσιαστικά το βοήθησε. Και όλο
αυτό συνέβη επειδή διαχειρίστηκε τις αντιξοότητες με σωστό τρόπο.