Ο Δημήτρης Ψαθάς (1907-1979), ήταν
δημοσιογράφος, χρονογράφος, ευθυμογράφος και θεατρικός συγγραφέας.
Η καταγωγή του ήταν από την Τένεδο αλλά
γεννήθηκε στην Τραπεζούντα του Πόντου το 1907. Το 1923 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα
και αφιερώθηκε στη δημοσιογραφία και στο θέατρο. Εργάστηκε στις εφημερίδες
«Ελεύθερο Βήμα», «Αθηναϊκά Νέα», «Τα Νέα» και «Ελευθεροτυπία». Γνωστά είναι τα
χιουμοριστικά του βιβλία «Η Θέμις έχει κέφια», «Η Θέμις έχει νεύρα», «Μαντάμ
Σουσού», τα βιβλία με θέμα τους την κατοχή και αντίσταση του λαού μας «Χειμώνας
του 41» και «Αντίσταση», τα ταξιδιωτικά του «Κάτω από τους Ουρανοξύστες», «Στη
Χώρα των μυλόρδων» ενώ συνέγραψε και το περίφημο «Γη του Πόντου», χρονικό της
εξέγερσης και της γενοκτονίας των Ποντίων.
Θεατρικά του έργα, κυρίως κωμωδίες, παίχτηκαν
από τους μεγαλύτερους Έλληνες ηθοποιούς.
Ο Δημήτρης Ψαθάς πέθανε στις 13 Νοεμβρίου του
1979.
Χιονίζει. Ωραία που είναι όλα! Κάτασπρα. Χοντρές
κατεβαίνουν οι νιφάδες από το μολυβένιο ουρανό στις στέγες, στους δρόμους, στα
γυμνά κλαδιά των δέντρων.
«Πεινάω! Πεινάω!»
Άσπρες πεταλούδες στριφογυρίζουν έξω από το παράθυρό
σου σ’ ένα θεότρελο χορό και γεμίζουν πέρα για πέρα τον αέρα. Αχ, τι γοητεία!
Άσπρα είναι όλα τα πάντα, κι οι στέγες, τα μπαλκόνια, οι δρόμοι κι οι πλατείες,
κι ο τρούλος της εκκλησίας που φαίνεται μακριά αχνός μέσα στο μολυβένιο φόντο.
Γαλήνια είναι όλα και ποιητικά κι ειρηνικά και σου ’ρχεται να κυλιστείς μέσα
στο άχραντο αυτό χιόνι, που τα σκεπάζει όλα και τα πνίγει μεσ’ στη λευκή του
γοητεία.
«Πεινάω! Πεινάω!»
Καθώς ξύπνησες, σήμερα το πρωί, μαγευτικό αντίκρισες
το κάτασπρο πανόραμα πίσω απ’ τα τζάμια των παραθυριών σου. Είσαι
ευχαριστημένος; Έβρισες και ξανάβρισες τον μαύρο αυτόν χειμώνα, και κείνος το
‘βαλε πείσμα να σου δείξει πως δεν είν’ έτσι που τα λες, παρά έχει ταλέντο
καλλιτέχνη και να, που δούλεψε ολόκληρη τη νύχτα κι άφησε να ξεχειλίσει η
ποίησή του σ’ ό,τι άγγιξε. Εικόνες σου ‘φτιαξε τρελές και σκίτσα και
καρικατούρες. Άσπρο σκούφο εφόρεσε στ’ ανέκφραστο τηλεγραφόξυλο και του ’δωσε
προσωπικότητα. Μ’ άσπρους κρυστάλλινους αφρούς στεφάνωσε την καμινάδα. Άσπρη
γιρλάντα φόρεσε ακόμα και στον τενεκέ των σκουπιδιών.
«Πεινάω! Πεινάω!»
Κι όλα είναι κάτασπρα. Και άχραντα. Κι άγια και καλά.
Κι εσύ ουρανέ, που έκατσες και μας έφτιαξες αυτούς τους πίνακες, άκου δυο λόγια
απ’ τη καρδιά μας: Σπάνιο ήταν το χιόνι στην Αθήνα. Κι όταν στα πέντε χρόνια
μια φορά το βλέπαμε, βγάζαμε αλαλαγμούς χαράς και τρέχαμε να το χαρούμε. Σπάνια
μας έδινες ωστόσο αυτήν την ευχαρίστηση. Σε ευχαριστούμε για την αφθονία. Τέσσερις
φορές εχιόνισες και το ‘στρωσες εφέτος, κι έχεις διάθεση να μας χιονίσεις άλλες
δεκατέσσερις. Ω, ναι. Ωστόσο, η γραφικότητα του χιονιού δεν ήταν το μόνο που
μας έλειπε. Σ’ ευγνωμονούμε, ουρανέ. Όμως, αμάν! Νισάφι!
Ποίηση. Παγωνιά. Και πείνα. Σόμπα δεν έχεις. Κάρβουνα
δεν έχεις. Μαγκάλι δεν έχεις. Ξύλα δεν έχεις. Τσάι δεν έχεις. Ζάχαρη δεν έχεις.
Να μείνεις σπίτι; Κρυώνεις. Να βγεις στο δρόμο; Τουρτουρίζεις. Να πας στο
γραφείο; Κρουσταλλιάζεις. Στις Τράπεζες, στα Υπουργεία, σ’ όλα τα γραφεία είναι
στερεότυπο το θέαμα: όλοι οι υπάλληλοι με τα παλτά και καπέλα και τα γάντια
τους:
«Πώς τα περνάς;»
«Κρυώνω. Εσύ;»
«Παγώνω».
Παγώνεις. Κι αν είναι δύσκολο το γούστο σου, και δεν
σου φτάνει μοναχά αυτή η ποίηση του άσπρου να συγκινηθείς, φέρνεις μια βόλτα
στην Αθήνα, βλέπεις γυμνούς τους σκελετούς να μελανιάζουν, κι ακούς θρήνους,
που βγαίνουν απ’ τους δρόμους, αλήτες, ανθρωπάκους, γυναικούλες, πιτσιρίκια:
«Πεινάω! Πεινάω!»
Μονότονη, σβησμένη, επίμονη, η φωνή αυτή σε
παρακολουθεί παντού. Κάτω από τα παράθυρα σου την άκουσες πρωί πρωί και την
ακούς ολούθε όπου πας. Κι είναι σαν χιλιάδες, αμέτρητες φωνές, που ανεβαίνουν
απ’ τη χιονισμένη πόλη προς τα ύψη, ρεφραίν τραγουδιού θανάσιμου, που έγραψε ο
ανελέητος χειμώνας και το τραγουδά ολόκληρος ο πεινασμένος λαός.
Εχιόνιζε. Για τέταρτη φορά, κι ήταν χαμένα απ’ το
πρόσωπο της γης τα κάρβουνα. Κι έπειτα, ένα μήνυμα πήρε τους δρόμους μες στην
παγωνιά.
«Στη μάντρα!»
«Τι;»
«Φέρανε κάρβουνα!»
«Αλήθεια;»
Άκουγε ο ένας και πηδούσε. Και το ‘λεγε στον άλλο:
«Κάρβουνα!»
«Πού;»
«Στη μάντρα».
Κι έτρεχαν. Ξεσηκωμένη, η γειτονιά άρπαζε δίχτυα,
ντενεκέδες, σακιά, καλάθια και τσουβάλια και τραβούσε σαν τρελή στη μάντρα για
να πάρει. Κι ήταν το μήνυμα σωστό. Τσουβάλια κάρβουνα. Πενήντα; Εκατό; Σωρός.
Επέτρεψαν οι αρχές στον έμπορο να τα φέρει και να τα πουλήσει επίσημα, σε μια
τιμή που να μπορεί να πάρει ο κοσμάκης. Γιατί και πριν κατάφερνες να βρεις κάρβουνα
όταν τα πλήρωνες χρυσάφι. Αλλά εδώ ήταν με διατίμηση, κι έτσι μπορούσες κι εσύ
να πάρεις μια οκά ν’ ανάψεις το μαγκάλι σου. Είχε, λοιπόν, γίνει η ουρά κι ήταν
κοσμάκης που περίμενε μέσα στο χιόνι κι ήταν το θέαμα από τα πιο ποιητικά.
Γιατί εξακολουθούσαν να πέφτουν οι άσπρες πεταλούδες απ’ τον ουρανό πυκνές,
χοντρές και να στροβιλίζονται σ’ ένα μανιακό χορό μέσα στον παγωμένο αέρα. Κι
ήταν οι μύτες κόκκινες, τα χέρια μελανά, τα πόδια ξυλιασμένα, τα μάτια
δακρυσμένα από το κρύο. Κι απλωνόταν πέρα ως πέρα η ουρά στο δρόμο κι έτρεμε
και χουχούλιαζε και βροντούσε τα πόδια της στη γη να ζεσταθεί. Κι ήταν ακόμα
ιδιόρρυθμο το θέαμα και το άκουσμα, γιατί ήταν περίεργες οι κουβέντες της
ουράς, καθώς ο σεισμός των σαγονιών έδινε στις φωνές των ανθρώπων ένα τρέμολο,
που άλλη φορά έτσι ομαδικά, δεν το ‘χες ακούσει:
«Πο-πότε θα μοιράσουν;»
«Τω-τώρα θα μοιράσουν!»
«Τρρρρρρρ».
«Για-τι-τι-τί αργούν;»
«Δε-δε-δεν ξέρω».
«Κύ-κύριε καρβουνιάρη».
«Τ’ είναι πάλι;»
«Πο-πο-πότε θα μοιράσεις;»
«Τώρα! Υπομονή».
«Τρρρρρ».
Έκαναν υπομονή. Τι άλλο να κάνουν; Ευτυχώς τα κάρβουνα
ήταν πολλά και φτάνανε για όλους. Τυλιγόταν στο σάλι τους οι γυναικούλες, όσες
είχαν. Κι όσες δεν είχαν τρίβαν με τα χέρια το κορμί τους και ζαρώναν. Σήκωναν
τους γιακάδες, όσοι φορούσανε παλτά. Κι όσοι δεν φορούσαν χοροπηδούσανε να
ζεσταθούν. Άξιζε να κάνει κανείς υπομονή. Επί τέλους, μπορεί το πρωινό να
πέρναγε εκεί στο κρύο, στην ουρά, αλλά τ’ απόγεμα θ’ άναβε το μαγκάλι. Έξω απ’
την ουρά ήταν και κάτι σκελετωμένες γυναικούλες. Κοιτούσαν. Δεν μιλούσαν. Και
μια που θα μου μείνει αξέχαστη: Το πρόσωπό της ξερό, στεγνό σαν αγιασμένο. Μια
φούχτα κόκκαλα. Το στήθος ανοιχτό. Κρεμότανε μια πέτσα. Ο μαστός. Κι εκεί είχε
το στόμα ένα μωρό, ένα μωρό από αέρα νόμιζες, τόσο μικρό και τόσο λιγνό, που
ανατρίχιαζες. Κι από την πέτσα εκείνη βύζαινε. Φαινόταν ναρκωμένο. Κι η μάνα―
όρθια νεκρή― με χείλια και χέρια και στήθια μελανά. Πότε στεκότανε βουβή,
ακίνητη, με τα μάτια σβησμένα και τα μαλλιά να τ’ ανεμίζει ο παγωμένος αέρας,
σαν ο Πόνος να πήρε σάρκα και οστά το πρόσωπό της. Πότε πλησίαζε λιγάκι την
ουρά και πότε μια αδύνατη φωνή προσπαθούσε να αποσπάσει απ’ τους πιο πονετικούς
μια υπόσχεση ότι θα της έδιναν ένα κάρβουνο, ένα μονάχα κάρβουνο για να τ’
ανάψει και να ζεστάνει τ’ άλλα τα παιδιά της, που πεθαίνουν απ’ το κρύο και την
πείνα εκεί στο σπίτι.
«Κύ-κυ-κύριε καρβουνιάρη».
«Σώπα, ντε».
«Πα-πα-παγώσαμε».
«Τώρα, αρχίζω».
«Τρρρρρ».
Σώπα, αδερφέ. Δεν κάνει να ’σαι και τόσο ανυπόμονος.
Άλλωστε ώσπου ν’ αρχίσει η διανομή, μπορούσες να μετράς τα φορτάκια που
περνούσαν κι είχαν το καθένα δεμένο πίσω ένα φέρετρο με τον νεκρό, μπροστά έναν
παπά με τον σταυρό και μέσα δυο ή τρεις τους πιο στενούς δικούς του με τα μάτια
κόκκινα. Ύστερα μπορούσες να δεις κι άλλα αυτοκίνητα, κούρσες γυαλιστερές, με
τη σκεπή γεμάτη χιόνι, εύθυμες γελαστές παρέες μέσα, κυρίες καθώς πρέπει με
κυρίους διπλοτυλιγμένους στα παλτά τους, άλλες με Γερμανούς, άλλες με Ιταλούς,
που τραβούσαν για Κηφισιά να χαρούν το χιόνι σ’ όλη την άσπρη απεραντοσύνη του.
Κι από το ύφος και το κοίταγμά τους μάντευες τις κουβέντες:
«Κοίτα μια ουγά!»
«Τι περιμένουν;»
«Κάγβουνα!»
«Και δεν κγυώνουν;»
«Μπα. Συνηθισμένοι».
Κι άλλωστε, να! Τελείωσε. Αρχίζει η διανομή. Δόξα σοι
ο Θεός. Λάμψαν τα μάτια της ουράς. Ο καθένας με ευλάβεια πήρε τη σειρά του και
περίμενε. Ούτε κουβέντες πια. Μονάχα ο βήχας αντηχούσε. Μπήκε στην μάντρα ο
πρώτος. Πέρασε το κατώφλι της. Ανασκουμπώθηκε ο καρβουνιάρης κι ετοιμαζότανε να
ζυγίσει. Συγκίνηση. Μιλιά. Ιεροτελεστία. Τα μάτια καρφωμένα εκεί κι απ’ όλες
τις μύτες και τα στόματα έβγαινε ζεστός αχνός. Τι ανυπόφορος που ήσουνα και
λιπόψυχος που φώναζες. Νάτος ο καρβουνιάρης που βγάζει τα κάρβουνα από το πρώτο
σακί.
Κι έξαφνα ένας κρότος. Τι συμβαίνει; Μουγκρίζει και
φτάνει ένα φορτηγό γερμανικό. Και μέσα πεντέξι Γερμανοί στρατιώτες. Σταματά
μπροστά στη μάντρα και φρενάρει. Πηδούν οι Γερμανοί. Πηδά μαζί κι ένας Ρωμιός.
Καλοθρεμμένος. Κόκκινος.
«Ποιος είναι ο ιδιοχτήτης;»
«Εγώ».
«Δικά σου είν’ τα κάρβουνα;»
«Δικά μου».
«Τα ‘φερες χτες το βράδυ;»
«Ναι…»
Κι απότομα:
«Μπρος! Βοήθα κι εσύ να τ’ ανεβάσουμε στο αυτοκίνητο.
Επιτάσσονται απ’ τη γερμανική υπηρεσία, για τη γερμανική παροικία της Αθήνας».
Χωρίς χρονοτριβή. Βουτούνε τα σακιά οι Γερμανοί και τα
φορτώνουν. Πηγαίνουν. Έρχονται. Αρπάζουν. Φορτώνουν και ξαναφορτώνουν. Βοηθά
και ο καρβουνιάρης. Λος! Μαχτ. Σνέλλ! Γκρήγκορος! Τ’ αρπάζουνε σαν πούπουλα και
τα πετάνε. Το ένα απάνω στ’ άλλο μες στο φορτηγό. Και κοιτάζει η ουρά. Και
φορτώνουν. Και τρέχουν. Και βιάζονται. Και κατεβαίνει ο σωρός από την μάντρα κι
υψώνεται βουνό στο αυτοκίνητο. Και χιονίζει. Και φυσάει. Και το τρέμουλο των
σαγονιών γίνεται βροντερό. Και υψώνεται τώρα ολόκληρο βουνό στο φορτηγό. Πηδάνε
επάνω οι Γερμανοί. Μουγκρίζει τ’ αυτοκίνητο. Ευγενικός, γυρνά ο αξιωματικός
στον καρβουνιάρη:
«Αουφφίντερζέεν».
«Αουφφίντερζέεν».
Αντίο. Βρυχάται και φεύγει το αυτοκίνητο. Δίχτυα,
καλάθια, τσουβαλάκια, σάκοι, κρέμονται στα χέρια της ουράς άδεια σαν σαρκασμός.
Πρόσωπα απολιθωμένα. Και τα μάτια καρφωμένα στο αυτοκίνητο που φεύγει. Εκεί.
Κοιτάνε σα χαμένα.
Χιονίζει. Κοιτώ τη μάσκα που κρατάει το σκελετάκι στην
παγωμένη αγκαλιά. Καρφωμένη έμεινε εκεί. Κοιτά κι αυτή. Τι ήθελε η καημένη; Ένα
καρβουνάκι. Μόνο ένα. Χοντρά κυλούν τα δάκρυα απ’ τα μάτια της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου