Μια φορά κι έναν καιρό, στα
παλιά τα χρόνια, ζούσε μια γυναίκα που είχε έξι παιδιά, τρεις κόρες και έναν
γιο. Ο πατέρας τους πέθανε, όταν αυτά ήταν πολύ μικρά και η μάνα τους για
να τα ζήσει δούλευε σε διάφορες δουλειές, γιατί ήταν πολύ φτωχιά.
Τα παιδιά της τα μεγάλωσε με
πολλές στερήσεις, αλλά και πολύ αγάπη και τρυφερότητα. Όταν έφτασαν σε ηλικία
γάμου, το ένα μετά το άλλο τα καλοπάντρεψε. Το καθένα απ’ τα παιδιά ζούσε πια
στο δικό του σπιτικό κι η γριά μάνα μοναχή της, μακριά τους.
Απ’ την κούραση και απ’ την
ταλαιπωρία όμως αρρώστησε βαριά κι έπεσε στο κρεβάτι χωρίς να έχει καν δύναμη
να βγει απ’ το φτωχικό της, κάτι που παρατήρησαν και οι γείτονές της και ανησύχησαν
πολύ.
Ένα πρωί λοιπόν, μια γειτόνισσα
πήγε για να δει τι έτρεχε και η γριά δεν έβγαινε πια απ’ το σπιτικό της.
Μπαίνοντας στο σπίτι τη βρήκε στο κρεβάτι, βαριά άρρωστη.
«Έλα, καλή μου γειτόνισσα, κάνε
μου τη χάρη να πας να φωνάξεις τον γιο μου τον πρωτότοκο να έρθει γρήγορα, που
την χρειάζομαι».
Πάει τότε η γειτόνισσα στον
πρωτότοκο και του λέει να πάει στην μάνα του που είναι πολύ άρρωστη. Εκείνος
όμως αρνήθηκε.
«Πες της μάνας μου ότι δεν
μπορώ να έρθω τώρα, γιατί βγάζω απ’ τα χωράφια μου τα αγκάθια, για να μπορέσω
να σπείρω».
Γυρίζει τότε πίσω η γειτόνισσα
και φέρνει τα μαντάτα στη μάνα.
«Ο πρωτότοκός σου δεν μπορεί να
έρθει γιατί βγάζει απ’ τα χωράφια του τ’ αγκάθια, για να μπορέσει να σπείρει».
Τότε η μάνα αναστέναξε στενοχωρημένη
πολύ και τον καταράστηκε:
«Την κατάρα μου να ‘χει. Τα
αγκάθια που ξεριζώνει απ’ το χωράφι του να ριζώσουν στην πλάτη του και να
τριγυρνά μ’ αυτά σαν την άδικη κατάρα. Κάνε μου μόνο την χάρη, καλή μου
γειτόνισσα, κι άντε να φωνάξεις την μεγάλη μου κόρη να ‘ρθει. Αυτή δεν θα
αρνηθεί!»
Η μεγάλη της κόρη όμως αρνήθηκε
να πάει στη μάνα της, γιατί έπλενε και είχε τα ρούχα μέσα στη σκάφη.
«Δεν μπορώ να πάω τώρα,
καημένη, να την δω γιατί πλένω».
Όταν η γειτόνισσα επέστρεψε στη
γριά και της μετέφερε την άρνηση της κόρης της, επειδή είχε τα ρούχα μέσα στη
σκάφη και έπλενε, η άρρωστη μάνα αναστέναξε, δάκρυσε και την καταράστηκε κι
αυτήν:
«Σου εύχομαι, κόρη μου, η σκάφη
που πλένεις να γίνει πια το σπιτικό σου και να τη σέρνεις όπου πας στα όρη και στα βουνά, όλη σου τη ζωή».
Φαρμακωμένη απ’ τη συμπεριφορά
των δύο μεγαλύτερων παιδιών της έστειλε την καλή γειτόνισσα να φωνάξει τη
δεύτερη κόρη της. Κι αυτή όμως αρνήθηκε βρίσκοντας ως δικαιολογία ότι ύφαινε
ένα πανί και δεν μπορούσε να παρατήσει στον αργαλειό το νήμα.
Για μια ακόμη φορά η μάνα
δάκρυσε και την καταράστηκε κι αυτήν με τη σειρά της.
«Τούτη τη μοίρα σου εύχομαι
κόρη μου, όλη σου τη ζωή να υφαίνεις μέρα νύχτα το πανί σου και σταματημό να
μην έχεις. Κι όταν νομίζεις ότι τελείωσες να σου χαλάνε οι άνθρωποι τα υφαντά
και να σε κυνηγούν παντού».
«Πίκρα μεγάλη με πότισαν τα
παιδιά μου, γειτόνισσα. Μα απ’ το Θεό να το ‘βρουν. Άντε καλή μου, κάνε κι
άλλον έναν κόπο και τρέξε να φωνάξεις τον δεύτερο γιο μου, που είναι βιολιστής,
να έρθει να μου παίξει κάτι με το βιολί του να γλυκαθεί η ψυχή μου, γιατί πολύ
πικράθηκα».
Κι ο βιολιστής όμως δεν θέλησε
να πάει στη γριά μάνα του. Επικαλέστηκε μια συναυλία που θα ‘δινε σε λίγους
μήνες και έπρεπε να εξασκείται καθημερινά στο βιολί ώρες πολλές. Δεν
προλάβαινε, λοιπόν, να πάει να δει την μάνα του.
Νέα πίκρα απλώθηκε στο στόμα
της άρρωστης, μόλις η γειτόνισσα της έφερε τα άσχημα νέα. Καταράστηκε κι αυτόν
τον γιο:
«Εσύ γιέ μου, εύχομαι να
παίζεις ολημερίς το βιολί σου, δίχως αναπαμό και στο τέλος να πέφτεις
ξεθεωμένος και να πλαγιάζεις στο κλαρί ενός δέντρου, ίδιο κούτσουρο».
Κι από τότε έγινε ο τζίτζικας.
«Ποιον θέλεις να φωνάξω τώρα;»
ρώτησε η γειτόνισσα στενοχωρημένη κι εκείνη.
«Ποιον να φωνάξεις καλή μου; Μα
τον άλλο μου γιο, τον τρίτο».
«Μα θα ‘ρθει;» τόλμησε να
ρωτήσει η γειτόνισσα.
Η γερόντισσα κούνησε το κεφάλι
της.
«Πιστεύω πως αυτός θα ‘ρθει!
Ήταν πάντα σεμνός και μετρημένος αυτός. Νοικοκύρης!»
Η γειτόνισσα πήγε στον γιο και
τον βρήκε να σοδιάζει καρπούς. Όταν του μετέφερε το μήνυμα, ο γιος, δίχως να
σταματήσει τη δουλειά, της απάντησε πως ήταν αδύνατο να τρέξει στη μάνα του εκείνη
τη στιγμή, καθώς σόδιαζε τους καρπούς της χρονιάς. Παράγγειλε της μάνας του να
κάνει υπομονή και να περιμένει να τελειώσει τη δουλειά του και θα πήγαινε.
«Όλο το χρόνο να σοδιάζεις, γιέ
μου, και ποτέ να μην μπορείς να φας παραπάνω από ένα σπυρί, μονάχα» τον
καταράστηκε κι αυτόν η μάνα του και ξέσπασε σε κλάματα.
«Πάει, πάει, γειτόνισσα», είπε
ανάμεσα στα αναφιλητά της. Ούτε ένα απ’ τα παιδιά μου δεν ήρθε να με δει. Πάει…
Θα πεθάνω και δεν θα ξαναδώ κανένα τους».
«Μα έχεις κι άλλη κόρη» είπε η
γειτόνισσα. «Να τρέξω να τη φωνάξω».
«Ωχ, καημένη, μήτε κι αυτή θα
‘ρθει. Αυτή από μικρή ήταν η πιο ζωηρή απ’ όλα τα παιδιά μου. Της άρεσαν τα
ταξίδια, τα χρώματα, οι μυρωδιές, η ομορφιές του κόσμου. Άσ’ την αυτήν. Μπορεί
και να μην θυμάται καν πως έχει μάνα…»
«Μα δεν χάνω και τίποτε να
δοκιμάσω» σκέφτηκε η γειτόνισσα και πήγε και στην μικρή κόρη νωρίς το άλλο πρωί.
Η κόρη, μόλις είδε τη γειτόνισσα, την καλωσόρισε απορημένη.
«Τι έτρεξε, γειτόνισσα, και
ήρθες να με βρεις πρωί πρωί. Μήπως η μάνα μου έπαθε τίποτε;» ρώτησε στοχαστικά.
Η γειτόνισσα αποκρίθηκε ότι
την γύρευε η μάνα της, που είναι πολύ άρρωστη. Η κόρη εκείνη τη στιγμή είχε
βάλει να ζυμώσει το ψωμί της οικογένειάς της και είχε το ζυμάρι μέσα στην
σκάφη. Παράτησε όμως το ζύμωμα κι όπως ήταν, με τη ζύμη στα χέρια, έτρεξε στην
μάνα της. Δεν θέλησε καν να πλύνει τα χέρια της, για να φτάσει κοντά στη μάνα
της πιο γρήγορα. Μόλις την είδε η γριά δεν πίστευε στα μάτια της.
«Γιατί, κόρη μου, έχεις ζύμη
στα χέρια σου;»
«Ζύμωνα, μάνα, κι έτρεξα να δω
τι έχεις».
Τότε η μάνα της την αγκάλιασε,
τη φίλησε και της είπε:
«Να έχεις την ευχή μου κόρη
μου! Να πετάς από λουλούδι σε λουλούδι, να μαζεύεις το μέλι από τα λουλούδια,
να φέρνεις την γλύκα στους ανθρώπους. Όπως γλυκιά είναι κι η καρδιά σου. Να
είσαι χρήσιμη στον κόσμο. Το ζυμάρι που έχεις στα χέρια σου να γίνει κερί, για
τις εκκλησίες. Χωρίς εσένα και το κερί σου να μην μπορεί να λειτουργήσει ο
παπάς».
Έτσι κι έγινε! Οι κατάρες κι η
ευχή της μάνας έπιασαν και τα παιδιά της έγιναν ό,τι όρισε η μάνα. Ο πρωτότοκος
έγινε σκαντζόχοιρος, η μεγάλη κόρη χελώνα, η δεύτερη αράχνη, ο βιολιστής
τζίτζικας, ο νοικοκύρης μυρμήγκι και η στερνή, η μόνη που πήρε την ευχή της
μάνας της μέλισσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου