ΩΡΑ...

Παρασκευή 13 Ιουλίου 2012

Raoul Wallenberg - «ο Άνθρωπος σε έναν κόσμο απανθρωπιάς»



Ο Raoul Wallenberg γεννήθηκε στις 4 Αυγούστου του 1912 στο Kappsta, του δήμου Lidingö , κοντά στη Στοκχόλμη. Γονείς του ήταν ο Raoul Wallenberg Oscar (1888-1912), αξιωματικός του σουηδικού ναυτικού και η Μαρία «Maj» Σοφία Wising (1891-1979). Ο παππούς του, ο Gustaf Wallenberg, ήταν διπλωμάτης.  Ο πατέρας του πέθανε από καρκίνο τρεις μήνες πριν γεννηθεί ο Raoul. Το 1918, η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε και έκανε ένα γιο και μια κόρη.  


Μετά από το γυμνάσιο και την υποχρεωτική για οκτώ μήνες θητεία του στο σουηδικό στρατό, ο παππούς Wallenberg τον έστειλε να σπουδάσει στο Παρίσι. Πέρασε ένα χρόνο εκεί, και στη συνέχεια, το 1931, πήγε στις Η.Π.Α., στο πανεπιστήμιο του Michigan για να σπουδάσει αρχιτεκτονική. Αν και η οικογένειά του ήταν πλούσια, εργάστηκε κάνοντας διάφορα μερεμέτια στον ελεύθερο χρόνο του.


Ο Raoul συνήθιζε στις διακοπές του να εξερευνά τις Ηνωμένες Πολιτείες κάνοντας ωτοστόπ. Σχετικά με τις εμπειρίες του, έγραψε στον παππού του λέγοντας:
«Όταν ταξιδεύεις σαν αλήτης, τα πάντα είναι διαφορετικά. Πρέπει να είσαι σε εγρήγορση όλη την ώρα. Είσαι σε στενή επαφή με νέους ανθρώπους κάθε μέρα. Το ωτοστόπ δίνει την κατάλληλη κατάρτιση στη διπλωματία και τη διακριτικότητα».
Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο το 1935 και επέστρεψε στη Σουηδία, για να ξαναφύγει στο Cape Town Νοτίου Αφρικής όπου εργάστηκε σε μια σουηδική εταιρεία που πωλούσε υλικά κατασκευής. Μετά από έξι μήνες στη Νότια Αφρική, πήρε μια νέα θέση εργασίας σε ένα υποκατάστημα Τράπεζας στην Ολλανδία. Επέστρεψε στη Σουηδία το 1936 και απέκτησε μια θέση εργασίας στη Στοκχόλμη, στην Κεντρική Ευρωπαϊκή εταιρία μεταφορών.
Από το 1938 το βασίλειο της Ουγγαρίας εφάρμοσε μια σειρά από αντι - εβραϊκά μέτρα σύμφωνα με το πρότυπο των λεγόμενων φυλετικών νόμων της Νυρεμβέργης, που θέσπισαν οι Ναζί το 1935. Οι νόμοι αυτοί προέβλεπαν τον αποκλεισμό των Εβραίων από ορισμένα επαγγέλματα, τη μείωση του αριθμού των Εβραίων στην κυβέρνηση και τις δημόσιες υπηρεσίες απασχόλησης, ενώ απαγόρευε και τους γάμους των Εβραίων με μη Εβραίους Ούγγρους. 


Το Νοέμβριο του 1940 η Ουγγαρία έγινε μέλος των δυνάμεων του Άξονα και τον  Ιούνιο του 1941 ένωσε τις δυνάμεις της με τις γερμανικές, στην εισβολή στη Σοβιετική Ένωση. Ο Raoul Wallenberg ταξίδεψε στην Ουγγαρία για να επεκτείνει τις δραστηριότητες της εταιρίας του και για να βοηθήσει μέλη της οικογένειας του αφεντικού του που ζούσαν στη Βουδαπέστη μέσα σε ένα κλίμα φόβου, καθώς ήταν Εβραίοι. Σύντομα έμαθε να μιλάει Ουγγρικά. Το 1941 ο Wallenberg έγινε συνιδιοκτήτης και ο διεθνής διευθυντής της εταιρείας. Με αυτή του την ιδιότητα ο Wallenberg, έκανε επίσης πολλά επαγγελματικά ταξίδια στη Γερμανία και την κατεχόμενη Γαλλία παρακολουθώντας εκ του σύνεγγυς τις γραφειοκρατικές και διοικητικές μεθόδους των Ναζί, γνώσεις που θα αποδεικνύονταν εξαιρετικά πολύτιμες γι’ αυτόν αργότερα.


Εν τω μεταξύ, η κατάσταση στην Ουγγαρία είχε αρχίσει να επιδεινώνεται. Μετά την καταστροφική ήττα του Άξονα στη μάχη του Στάλινγκραντ (στην οποία τα ουγγρικά στρατεύματα που πολέμησαν στο πλευρό των γερμανικών δυνάμεων υπέστησαν τρομερή πανωλεθρία, με τους νεκρούς να ανέρχονται σε ποσοστό 84% του ουγγρικού εκστρατευτικού σώματος) το ουγγρικό καθεστώς άρχισε κρυφές συζητήσεις για ειρήνευση τόσο με τις Η.Π.Α. όσο και με την Αγγλία. Όταν αυτό έγινε γνωστό ο Χίτλερ διέταξε την κατάληψη της Ουγγαρίας από τα γερμανικά στρατεύματα, το Μάρτιο του 1944. Πράγματι η Βέρμαχτ πήρε γρήγορα τον έλεγχο της χώρας και τοποθέτησε μία φιλική σ’ αυτούς κυβέρνηση, ενώ η πραγματική εξουσία ανήκε στο γερμανό στρατιωτικό διοικητή των  SS Edmund Veesenmayer . Με τους Ναζί να έχουν πια τον έλεγχο, η σχετική ασφάλεια που απολάμβαναν οι Εβραίοι της Ουγγαρίας τελείωσε. Τον Απρίλιο και το Μάιο του 1944 το ναζιστικό καθεστώς και οι συνεργοί του άρχισαν τη μαζική απέλαση των Εβραίων της Ουγγαρίας για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της κατεχόμενης Πολωνίας. Κάτω από την προσωπική ηγεσία του Adolf Eichmann, ο οποίος αργότερα δικάστηκε και κρεμάστηκε στο Ισραήλ για το σημαντικό ρόλο του στην υλοποίηση του προγράμματος των Ναζί «Τελική Λύση», άρχισαν να απελαύνονται από την Ουγγαρία 12.000 άτομα την ημέρα. 


Η καταδίωξη των Εβραίων της Ουγγαρίας σύντομα έγινε γνωστή στο εξωτερικό, σε αντίθεση με την πλήρη έκταση του Ολοκαυτώματος. Την άνοιξη του 1944, ο Πρόεδρος Ρούσβελτ απέστειλε τον Υπουργό οικονομικών των Η.Π.Α. Iver Olsen στη Στοκχόλμη ως εκπρόσωπό του σε μια παγκόσμια προσπάθεια να βοηθηθούν οι Ούγγροι Εβραίοι. Παράλληλα ο Olsen ήταν σημαντικό στέλεχος της OSS, υπηρεσίας κατασκοπείας των Ηνωμένων Πολιτειών.
Σε αναζήτηση πρόθυμων και ικανών ατόμων που θα μπορούσαν να πηγαίνουν στη Βουδαπέστη για να οργανώσουν ένα πρόγραμμα διάσωσης για τους Εβραίους της χώρας, ο Olsen συνέστησε μια επιτροπή που αποτελούνταν από πολλούς εξέχοντες Σουηδούς Εβραίους, οι οποίοι ανέλαβαν να εντοπίσουν το κατάλληλο πρόσωπο που θα ταξίδευε στη Βουδαπέστη, στο πλαίσιο μιας διπλωματικής κάλυψης, και θα ήταν ικανός να βοηθήσει στη σχεδιαζόμενη επιχείρηση διάσωσης. 


Η πρώτη επιλογή της επιτροπής για να οδηγήσει την αποστολή ήταν ο Count Folke Bernadotte, ο αντιπρόεδρος του Σουηδικού Ερυθρού Σταυρού και μέλος της σουηδικής βασιλικής οικογένειας. Όμως ο προτεινόμενος διορισμός του απορρίφθηκε απ’ τους Ούγγρους και ως αντικαταστάτης του προτάθηκε ο Wallenberg, ο οποίος έγινε τελικά αποδεκτός. Η επιλογή του αρχικά συνάντησε αντιρρήσεις από ορισμένους αξιωματούχους των Η.Π.Α. που αμφισβητούσαν την αξιοπιστία του, υπό το φως των υφιστάμενων εμπορικών σχέσεων μεταξύ των επιχειρήσεων που ανήκαν στην οικογένεια Wallenberg και τη γερμανική κυβέρνηση. Οι διαφορές αυτές όμως τελικά ξεπεράστηκαν.
Όταν έφτασε ο Wallenberg στη σουηδική πρεσβεία στη Βουδαπέστη, τον Ιούλιο του 1944, η επιχείρηση εναντίον των Εβραίων της Ουγγαρίας ήταν ήδη σε εξέλιξη για αρκετούς μήνες. Μεταξύ του Μαΐου και του Ιουλίου του 1944, ο Adolf Eichmann και οι συνεργάτες του είχαν απελάσει πάνω από 400.000 Εβραίους, ενώ στην Ουγγαρία παρέμεναν ακόμη μόνο 230.000 Εβραίοι. Μαζί με τους συναδέλφους του ο Σουηδός διπλωμάτης άρχισε να εκδίδει «προστατευτικά διαβατήρια» (γερμανικά: Schutz-pass), τα οποία μοίρασε σε Εβραίους. Αν και τα έγγραφα αυτά δεν ήταν νομικά σωστά, έγιναν τελικά δεκτά από τις γερμανικές και ουγγρικές αρχές, η οποίες πολλές φορές συμφώνησαν έχοντας δωροδοκηθεί. Η σουηδική πρεσβεία στη Βουδαπέστη μάλιστα πέτυχε στις διαπραγματεύσεις με τις γερμανικές αρχές, οι κάτοχοι των διαβατηρίων αυτών να αντιμετωπίζονται ως Σουηδοί πολίτες και να απαλλαχθούν έτσι από την υποχρέωση να φορούν το κίτρινο άστρο που φορούσαν οι Εβραίοι. 


Με τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν από το διοικητικό συμβούλιο, ο Wallenberg, ενοικίασε 32 κτίρια στη Βουδαπέστη τα οποία χαρακτηρίστηκαν με διάφορες πινακίδες δικής του επινόησης, όπως «Σουηδική Βιβλιοθήκη» ή «Σουηδικό Ινστιτούτο Ερευνών», πετυχαίνοντας να προστατεύονται με τον τρόπο αυτό από διπλωματική ασυλία. Πίσω όμως από τις υπερμεγέθεις σουηδικές σημαίες που κρέμασαν στο μπροστινό μέρος αυτών των «ασφαλών κατοικιών», στεγάστηκαν σχεδόν 15.000 άνθρωποι, οι οποίοι κρύφτηκαν κυριολεκτικά από τα μάτια των Ναζί.
Ο Sandor Ardai, ένας από τους οδηγούς που εργάστηκαν για τον Wallenberg, εξιστόρησε τι έκανε ο Σουηδός διπλωμάτης, καθώς μια ακόμη σιδηροδρομική αποστολή Εβραίων ετοιμαζόταν να φύγει για το Άουσβιτς:
«...ανέβηκε στην οροφή του τρένου και άρχισε την παράδοση των προστατευτικών διαβατηρίων, περνώντας τα μέσα από τις πόρτες που δεν είχαν ακόμη σφραγιστεί. Αγνόησε τις παραγγελίες των Γερμανών να κατέβει κάτω απ’ το τρένο. Τότε οι άντρες του Nyilaskeresztes Párt – Hungarista Mozgalom (σ.σ. Ουγγρική εθνικιστική οργάνωση, συνεργάτες των Γερμανών) άρχισαν να πυροβολούν προς το μέρος του και να του φωνάζουν να πάει μακριά. Τους αγνόησε και συνέχισε ήρεμα να μοιράζει τα διαβατήρια. Πιστεύω ότι οι άνδρες του Nyilaskeresztes Párt – Hungarista Mozgalom σκόπευαν σκόπιμα πάνω από το κεφάλι του, μιας και κανένας πυροβολισμός δεν τον πέτυχε, κάτι που θα ήταν αδύνατο διαφορετικά. Νομίζω ότι αυτό το έκαναν, επειδή ήταν τόσο εντυπωσιασμένοι απ’ το θάρρος του. Όταν ο Wallenberg παρέδωσε και το τελευταίο του διαβατήριο διέταξε όλους όσοι είχαν κάποιο απ’ αυτά να εγκαταλείψουν την αμαξοστοιχία και να περπατήσουν μέχρι το καραβάνι των αυτοκινήτων που στάθμευαν στη γύρω περιοχή, έχοντας ως διακριτικό τα χρώματα της σουηδικής σημαίας. Δεν θυμάμαι πόσους ακριβώς, αλλά έσωσε δεκάδες από το τρένο, και οι Γερμανοί αλλά και οι άντρες του Nyilaskeresztes Párt – Hungarista Mozgalom ήταν τόσο αποσβολωμένοι που τον άφησαν να φύγει με τα άτομα που έσωσε».
Στην οργάνωση του Wallenberg εργάστηκαν συνολικά πάνω από 350 άτομα, τα οποία προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να διασώσουν τους Εβραίους. Υπήρξαν όμως και απώλειες. Οι άντρες του Nyilaskeresztes Párt – Hungarista Mozgalom συνέλαβαν σε ένα καταφύγιο για Εβραίους την αδελφή Sara Salkahazi και την εκτέλεσαν.


Η συνέχεια όμως ανήκε στην ομάδα Wallenber. Σύντομα και άλλοι φορείς, όπως ο Ελβετός διπλωμάτης Karl Lutz εξέδωσε επίσης προστατευτικά διαβατήρια στην ελβετική πρεσβεία, την άνοιξη του 1944. Ιταλοί επιχειρηματίες, ισπανοί διπλωμάτες, ολλανδοί κατάσκοποι συνεργάστηκαν στην έκδοση πλαστών εγγράφων που επέτρεψαν σε πολλούς Εβραίους να σωθούν.
Ο Wallenberg όμως, φοβούμενος πια για την ίδια τη ζωή του, ξέροντας ότι αποτελεί στόχο του Nyilaskeresztes Párt – Hungarista Mozgalom ξεκίνησε να κοιμάται σε διαφορετικό σπίτι κάθε βράδυ. Δύο μέρες πριν οι Ρώσοι καταλάβουν τη Βουδαπέστη, ο Wallenberg, διαπραγματεύθηκε με τον Eichmann αλλά και τον υποστράτηγο Gerhard Schmidthuber, ανώτατο διοικητή των γερμανικών δυνάμεων στην Ουγγαρία. O Wallenberg δωροδόκησε ένα μέλος του Nyilaskeresztes Párt – Hungarista Mozgalom για να παραδώσει ένα σημείωμα με το οποίο έπεισε τους Γερμανούς να μην εκτελέσουν το σχέδιό τους για ανατίναξη του γκέτο της Βουδαπέστης, γεγονός που θα οδηγούσε στο θάνατο 70.000 Εβραίους, αλλά και να ακυρώσουν μια τελική αποστολή Εβραίων από τη Βουδαπέστη προς τα στρατόπεδα του θανάτου, απειλώντας τους ότι θα διωχθούν για εγκλήματα πολέμου, όταν ο πόλεμος τελειώσει. 


Στις 29 Οκτωβρίου 1944 η Βουδαπέστη περικυκλώθηκε από τις σοβιετικές δυνάμεις. Παρά το γεγονός αυτό ο Γερμανός διοικητής της Βουδαπέστης, υποστράτηγος των SS Karl-Wildenbruch Pfeffer, αρνήθηκε όλες τις προσφορές για παράδοση, ενεργοποιώντας με την άρνησή του μια παρατεταμένη και ιδιαίτερα αιματηρή πολιορκία της ουγγρικής πρωτεύουσας. Στη διάρκεια της πολιορκίας, στις 17 Ιανουαρίου 1945, ο Wallenberg, κλήθηκε στην έδρα της Malinovsky (σ.σ. ρώσικη υπηρεσία ασφαλείας) στο Debrecen, με την κατηγορία ότι είναι κατάσκοπος των Η.Π.Α. και ότι το Διοικητικό Συμβούλιο, αρμόδιο για τους Πρόσφυγες του πολέμου, διεξήγαγε κατασκοπία. Ο Wallenberg έγραψε σχετικά:
«Πάω στη Malinovsky ... είτε ως επισκέπτης είτε κρατούμενος, δεν ξέρω ακόμα».
Τα έγγραφα που ανακτήθηκαν το 1993 από τη μυστική σοβιετική στρατιωτική υπηρεσία αρχείων και δημοσιεύθηκαν στην σουηδική εφημερίδα «Svenska Dagbladet» δείχνουν ότι ένα ένταλμα σύλληψης του Wallenberg που εκδόθηκε από τον αναπληρωτή κομισάριου Άμυνας Nikolai Bulganin διαβιβάστηκε στην έδρα της Malinovsky την ημέρα της εξαφάνισής του. Το 2003, η επανεξέταση των ζητημάτων του πολέμου έφεραν στην επιφάνεια το όνομα του Vilmos Böhm , ενός Ούγγρου πολιτικού, ο οποίος φέρεται ως το άτομο που κατηγόρησε στους Σοβιετικούς τον Wallenberg.


Οι πληροφορίες για την τύχη του Wallenberg από το σημείο αυτό και μετά γίνονται συγκεχυμένες. Υπήρξαν πολλοί μάρτυρες που ισχυρίζονται ότι τον συνάντησαν κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του. Ο Wallenberg, λένε, μεταφέρθηκε με το τρένο από το Debrecen, δια της Ρουμανίας, στη Μόσχα. Οι σοβιετικές αρχές μπορεί, λένε, να τον μετέφεραν στη Μόσχα, ώστε να χρησιμεύσει σε μελλοντική ανταλλαγή με δικούς τους αποστάτες, που βρίσκονταν στη Σουηδία.
Ο Vladimir Dekanosov κοινοποίησε στη σουηδική κυβέρνηση έγγραφο, στις 16 Ιανουαρίου 1945, σύμφωνα με το οποίο ο Wallenberg ήταν υπό την προστασία των σοβιετικών αρχών. Στις 21 Ιανουαρίου 1945, ο Wallenberg, μεταφέρθηκε στις φυλακές Lubyanka, στο κέντρο της Μόσχας, έδρα της διαβόητης μυστικής υπηρεσίας πληροφοριών της Σοβιετικής ένωσης N.K.V.D. (σ.σ. αργότερα μετονομάστηκε σε K.G.B.).
Στις 8 Μαρτίου 1945, το ελεγχόμενο από τους Σοβιετικούς ουγγρικό ραδιόφωνο ανακοίνωσε ότι ο Wallenberg και ο οδηγός του είχαν δολοφονηθεί στο δρόμο τους προς το Debrecen, υποδηλώνοντας ότι είχαν σκοτωθεί από το Nyilaskeresztes Párt – Hungarista Mozgalom ή την Gestapo.
Στις 6 Φεβρουαρίου 1957, η σοβιετική κυβέρνηση δημοσίευσε ένα έγγραφο με ημερομηνία 17 Ιουλίου 1947, το οποίο δήλωνε ότι
«…μπορώ να αναφέρω ότι ο κρατούμενος Wallenberg που είναι γνωστός σε σας, πέθανε ξαφνικά στο κελί του, αυτή τη νύχτα, πιθανώς ως αποτέλεσμα καρδιακής προσβολής ή καρδιακής ανεπάρκειας. Σύμφωνα με τις οδηγίες που μου έχουν δοθεί από εσάς, να έχω προσωπικά τον Wallenberg υπό τη φροντίδα μου, ζήτησα έγκριση για να γίνει μια αυτοψία με σκοπό την ανεύρεση της αιτίας του θανάτου... αλλά όπως δήλωσε προσωπικά ο υπουργός και έχω διαταχθεί το σώμα θα αποτεφρωθεί χωρίς αυτοψία». 


Το έγγραφο υπογράφει ο Smoltsov, τότε επικεφαλής του ιατρείου των φυλακών Lubyanka και απευθύνεται στον Victor Semyonovich Abakumov, Σοβιετικό υπουργό κρατικής ασφάλειας.
Το 1989 τα προσωπικά αντικείμενα του Wallenberg επεστράφησαν στην οικογένειά του, συμπεριλαμβανομένων του διαβατηρίου και της ταμπακιέρας του. Σοβιετικοί αξιωματούχοι δήλωσαν ότι βρήκαν τα αντικείμενα αυτά όταν τακτοποιούσαν τα ράφια σε μια αποθήκη.
Το 1991, ο Vyacheslav Nikonov χρεώθηκε από τη ρωσική κυβέρνηση να ερευνήσει την τύχη του Wallenberg. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Wallenberg, εκτελέστηκε το 1947, ενώ ήταν φυλακισμένος στη Lubyanka.
Στη Μόσχα το 2000, ο Alexander Nikolaevich Yakovlev ανακοίνωσε ότι ο Wallenberg είχε εκτελεστεί το 1947 στη φυλακή Lubyanka. Ισχυρίστηκε ότι o Vladimir Kryuchkov, ο επικεφαλής της πρώην Σοβιετικής μυστικής αστυνομίας, του είπε για την εκτέλεση σε μια ιδιωτική συζήτηση.
Ο Pavel Sudoplatov ισχυρίστηκε ότι ο Raoul Wallenberg πέθανε αφού δηλητηριάστηκε από έναν δολοφόνο της N.K.V.D.
Το 2000, ο Ρώσος εισαγγελέας Vladimir Ustinov υπέγραψε την μετά θάνατον αποκατάσταση του Wallenberg και του οδηγού του, Langfelder, ως «θύματα της πολιτικής καταπίεσης». Ο αριθμός των αρχείων που είναι σχετικές με Wallenberg παραδόθηκαν στον επικεφαλής ραβίνο της Ρωσίας απ’ τη ρωσική κυβέρνηση τον Σεπτέμβριο του 2007 . 


Όμως αρκετοί πρώην κρατούμενοι έχουν ισχυριστεί ότι έχουν δει τον Wallenberg μετά το «θάνατό του» το 1947. Το Φεβρουάριο του 1949, ο πρώην Γερμανός συνταγματάρχης Theodor von Dufving, ένας αιχμάλωτος πολέμου, ισχυρίστηκε ότι κατά τη μετακομιδή του από το στρατόπεδο Kirov συναντήθηκε με έναν κρατούμενο, ο οποίος είχε δικό του ειδικό φρουρό και ήταν ντυμένος με πολιτικά ρούχα. Ο κρατούμενος ισχυρίστηκε ότι ήταν ένας Σουηδός διπλωμάτης και ότι ήταν εκεί μέσα «από ένα μεγάλο λάθος».  
Ο διάσημος κυνηγός Ναζί  Simon Wiesenthal έψαξε για τον Wallenberg και συνέλεξε πολλές μαρτυρίες. Για παράδειγμα, Βρετανός επιχειρηματίας ο οποίος είχε φυλακιστεί στις φυλακές Lubyanka το 1962 για την σχέση του με τον αποστάτη Oleg Penkovsky, δήλωσε ότι μίλησε, αλλά δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό του, με έναν άνθρωπο ο οποίος υποστήριξε ότι είναι ένας Σουηδός διπλωμάτης. Ο Efim (ή Yefim) Moshinsky υποστηρίζει ότι έχει δει τον Wallenberg στο νησί Wrangel το 1962. Ένας αυτόπτης μάρτυρας ισχυρίστηκε ότι είχε δει τον Wallenberg το 1960 σε σοβιετική φυλακή.
Κατά τη διάρκεια μιας ιδιωτικής συνομιλίας για τις συνθήκες κράτησης στις φυλακές της Σοβιετικής ένωσης, σε δεξίωση του κόμματος στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ένας Γενικός προϊστάμενος της KGB φέρεται να έχει πει ότι «οι συνθήκες στις φυλακές της Σοβιετικής ένωσης δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σκληρές, δεδομένου ότι στη φυλακή Lubyanka υπάρχει κάποιος αλλοδαπός κρατούμενος για σχεδόν τρεις δεκαετίες».
Οι τελευταίες αναφερθείσες θεάσεις του Wallenberg ήταν από δύο ανεξάρτητους μάρτυρες που δήλωσαν ότι είχαν ενδείξεις ότι ήταν σε μια φυλακή, το Νοέμβριο του 1987. 


Το Μάιο του 1996 η CIA έδωσε στη δημοσιότητα χιλιάδες πρώην διαβαθμισμένα έγγραφα σχετικά με τον Raoul Wallenberg, απαντώντας έτσι στα αιτήματα που κατατέθηκαν στο πλαίσιο του νόμου «περί ελευθερίας των πληροφοριών». Τα έγγραφα αυτά φάνηκε να επιβεβαιώνουν τη μακροχρόνια υποψία ότι ο Wallenberg ήταν ένας Αμερικανός πράκτορας στην Ουγγαρία.
Τελικά, το πιθανότερο είναι ότι ο Raoul Wallenberg ήταν μέλος του δικτύου O.S.S. (Office Strategic Services), που είχε ιδρύσει ο πρόεδρος των Η.Π.Α. Franklin Delano Roosevelt, εναντίον των δυνάμεων του Άξονα και είχε σε όλη την Ευρώπη περισσότερους από 4.000 πράκτορες εκ των οποίων 70 ήταν Σουηδοί. Το ότι σπούδασε λίγο πριν από τον πόλεμο στις ΗΠΑ, ήξερε πολύ καλά αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά και ρωσικά, συνηγορούν σ’ αυτή την εκδοχή. Ίσως ο Raoul Wallenberg αποτέλεσε ένα από τα πρώτα θύματα του νέου κυκεώνα στον οποίο έμπαινε η ανθρωπότητα: αυτόν του Ψυχρού Πολέμου.
Στο Ισραήλ, ο Wallenberg έχει αναγνωριστεί από το Γιάντ Βασέμ, το παγκόσμιο κέντρο καταγραφής, έρευνας, εκπαίδευσης και μνήμης του Ολοκαυτώματος, ως ένας εκ των «Δικαίων των Εθνών», ως μια εξαίρετη προσωπικότητα, που έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή του για να σώσει Εβραίους. Το 1986 απονεμήθηκε στον Raoul Wallenberg η ισραηλινή υπηκοότητα τιμής ένεκεν και το 2003 ανακηρύχθηκε επίτιμος πολίτης της Βουδαπέστης.
Οι κυβερνήσεις της Σουηδίας και της Ουγγαρίας ανακήρυξαν το έτος 2012 ως έτος Wallenberg (εκατό χρόνια από τη γέννησή του) με τη ρήση «ο Άνθρωπος σε έναν κόσμο απανθρωπιάς» τιμώντας τον με πλήθος εκδηλώσεων σε πολλές χώρες.


«Για να μην επαναληφθούν φαινόμενα ξενοφοβίας και αντισημιτισμού χρειάζεται πρώτα απ’ όλα γνώση της ιστορίας», λέει ο δρ Ρομπέρ Ροζέτ διευθυντής Αρχείων του Γιαντ Βασέμ στην Ιερουσαλήμ, που αποτελεί παγκόσμιο κέντρο καταγραφής, έρευνας, εκπαίδευσης και μνήμης του Ολοκαυτώματος, στο οποίο ο Wallenberg έχει ξεχωριστή θέση.
«Δεν μπορώ να φανταστώ, για παράδειγμα», προσθέτει, «πώς νέα παιδιά στην Ελλάδα μπορούν να μετάσχουν σε νεοναζιστικά σχήματα, όταν γνωρίζουν τι υπέφεραν οι παππούδες τους από τους Ναζί. Το ίδιο πιστεύω και για τη Ρωσία.


Αλλά δεν φτάνει μόνον η ιστορία», συνεχίζει. «Χρειάζεται μια ευρύτερη εκπαίδευση για τον σεβασμό του άλλου, την αξιοπρέπεια, τα ανθρώπινα δικαιώματα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου