Κάποτε ένας πολύ φτωχός άνθρωπος ζήλεψε και
έκλεψε μία πήλινη κούπα.
Τον πιάσανε όμως την ώρα που έκανε την κλεψιά και τον κλείσανε στη φυλακή.
Έμεινε ξεχασμένος εκεί μέσα για πολλούς μήνες χωρίς δίκη, τόσο, που άρχισε να σκέφτεται με ποιο τρόπο θα μπορούσε να βγει. Να δραπετεύσει δε μπορούσε, γιατί οι φύλακες ήταν πολλοί και τον φυλάγανε καλά. Δεν του ‘μενε λοιπόν, παρά η πονηριά.
Τον πιάσανε όμως την ώρα που έκανε την κλεψιά και τον κλείσανε στη φυλακή.
Έμεινε ξεχασμένος εκεί μέσα για πολλούς μήνες χωρίς δίκη, τόσο, που άρχισε να σκέφτεται με ποιο τρόπο θα μπορούσε να βγει. Να δραπετεύσει δε μπορούσε, γιατί οι φύλακες ήταν πολλοί και τον φυλάγανε καλά. Δεν του ‘μενε λοιπόν, παρά η πονηριά.
Μια μέρα παρακάλεσε κάποιο φύλακα να τον
πάει στο αυτοκράτορα.
- Και γιατί θες να δεις τον αυτοκράτορα;
ρώτησε ο φύλακας.
- Θέλω να του δώσω ένα θησαυρό πολύ σπάνιο,
απάντησε ο κλέφτης.
Έτσι, τον οδήγησαν στην αυλή του
αυτοκράτορα.
- Τι θέλεις από μένα; τον ρώτησε ο
αυτοκράτορας.
- Μεγαλειότατε, θέλω να σας προσφέρω ένα
θησαυρό πολύ σπάνιο, απάντησε ο κλέφτης κι έβγαλε από την τσέπη του ένα καλά
διπλωμένο κομματάκι χαρτί, το οποίο ανοίγει προσεχτικά και το δίνει στο φρουρό,
όπου και εκείνος με την σειρά του το δίνει στον αυτοκράτορα.
- Μα δεν είναι παρά ένα κουκούτσι από
αχλάδι! φώναξε ο αυτοκράτορας, μόλις πήρε στα χέρια του και είδε το περιεχόμενο
του χαρτιού.
- Ναι, είναι μονάχα ένα κουκούτσι από
αχλάδι, απάντησε ο κλέφτης, αλλά ένα σπάνιο είδος! Αν το φυτέψετε, θα γίνει
δέντρο, και πάνω σ’ αυτό το δέντρο θα ωριμάσουν χρυσά αχλάδια.
- Και τότε γιατί δεν το φύτεψες εσύ;
- Υπάρχει σοβαρός λόγος. Για να βγάλει τα
χρυσά αχλάδια, πρέπει να φυτευτεί από κάποιον που δεν έκλεψε ποτέ και δεν είπε
ψέματα σε κανέναν. Διαφορετικά, θα βγάλει τα συνηθισμένα αχλάδια. Γι’ αυτό
έφερα σε σας αυτό το κουκούτσι, γιατί σίγουρα δεν έχετε κλέψει, ούτε εξαπατήσει
ποτέ κανέναν.
- Τι βλακείες… μουρμούρισε ο αυτοκράτορας,
ο οποίος θυμήθηκε ότι είχε κλέψει αρκετές φορές και εξαπατήσει φτωχούς χωριάτες
με τη βαριά φορολογία.
- Εντάξει, τότε ας το φυτέψει ο υπουργός
σας, αφού εσείς δεν με πιστεύετε.
- Εγώ δεν το πιστεύω και δεν θα το κάνω,
είπε ο υπουργός γιατί απλά ο ίδιος είχε δωροδοκηθεί από πολλούς πολίτες.
- Εντάξει, ας το φυτέψει ο στρατηγός του
αυτοκρατορικού στρατού, πρότεινε ο κλέφτης.
- Μα εγώ δεν κάνω καθόλου για κηπουρός, είπε ο στρατηγός γιατί απλά κι αυτός είχε εξαπατήσει τους στρατιώτες του στην πληρωμή τους.
- Μα εγώ δεν κάνω καθόλου για κηπουρός, είπε ο στρατηγός γιατί απλά κι αυτός είχε εξαπατήσει τους στρατιώτες του στην πληρωμή τους.
- Εντάξει, τότε ας δοκιμάσει ο ανώτατος
δικαστής.
Αλλά, ούτε και ο δικαστής δέχτηκε, γιατί
συνήθως έβγαζε τις αποφάσεις του ανάλογα με τα λεφτά που ο κόσμος του έδινε.
- Εντάξει, τότε, ο αυτοκρατορικός γιατρός.
- Εμένα δεν μου επιτρέπει ο όρκος μου να
πλουτίσω με τέτοιο τρόπο, είπε ο γιατρός γιατί απλά ο ίδιος πλούτιζε με έναν
άλλο τρόπο.
- Ας, το φυτέψει, επιτέλους, ο φύλακας των
φυλακών.
- Δεν ασχολούμαι εγώ με τέτοια θέματα, είπε
φύλακας γιατί και αυτός με τη σειρά του δεχόταν λεφτά από τους φυλακισμένους
και κανόνιζε πόσο αυστηρά θα τους συμπεριφερόταν.
Κι έτσι συνεχίστηκε η ιστορία για κάμποση
ώρα. Οποιονδήποτε και να πρότεινε, αυτός έβρισκε μια δικαιολογία για ν’
αρνηθεί, γιατί δεν είχε καθαρή τη συνείδησή του.
Στο τέλος ο κλέφτης ξέσπασε σε γέλια:
- Όλοι σας, όποιοι και αν είστε, και δεν
εξαιρώ κανέναν, κλέβετε, εξαπατάτε, λέτε ψέματα, αλλά κανένας δεν μπαίνει γι’
αυτά στη φυλακή. Ενώ εγώ, το μόνο που πήρα ήταν μια απλή, πήλινη κούπα, κι όμως
έπρεπε να με κλείσουν γι’ αυτό μέσα.
Κι έτσι - επειδή είναι παραμύθι και έχει
πάντα καλή κατάληξη - ο αυτοκράτορας άφησε ελεύθερο τον «τίμιο» κλέφτη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου