ΩΡΑ...

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Τα Χριστούγεννα των Κλεφτών - Χρήστος Χρηστοβασίλης


Τα «Χριστούγεννα των Κλεφτών» είναι ένα από τα πιο σπουδαία αφηγήματα του  μεγάλου Ηπειρώτη, από το Σουλόπουλο Ιωαννίνων, δημοσιογράφου, λογοτέχνη και πολιτικού Χρήστου Χριστοβασίλη, που ξεχώρισε για το γλαφυρό του ύφος. Η ιστορία εκτυλίσσεται χρονικά γύρω στα 1879-80, όταν ο συγγραφέας σε ηλικία μόλις 17-18 ετών εντάσσεται στους Κλέφτες και Αρματωλούς, για την εκδίωξη των Τούρκων.

«Ήταν η δεύτερη χρονιά, που έτρωγα ψωμί με τους Κλέφτες, δέκα εφτά, ως δεκοχτώ χρονών παλικάρι, με σιδερένια καρδιά και φτερωμένα ποδάρια. Καπετάνος μου τότε ήταν ο Αητόγιαννος, ξακουσμένος γεροκλέφτης, πούχε περάσει όλα τα νιάτα του κι' όσα γεράματα είχε στες πλάτες του, απάνω στο ντουφέκι και στους πολέμους με τους Τούρκους. Παλικάρια είμαστε είκοσι τέσσερα κι ο Καπετάνος μας ο Αητόγιαννος είκοσι πέντε.
Στες είκοσι τ' Αλωναριού εκείνης της χρονιάς ξημερωθήκαμε στο Μαναστήρι του Άι-Λια, απάνω στην «Όμορφη Ράχη» του Πίντου, για να γιορτάσομε κι εμείς μαζί με το Μαναστήρι, που γιόρταζε εκείνη την ημέρα την μνήμη του Προφήτ-Ηλία του, και να προσκηνύσωμε τη χάρη μιας παλιάς Παναγιάς, σκεπασμένης μ' ασήμια και με χρυσάφια, και στολισμένης με διάφορα ασημένια και χρυσαφένια κρεμαστάρια, ταξίματα γιατρεμένων ανθρώπων, που κρέμονταν από την εικόνα.
Αλλ’ ήταν κι' άλλος ένας λόγος, ακόμα, που βρεθήκαμε εκείνη την ημέρα στο Μαναστήρι του Άι-Λια: Μήπως εξαιτίας του πανηγυριού βρούμε και κανένα απόσπασμα τουρκικού στρατού, τριάντα-σαράντα αντρών, και το ματώσομε, γιατί είχαμε έναν ακέριον μήνα να πιαστούμε από ντουφέκι.
Όταν μας είδε ο Γούμενος του Μαναστηριού χάρηκε, και μας δέχτηκε μ' ανοιχτή αγκαλιά, λέγοντας μας:
— Στες είκοσι τ' Αλωναριού όλοι μ' αγαπούν κι' επισκέφτονται το Μαναστήρι μου, γιατ’ είναι καλοκαίρι, γιατ’ έχω κρύα νερά, παλιά κρασιά και παχιά αρνιά και κριάρια και γιατί δεν έχω χιόνια, αλλά τα Χριστούγεννα, που γιορτάζει η εικόνα της θαυματουργής Παναγίας μου, -προσκυνούμε τη χάρη της—, δεν πατάει κανένας εδώ ψηλά, γιατ' έχει τότε τρεις-τέσσερες πήχες χιόνι το Μαναστήρι μου, και το κρέας και τα λοιπά χρειαζούμενα τα φέρνω άλλα από τα Γιάννινα κι άλλα από τα Τρίκαλα, κι' αν μπορέσω ακόμα να το κατορθώσω να τα φέρω. Τότε γιορτάζω μόνος μου με τα καλογεράκια μου, και δεν με κάνει κανένας σας για γενιά.
Ήταν πολύς κόσμος από τα πλουσιοχώρια: Καστανιά, Βεντίστα, Γκουντουβάσντα, Μέτσοβο και λοιπά, και πολλοί τσελιγκάδες και πιστικοί, που είχαν τες στάνες ψηλά στες πλαγιές και στες ράχες του Πίντου, κι' όλοι είχαν φέρει κάτι, κατά τη δύναμη του ο καθένας, για συντρομή του Μοναστηριού: κάθε τσέλεγκας από τρεις-τέσσερις προβατίνες ή γίδες, οι απλοί πιστικοί από κανένα αρνί ή κατσίκι ο καθένας, οι πλησιοχωρίτες διάφορα τάματα: λάδι, κηρί, στάρι, πρόσφορα, χρήματα, κι' όσοι είχαν πάθος αρρώστιας διάφορα ασημένια ομοιώματα: χέρι, ποδάρι, μάτι.
Μπήκαμε στην λειτουργία κι' εκεί που ακούγαμε το Βαγγέλιο της ημέρας, έρχεται με τρόπο ο σκοπός μας και μας λέει κρυφά ότι Τούρκοι στρατιώτες μελίσσι, ένα τάγμα, ανέβαιναν στην «Όμορφη Ράχη».
Ο Γούμενος καταταράχτηκε και καταστενοχωρήθηκε και μας είπε να προσπαθήσομε να γλυτώσομε εμείς τα κεφάλια μας όπως όπως, κι' όσο γι' αυτόν, αυτός ξέρει και τους γελάει τους Τούρκους.
Βγήκαμε έξω από την Εκκλησιά, πήραμε τ' άρματα μας, που τα είχαμε αφημένα στον νάρθηκα, και πεταχτήκαμε στην άκρη της ράχης να ιδούμε πόσοι Τούρκοι ήταν και πώς έρχονταν κι' αναλόγως να συνταχτούμε. Τι να ιδούμε; Χίλιοι στρατιώτες και παραπάνω είχαν ζώσει την ράχη του Μοναστηριού από κάτω κι' ανέβαιναν παγανιστά, κι' όσο ανέβαιναν αυτοί, τόσο ο κύκλος στένευε, κι' η γραμμή τους πύκνονε. Μόνον από ένα μέρος της ράχης του Μαναστηριού ήταν ένας απότομος γκρεμός, κατάφυτος από πεύκα, που μπορούσε κανείς μόνον να τον κατέβη γλιστρώντας, κι' αδύνατον να τον ανέβη, κι αν έπιαναν οι Τούρκοι κι' αυτό το μέρος από τα κάτω είμαστε αναγκασμένοι ν' ανοίξομε ντουφέκια, να σκοτώσομε καμιά εκατοστή διακοστή Τούρκους και να σκοτωθούμε κι' εμείς ως το ένα. Δεν σύμφερε όμως αυτό, επειδή θα χαλούσαν ύστερα το Μαναστήρι οι Τούρκοι δίχως άλλο. Πήγαμε, λοιπόν όλοι, στην άκρη του γκρεμού, οπού μας έκρυφταν τα δέντρα και περιμέναμε να ιδούμε τι θάκαναν οι Τούρκοι. Περιμέναμε την ζωή ή τον θάνατο. Δέκα πέντε-είκοσι δρασκελιές τόπος χώριζε τον άλυσσο, π' ανέβαινε από το βάθος του γκρεμού.
Τότε ο Καπετάν Αητόγγιανος φώναξε προς την εικόνα της Παλιάς Παναγιάς του Μαναστηριού, που ήταν φορτωμένη στ' ασήμια και στα χρυσαφικά.
— Άκουσε, ωρή Κυρά Παναγιά! Σε προσκυνώ και σε δοξάζω μ' όλη μου την καρδιά... Εδώ σε θέλω: αν θελήσης να φωτίσης τώρα τους Τούρκους ν' αφήσουν άπιαστον αυτόν τον γκρεμό και γλυτώσομε, σου υπόσκομαι τα ερχόμενα Χριστούγεννα ναρθώ μ' όλα μου τα παλικάρια να σε προσκυνήσομε και να σε δοξάσομε και να σου κρεμάσω στην εικόνα σου μια σακούλα, μ' εκατό λίρες, για τα έξοδα του Μαναστηριού σου... Αν όμως τους αφήσεις να πιάσουν το γκρεμό, τότε ούτε κι εμείς ζωή, ούτε κι' εσύ την συντρομή μας, ούτε κι Χριστιανωσύνη κι' η Ελευτερία προκοπή!
— Άσκημα μίλησες της Παναγιάς, Καπετάνε, και θα μας οργιστή!
Είπε του Καπετάνου, ο Γεράκης, το πρωτοπαλίκαρο του.
— Είσαι παιδί εσύ (του απάντησε ο Καπετάνος) και δεν ξέρεις. Θέλουν κι' οι άγιοι φοβέρες και συμφωνίες.
Οι Τούρκοι ζύγωσαν, έφτασαν, πάτησαν στην άκρη του γκρεμού... Τους βλέπαμε ανάμεσα από τα δέντρα, χωρίς να μας βλέπουν εκείνοι καθόλου. Στάθηκαν.
— Αχ! Τους Αντίχριστους! (είπε ο Καπετάνος). Μας την έφκιασαν! Κι' εμείς θα πάμε χαμένοι, αλλά κι' αυτούς θα τους πάρει ο Διάβολος! Κρίμα όμως το καημένο το Μαναστήρι, που δεν θα μείνει πέτρα απανωτή! Τι νάχη πάθει η Παναγιά και δεν τους μποδίζει.
Άξαφνα βάρεσε μια σάλπιγγα κι ο άλυσσος, που ήταν κάτω στην άκρη του γκρεμού, ξεκόπηκε, ο μισός έκανε δεξιά, κι' ο άλλος μισός ζερβιά, κι' ενώ οι Τούρκοι ανέβαιναν, εμείς γλιστρούσαμε σαν χέλια τον κατήφορο του γκρεμού, φεύγαμε και βγαίναμε έξω από την ζώνη της πολιορκίας!
Όταν ξεμακρυνθήκαμε πολύ, κι' είμαστε πλειά στην ασφάλεια, στήσαμε τα ντουφέκια μας πυραμίδες και δοξάσαμε την Παλιά την Παναγιά με τ' ασήμια και με τα χρυσάφια, που στράβωσε τους Τούρκους και μας άφησαν ανοιχτόν τον γκρεμό να γλυτώσομε, και γλυτώσαμε μια χαρά.
Χαίρονταν όλοι και τραγουδούσαν και μονάχα εγώ λυπιόμουν, που γυρίσαμε τες πλάτες στους Τούρκους. Ήθελα ν' ανάβαμε το ντουφέκι κι' ας μην γλυτώναμε ούτε ένας! Έφτανε που θα σκοτώναμε πολλούς εχτρούς.
Πέρασε ο Αλωνάρης, ο Αύγουστος, κι' όλος ο Τρυγητής από τότε, και στες αρχές του Αϊ-Δημητριου με τες πρώτες πάχνες και τα πρώτα κρύα των βουνών κατεβήκαμε στα ξενειμαδιά, κάτω στα ριζοβούνια του Πίντου, αντίκρυ από τα Γιάννινα, κι' εκεί λημεριάζαμε πότε στη μια μεριά και πότε στην άλλη και καμιά φορά, τραβούσαμε ως το Πωγώνι από την μια μεριά κι' ως την Λάμαρη από την άλλη και κάναμε κάνα μικρό πατατράκ με κανένα τούρκικο στρατιωτικό απόσπασμα, και γυρίζαμε πάλι στα λημέρια μας με μεγάλη προσοχή κι' ησυχάζαμε σαν να ήμασταν πεθαμένοι.

Έτσι κυλήσαμε ως τες είκοσι τ' Αντριώς.
Το βράδυ διαταγή του Καπετάνου να συνταχτούμε όλοι στην Δρακοσπηλιά, εκεί ακριβώς, που σμίγουν τα δυο ποτάμια, το Μετσοβίτικο κι' ο Μπαλντούμας και κάνουν το Διπόταμο, το λεγόμενο παρακάτω Αρτηνό, δηλαδή τον Άραχτο.
Όταν συνταχτήκαμε όλοι εκεί, εξόν τρεις, που τους είχε φάγει το τούρκικο το βόλι -Θεός σχωρέσ' τους- τον Δρακογιώργο, τον Λαφοπόδη και τον Κρυφοπάτη, που τους τραγουδούσαμε κάθε μέρα τα ονόματα τους, μας είπε ο Καπετάνος:
— Έ παιδιά! Θυμάστε να 'χωμε κάνα χρέος, κάνα τάξιμο πουθενά αυτές τες ημέρες;
Όλοι κοιταχτήκαμε ο ένας με τον άλλο, χωρίς να θυμούμαστε τίποτε.
— Ωρέ παλιόπαιδα! (Μας είπε τότε με πατρικό ύφος), δεν θυμάστε ότι έχομε τάμα να πάμε τα Χριστούγεννα στον Άι-Λιά της «Όμορφης Ράχης», απάνω στα κορφοβούνια τ' Ασπροποτάμου να ευχαριστήσομε την Παλιά την Παναγιά με τ' ασήμια και με τα χρυσάφια, που μας γλύτωσε από του Χάρου το στόμα στες είκοσι τ' Αλωναριού και να της δώσομε το χρέος, που της υποσκεθήκαμε, την σακούλα με τες εκατό λίρες;
— Αλήθεια! Αλήθεια! (Φωνάξαμε όλοι). Αλλ' αν δεν μπορέσομε να σπάσωμε από τα χιόνια;
— Αυτό (είπε ο Καπετάνος) είναι λογαριασμός της Παναγιάς! Εμείς πρέπει να κάνομε το χρέος μας, να κινήσωμε τον ανήφορο, κι' όπως ορίζει αυτή ύστερα ας γένη! Τώρα, παιδιά μου να μάσωμε τες εκατό λίρες... Εμπρός! Εγώ, ως καπετάνος, βάνω το κατά δύναμη μου είκοσι πέντε λίρες. Γράψε (μου είπε εμένα) Αητόγιαννος καπετάνος, λίρες είκοσι πέντε.
Έβγαλα χαρτί και σημείωσα τες είκοσι πέντε λίρες του Καπετάνου, κι' ύστερα είπα:
— Σημειώνω κι' εγώ τ' όνομα μου με δέκα πέντε λίρες.
— Για την ηλικία σου (μου είπε ο Καπετάνος) είναι πολλές οι δεκαπέντε λίρες, αλλά συ είσαι αρχοντόπουλο και δεν έχεις ανάγκη να κάνης οικονομίες σαν εμάς. Ας είναι καλά ο πατέρας σου...
Είχαν μείνει ακόμα εξήντα λίρες να μαζευτούν για την Παναγιά, κι' επειδή οι αποδέλοιποι σύντροφοι μας ήταν είκοσι, τώβραν εύλογο να προσφέρουν από τρεις λίρες ο καθένας κι' έκλεισε ο λογαριασμός του χρέους μας προς την παλιά την Παναγιά: είκοσι πέντε και δέκα πέντε σαράντα ο Καπετάνος κι' εγώ. Κι εξήντα οι άλλοι σωστές εκατό λίρες.
Ύστερα από λίγο, φάγαμε ψωμί κι ελιές, γιατ' ήταν σαρακοστή του Σαρανταήμερου, κι' αφού μοιράσαμε την υπηρεσία της νυχτοφυλακής, γήραμε να κοιμηθούμε, έχοντας ο καθένας την μισή την κάπα στρώμα, την άλλη την μισή σκέπασμα κι' ένα κοτρώνι για προσκέφαλο.
Εγώ δεν κοιμήθηκα καθόλου εκείνη την βραδιά. Ο νους μου είχε γίνει πέλαγο από τουρκοφάγα σχέδια. Διψούσα για δόξα, να φκιάσω το τραγούδι μου, να το τραγουδούν όλες οι όμορφες Ηπειρώτισσες, και να τ' ακούν στον τάφο τους τα κόκαλα μου κι' η ψυχή μου στον Παράδεισο και να χαίρονται.
Κατά τ' άκριτα μεσάνυχτα μ' έκλεψε ο ύπνος, και μ' όλη μου την ξαγρύπνια ξύπνησα την άλλη μέρα στην συνηθισμένη ώρα μαζί με τους άλλους, «την ώρα των Κλεφτών». Εκείνο το πρωί είχε πέσει πολλή αντάρα κι' είμαστε σε μεγάλη ασφάλεια. Γι' αυτό κι' ο Καπετάνος όρισε να λημεριάσομε και την βραδιά εκείνης της ημέρας στο ίδιο μέρος, στην Δρακοσπηλιά. Πριν να διαλυθεί η αντάρα, είχαμε σκορπίσει όλοι και μόνον ένας έμενε να προσέχη την σπηλιά από μακριά για κάθε ενδεχόμενο.
Εγώ τράβηξα μονάχος και βγήκα στην ράχη κι' αγνάντευα τα Γιάννινα, που τα είχα ως δύο ώρες μακριά, και το πλιότερο διάστημα το σκέπαζε η καθαρογάλαζια Λίμνη.
Είδα την πανώρια κι' ιστορική πολιτεία, που ήταν στα χρόνια του Αλή-Πασια πρωτεύουσα όλης της καθαυτό Ελλάδας, και συνάμα ο Γολγοθάς της. Φαίνονταν, σαν δικέφαλος αητός, πεσμένος μ' ανοιγμένα τα φτερά στην άκρα της χιλιοξακουσμένης Λίμνης, όπου έπνιξε ο Αλή-Πασιας την υπέρκαλλη Κυρά Φροσύνη με τες δέκα εφτά πανέμορφες Γιαννιώτισσες αρχοντονύφες. Το Κάστρο, το περίφημο, είναι τα δυο κεφάλια του αητού που το ένα κοιτάει κατά την Ανατολή και τ' άλλο κατά την Δύση. Οι πισινές συνοικίες Καραβατιά, Ντεντερούτσι, Σιεμσιτνιά, είναι η πλατεία ουρά του αητού, κι' οι δυο μπροστινές ο Πλάτωνας και τα Γάλατα από τη μια μεριά κι' η Καλούτσιανη από την άλλη είναι οι δυο μακριές φτερούγες του. Έβγαλα το τηλεσκόπιο και κοίταζα:
— Να το Σεράγι, που κάθεται ο Πασιάς με την Διοίκηση. Είναι υπερύψηλο μεγάλο χτίριο, που δεν υπάρχει άλλο μεγαλύτερο στην Ήπειρο.
— Να κι' η Μητρόπολη, που κάθεται ο Δεσπότης. Είναι δίπλα στα φημισμένα Λιθαρίτσια.
— Να κι' η συνοικία του Πλάτωνα. Ονομάστηκε από τ' ομώνυμο δέντρο, που άξησε και τράνεψε, πίνοντας τ' άγρια και τιμημένα αίματα των προδρόμων της ελληνικής Ελευθερίας: Κατσαντώνη, Χασιώτη, Μπλαχάβα και τόσων και τόσων αντρείων ηρώων, πώγειναν τα ονόματα τους πανελλήνια τραγούδια. Ο Πλάτωνας δεν φαίνεται πλειά. Στέγνωσε από τον καιρό, που έπαψε να πίνει χριστιανικό ελληνικό αίμα...
Έβλεπα-έβλεπα την περίκαλλη ελληνική πολιτεία και μώρχονταν να γένω λαύρα, φωτιά, αστροπέλεκας, «οργισμένος βοριάς, τρομαχτικό τρικυμειό και να χυθώ απάνω της, να κάψω, να ξεριζώσω, να πνίξω, να καταστρέψω ότι αντιπροσωπεύει την τυραννία και να στήσω στους αιώνες των αιώνων τη σημαία του Σταυρού, την ελληνική Σημαία απάνω στο Κάστρο, τόσο ψηλή και τόσο μεγάλη, που να φαντάζει απ' όλα τα κορφοβούνια του Πίντου, του Τόμαρου κι' όλων των άλλων Ηπειρωτικών βουνών. Αλλά δεν μπορούσα να γένω τίποτε απ' όλα αυτά. Πέρασα την ημέρα εκεί πέρα, κλαίοντας τα σκλαβωμένα Γιάννινα, ψωμίστηκα στο Μαναστήρι της Τσούκας και το βράδυ με το μούχρωμα, βρέθηκα στην Δρακοσπηλιά, και τ' άλλο το πρωί ξεκινήσαμε για το Μαναστήρι του Άι-Λια της «Όμορφης Ράχης» να προσφέρομε τα σώστρα μας στην Παλιά την Παναγιά με τ' ασήμια και τα χρυσάφια. Πρωί-πρωί ξεκινήσαμε τον ανήφορο, πηγαίνοντας από γνωστά μονοπάτια και το βράδυ περάσαμε το Συρράκο και κοιμηθήκαμε σ' ένα εξωκλήσι των Καλαρρύτων.
Την άλλη μέρα, βαδίζοντας όλο και τον ανήφορο, τρομάξαμε να περάσομε την ράχη των Κριθαρακιών και να σκαπετήσωμε στο Χαλίκι, ένα πιντοχώρι, που φεύγουν όλοι οι κάτοικοι του τον χειμώνα και κατεβαίνουν στα Τρίκαλα να ξεχειμωνιάσουν και μένει έρημο με δυο-τρεις φυλάκους, να το φυλάγουν. Εκεί ανοίξαμε το ιστορικό αρχοντόσπιτο του Δημάκη, παμπάλαιο σπίτι, μεγάλο και με τραγούδι, που φιλοξένησε στην εποχή του τον Αλή-Πασια, ανάψαμε σε δυο τρία δωμάτια φωτιά και περάσαμε λαμπρά.
Την άλλη μέρα ξεκινήσαμε πάλε πρωί με την ιδέα ότι θα φτάναμε το βράδυ στο Μαναστήρι, αλλά δεν μπορέσαμε να προχωρήσομε παρά ως κοντά στην Γκουντουβάσντα, όπου αναγκαστήκαμε να κοιμηθούμε μέσα στα χιόνια.
Τ' αγριοκαίρι είχε ρίξει μερικά πεύκα την περασμένη χρονιά κι' ήταν ξαπλωμένα καταγής, σαν νικημένοι γίγαντες. Ανάψαμε δυο απ' αυτά, που ήταν δέκα δρασκελιές το ένα μακριά από τ' άλλο παράλληλα, στρώσαμε το μέρος που ήταν ανάμεσα στες δυο φωτιές και ξαπλωθήκαμε, έχοντας από μπρος κι' από πίσω φωτιά και ζεστασιά. Κι έτσι περάσαμε καλά.
Την άλλη πάλε την ημέρα, ξημερόντας τα Χριστούγεννα, ξεκινήσαμε, ελπίζοντας να προφτάσωμε την λειτουργία του Μαναστηριού και να μεταλάβομε, αλλά την ώρα, που γυρίζαμε την ράχη της Γκουντουβάσντας, την λεγομένη «Χέλι» κι' είχαμε το Μαναστήρι ως μισή ώρα μακριά κι' ακούγαμε με χαρά την καμπάνα να χτυπάει γλυκά-γλυκά, μας έπιασε η άγρια χιονοθύελλα, αγριότερη απ' ό,τι επεθύμησα να γένω εγώ την ημέρα, που αγνάντευα τα Γιάννενα, πριν ξεκινήσομε.
Ήταν, «γλυτωσέ μας Θεέ μου!» Αρπαχτήκαμε στην στιγμή ο ένας από τον άλλον και κάναμε την λεγόμενη «αλυσίδα», γιατί αλλιώτικα ήταν ικανός ο αγέρας, ο τρομερός Βορειάς, να μας πετάξει έναν-έναν σαν πούπουλα κάτω στην Άρτα.
Ο Πίντος, ασπροφορεμένος πατόκορφα κουνιόνταν ολόβολος. Η θύελλα, οπλισμένη με δύναμη μυριάδων θεών, μας απειλούσε να μας αφανίσει. Για μια στιγμή ένα τρομερό ανεμόχιονο μας σαβάνωσε. Ένας μεγάλος σύννεφας μας περικύκλωσε και χάσαμε αμέσως από μπροστά μας το Μαναστήρι, και δεν βλέπαμε πλιότερο από δέκα δρασκελιές τόπο γύρα-γύρα. Πάγωνε η αναπνοή μας κι έφευγε από το στόμα μας σ' εκατομμύρια μικροσκοπικά κρουσταλλένια μαργαριτάρια. Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά, κι' ακούστηκε μια υπερκόσμια ταραχή κι' ένα ανήκουστο βουητό, σα να ξεριζώνονταν ο Πίντος για ν' αναποδογυριστεί, σα να χαλούσε ακέριος ο Κόσμος, σα νάσπαζαν τα ουράνια κι έπεφταν κομμάτια, σαν ν' αποδογυρίζονταν η γη! Πέρασε ο μεγάλος σύννεφας, που μας περικύκλωνε, σέρνοντας την σκοτεινιά από γύρα μας, και χίλιοι χιονόκτιστοι στύλοι, ψηλοί ως τα ουράνια, σηκώθηκαν από καταγής και προχωρούσαν χορεύοντας και πηδώντας και ξεριζώνοντας τα πεύκα και τα έλατα και τες οξιές, πώβρισκαν στο διάβα τους, κι' ενώ έφευγαν κάτω προς την Άρτα και την θάλασσα, άλλοι ξεφύτρωναν στην θέση τους, λεγεώνες αναρίθμητοι χιονοπλασμένων στοιχειών, που γύρευαν να κάνουν κάμπο το μέγα βουνό. Η φυσική ένστικτη άμυνα της ζωής μας, μας οδήγησε να γονατίσομε μέσα στο χιόνι κι' έτσι γονατισμένοι και σφιχτοπιασμένοι ο ένας με τον άλλον, να μπορέσομε ν' αντισταθούμε στον τρομερόν Βορειά.
— Ε! κακοκαιρία του Διαόλου! (Ξεφώνησε μ' αγανάκτηση ο Καπετάνιος). Έχω εξήντα χρόνια Κλέφτης και δεν αντροπιάστηκα ποτέ σαν σήμερα! Και δέκα Πασιάδες αν με πολεμούσαν, πάλι θα μπορούσα να σηκώσω το κεφάλι μου και να τους τουφεκίσω! Αλλά δεν θα σ' άφήκω κι' εσένα αντουφέκιστη. Και λέγοντας αυτά τα λόγια, έβγαλε το ντουφέκι του κάτω από την κάπα του και ντουφέκισε, νομίζοντας ότι πολεμούσε την χιονοθύελλα!
- Βόηθα, καημένη Παλιά Παναγιά, πωρχόμεστε να σ΄ ευχαριστήσομε και να σε προσκυνήσομε! Είπε ένας σύντροφος κι' ένας άλλος του απάντησε ειρωνικά:
— Φαίνεται πως μετάνιωσε η Παναγιά, που μας γλύτωσε τότε και τώρα θέλει να μας αφανίσει!
— Λες κι' άκουσε η Παναγιά την επίκληση του συντρόφου μας κι' άρχισε λίγο-λίγο η χιονοθύελλα να ξεθυμαίνει. Σηκωθήκαμε σιγά-σιγά, και περπατώντας σκυφτά-σκυφτά, βρεθήκαμε σε λίγο στην εξώθυρα του Μαναστηριού. Χτυπούμε δυνατά τον σιδερένιον κρούστη της εξώθυρας κι' ένα καλογεράκι μας άνοιξε σε λίγο, κι' ενώ αυτό έκανε τον σταυρό του, πώβλεπε νάρχωνται στο Μαναστήρι τέτοιον καιρό, και με τέτοιο τρικυμειό, εμείς τραβήξαμε ίσια στην εκκλησιά που λειτουργούσε. Εκείνη τη στιγμή ψάλλονταν το χαρμόσυνο: «Χριστός γεννάται». Ιδόντας ο Γούμενος από τ' άγιο βήμα έκανε το σταυρό του, απορώντας πως μπορέσαμε να βγούμε με τέτοιον καιρόν.
Τελειώνοντας η λειτουργία μεταλάβαμε όλοι κι' ύστερα, παίρνοντας τ' αντίδωρο, πήγαμε στην Παλιά την Παναγιά με τ' ασήμια και με τα χρυσάφια, την προσκυνήσαμε και την ευχαριστήσαμε και της κρεμάσαμε την σακούλα με τες εκατό λίρες.
Βλέποντας ο Γούμενος αυτήν την δωρεά την αναπάντεχη, πέταξε από τη χαρά του και μας έμπασε όλους στο δοξάτο, όπου βασίλευε χοντροκούτσουρη και χοντροκάρβουνη φωτιά κι' έκανε το δοξάτο το καρδιοχείμωνο στην κορφή του Πίντου, απολαυστικό λουτρό.
— Να, το λοιπόν, Άγιε Γούμενε (του είπε ο Καπετάνος, μ' ευχαρίστηση και με περηφάνια) που δεν ερχόμαστε στες είκοσι του Αλωναριού μοναχά, αλλά και στες είκοσι πέντε τ' Αντριώς, τα Χριστούγεννα!
— Δεν ξέρετε, παιδιά μου, (είπε ο Γούμενος) τι στενοχώρια είχα τότε, ως που να βεβαιωθώ ότι γλυτώσατε! Θαύμα, παιδιά μου, θαύμα της Μεγαλόχαρης — προσκυνούμε τ' όνομα της! Αυτή τους τύφλωσε τους αναθεματισμένους κι' άφηκαν ανοιχτόν τον γκρεμό! Αυτή, αυτή — προσκυνούμε και διπλοτριπλοσκυνούμε την άγια και μεγάλη χάρη της. Και λέγοντας αυτά, σταυροκοπήθηκε μ' ευλάβεια.
Σε λίγο ο Γούμενος διάταξε να στρωθεί τραπέζι.
Έφεραν ένα κριάρι ως είκοσι οκάδες, ψημένο στην σούβλα, κουκουρέτσι, αυγά, τυριά, παλιό μαύρο κρασί καστανιώτικο, μήλα και κάστανα ψημένα.
Βλόγησε ο Γούμενος κι' αρχίσαμε να τρώμε, σαν λιμασμένοι, ύστερα από τες απαραίτητες ευκές: «Καλώς ορίσατε, καλώς σας βρήκαμε, χρόνια πολλά, καλό βόλι και στην Πόλη του χρόνου».
— Ό,τι έλαχε παιδιά μου (είπε ο Γούμενος). Αν ήξερα ότι θάρχοσταν, θάφερνα από την Καλαμπάκα κι άλλο κρέας κι' άλλα πράγματα... Αυτό το κριάρι το είχα μανάρι και το σφαξα χτες το βραδινό για το επίσημο της ημέρας. Μαναστήρι, χωρίς σφαχτάρι τέτοια μέρα, δεν είναι σωστό... Δεν μου μηνύσατε, βλογημένοι, να το ξέρω και νάχω ετοιμασία;
— Δεν πειράζει, άγιε Γούμενε! (απάντησε ο Καπετάνος). Εμείς δεν ήρθαμε για το φαγί από τρεις μέρες δρόμο μέσα στα χιόνια και στ' αγριοκαίρια, αλλά για να προσφέρωμε το χρέος μας στη Μεγαλόχαρη — προσκυνούμε τ' όνομα της!
Είχαμε αποφάγει και πίναμε το κρασί με μήλα και με κάστανα, όταν μπαίνει στο δοξάτο ένας φύλακας από την Καστανιά, σαν αστροπέλεκας και μας λέγει:
— Σε μια ώρα το πολύ φτάνει εδώ ο φρούραρχος του Μετσόβου με χίλιους στρατιώτες να πατήσει άπαχτα το Μαναστήρι, σήμερα τα Χριστούγεννα με την ιδέα ότι ξεχειμωνιάζει ο καπετάν Λεωνίδας, που δεν ακούγεται καθόλου από τον χινόπωρο, και μ' έστειλε ο Κυρ-Νάσιος να σας το πω!...
Τάχασε ο Γούμενος από τον φόβο του, αλλ' ο Αητόγιαννος του είπε:
— Άγιε Γούμενε! Μια φορά τους φύγαμε, σαν λαγοί και τώχω μάρα στην καρδιά μου, αλλά τώρα θα τους βαρέσω τους γουρνομύτες! Ας έρθουν όσοι θέλουν!
Στην στιγμή καταστρώσαμε το σχέδιο της μάχης.
Αποφασίσαμε να χαρακωθούμε μπροστά στο Μαναστήρι και να χτυπήσομε τους Τούρκους από μπροστά, αφού δεν θα μπορούσαν να μας κλείσουν απ' όλες τες μεριές, εξαιτίας των χιονιών και θ' ανέβαιναν από έναν δρόμο μοναχά.
Πραγματικώς, ύστερα από μια -μιάμιση ώρα οι Τούρκοι ανέβαιναν τον ανήφορο σ' έναν στίχο, ερχόμενοι ολωσδιόλου ανύποπτοι, γιατί τους είχαν βεβαιώσει στην Καστανιά, ότι το Μαναστήρι ήταν καθαρό από Κλέφτες. Αλλά μόλις ζύγωσαν σ' απόσταση είκοσι πέντε μέτρων τους αρχίσαμε στο ντουφεκίδι κι' όλο στο ψαχνό.
Οι Τούρκοι ανταριάστηκαν, άφηκαν καμιά εκατοστή σκοτωμένους στον τόπο, και γύρισαν ντροπιασμένοι, μη μπορώντας εξαιτίας των χιονιών να μας κλείσουν και να κοιμηθούν στο ύπαιθρο.
Ενώ, λοιπόν, οι Τούρκοι τσάκισαν να φύγουν ο Αητόγιαννος, μεθυσμένος από την νίκη, όρμησε μόνος του από πίσω τους, χωρίς να φωνάξει κανένα μας να τον ακολουθήσει. Τρέχαμε από κοντά του, του φωνάζαμε να σταθή αλλά πού να σταθή αυτός! Έτρεχε σαν το κυνηγημένο τ' αλάφι από κοντά τους, βρίζοντας τους. Θέλοντας και μη, τον ακολουθήσαμε κι' εμείς και φτάσαμε τους Τούρκους, κάτω στην λακκιά. Εκεί είχαν καλό μέρος αυτοί κι' αντιστάθηκαν. Αρχίσαμε καινούργια μάχη, μάχη σαν λυσσιάρηδες. Έπεφταν οι Τούρκοι σωρό, αλλ' έπεσαν σκοτωμένοι και τρεις δικοί μας: ο Σκοτίδας, ο Γιωργάνεμος κι ο Αστρίτης, παλικάρια ένα κι ένα, αθέρας της παλικαριάς! Και τέλος, έπεσε λαβωμένος κι' ο αντρειωμένος μας Καπετάνος, ο Αητόγιαννος!
Επειδή η ημέρα ήταν λιγοστή, οι Τούρκοι βιάζονταν ν' αποχωρήσουν για την Καστανιά, ως που είχαν καιρό. Τσάκισαν ακόμα μια φορά τον κατήφορο, κι' εμείς μην μπορώντας πλειο να τους κυνηγήσομε, εξαιτίας του λαβωμού του αρχηγού μας, φορτωθήκαμε τους τρεις σκοτωμένους μας και τον βαρηοπληγωμένον Καπετάνο μας, και βγήκαμε στο Μαναστήρι.
Ο Αητόγιαννος, ο τιμημένος μας αρχηγός, πούχε εξήντα χρόνια Κλέφτης και δώδεκα παλιές πληγές στο κορμί του, νοιώθοντας να του φεύγει η ζωή, μας φίλησε όλους, έναν κι' έναν, μας κέρασε το «ψυχικό» από δυο τρία φλωριά τον καθένα, ζήτησε να τον πάμε να φιλήσει και τους σκοτωμένους συντρόφους μας, που τους είχαμε βάλει μέσα στην εκκλησιά, κι' ύστερα μας έκανε νόημα να του δώσουμε τον ταμπουρά του κ' άρχισε να τον βαρή λυπητερά και ν' ακολουθάη και το λάλημα του με το υστερνό του τραγούδι. Σε λίγο έκοψε το τραγούδι και το λάλημα και μας είπε χαρούμενος, σα να μην έπασχε καθόλου:
— Ευχαριστώ την Παναγία, που καταδέχτηκε να με κρατήση για πάντα στο σπίτι της (εννοώντας ότι θα θάφτονταν στον περίβολο του Μαναστηριού). Πεθαίνω, παιδιά μου, ευχαριστημένος. Εξήντα χρόνια πολέμησα αδιάκοπα τους Τούρκους, κι' ήταν δίκιο να πεθάνω από τούρκικο βόλι. Καλύτερον θάνατον απ' αυτόν δεν περίμενα... Ότι έχω να μείνουν στο Μαναστήρι.
Το λιοντάρι είχε λάβει την μορφή του αρνιού!
— Φέρτε μου το ντουφέκι μου! Διάταξε.
Ένα παλικάρι του το πήγε αμέσως, δακρύζοντας. Παίρνοντας το, ο Καπετάνος μας στο χέρι του, το φίλησε σταυρωτά κι υστέρα του τόδωκε, λέγοντας του:
- Πάρ' το κι' έβγα έξω στην κρεβάτα κι' ως που ακούς τον ταμπουρά μου και το τραγούδι μου, στέκα κι' ακούρμαινέ με και την στιγμή, που πάψουν και τα δυο, βρόντα το να συντροφέψει την ψυχή μου ο βρόντος του, και φώναξε μ' όλην την δύναμη σου ν' ακούσει ο Πίντος κι' όλα τα βουνά:
- Απέθανε ο Αητόγιαννος!
Όλοι κλαίγαμε και μόνον αυτός κράταγε την καρδιά του την σιδερένια ασυγκίνητος.
- Έχω κι' άλλο ένα να σας πω και να σας παρακαλέσω. (Μας είπε). Να βοηθάτε τα καημένα τα μανναστήρια όσο μπορείτε! Χωρίς αυτά τα μαναστήρια δεν θα μπορούσε να ζήση η Κλεφτουριά που λευτέρωσε την Ελλάδα! Να κόβετε από τη χαψιά σας και να δίνετε στα μαναστήρια. Δεν έχω άλλο τίποτε να σας πω. Σχωράτε με κι' ο Θεός σχωρέσ' σας!
Ύστερα πήρε τον ταμπουρά κι' άρχισε το επιθανάτιο τραγούδι κι' ενώ έπαιζε τον ταμπουρά και τραγουδούσε, άξαφνα τώπεσε ο ταμπουράς από τα χέρια και του κόπηκε το τραγούδι.
Το παλικάρι, που περίμενε στην κρεβάτα του Μανασταριού με το ντουφέκι του Καπετάνου μας, πυροβόλησε και φώναξε μ' όλη τη δύναμη του προς τον Πίντο και τ' άλλα τα βουνά:

— Κλάψτε, καημένα βουνά!  Απέθανε ο Αητόγιαννος!»

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

Νικόλας Ανδρέας Δάνδολος (Nick the Greek) (2)



«Η τύχη είναι μια κυρία και αυτός είναι ο έρωτας της ζωής μου».
 Nick ‘’the Greek’’ Dandοlo

Το 1931 ο τζόγος έγινε νόμιμος στην πολιτεία της Nevada. Ο θάνατος του Arnold Rothstein από πυροβολισμό και η μείωση του τζόγου στην ανατολική ακτή οδήγησε τον Nick να επισκέπτεται όλο και πιο συχνά και τελικά το 1943 να μετοικήσει στο Las Vegas, παρότι ποτέ του δεν του άρεσε ως πόλη. Φάνταζε ωστόσο ως το καλύτερο μέρος για κάποιον που επιζητούσε την δράση. Η εγκατάσταση του στο Las Vegas άνοιγε ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο που θα επηρέαζε όχι μόνο την ζωή του αλλά και το τζόγο γενικά της χώρας.
“Ο Nick θα μπορούσε να έχει αγοράσει το Las Vegas από άκρη εις άκρη”, έλεγε κάποιος από τους ιδιοκτήτες ξενοδοχείων στο Las Vegas θέλοντας να καταδείξει τα τεράστια ποσά που κέρδισε εκεί ο Nick, “αλλά φαίνεται ότι δεν ενδιαφερόταν για επενδύσεις σε ακίνητα”.
Η ζωή του όμως πια είχε πάρει μυθικές διαστάσεις. Κάθε χρόνο χιλιάδες επισκέπτες του Las Vegas κατέβαλαν κάθε προσπάθεια προκειμένου να καταφέρουν να τον δουν από κοντά. Έφτασαν να αγνοήσουν τη δοκιμή της ατομικής βόμβας που έγινε εκεί κοντά προκειμένου να τρέξουν στο ‘’Flamingo Casino’’ για να δουν τον Nick να χάνει αρχικά έως και 120.000 δολάρια και τελικά να κερδίζει στο παιχνίδι με τα ζάρια.
“Ξοδεύουμε κάθε εβδομάδα 40.000 δολάρια σε shows”, είπε ο ιδιοκτήτης ενός καζίνου, “αλλά ο Nick εξακολουθεί να είναι ο καλύτερος κράχτης στην πόλη”.
Στις αρχές του καλοκαιριού του 1953 μία εφημερίδα του Las Vegas έκανε μία δημοσκόπηση σε πάνω από 100 εκτός πολιτείας τουρίστες με την εξής ερώτηση: «Ποιο μεγάλο φυσικό θαύμα της South Nevada θα επιθυμούσατε περισσότερο απ’ όλα να δείτε;»
Το αποτέλεσμα της δημοσκόπησης άφησε έκπληκτο όλον τον κόσμο: Ο Nick συγκέντρωσε οχτώ ψήφους περισσότερους από το διάσημο φράγμα Hoover!
Στον κόσμο του τζόγου μάλιστα ήταν τόσο διάσημος που και η παραμικρή του κίνηση μπορούσε να έχει αντίκτυπο σε όλη τη χώρα. Κάποτε χόρευε με την Ava Gardner σε ξενοδοχείο του Las Vegas. Είχε άψογο βραδινό ντύσιμο εκτός από τα παπούτσια του, σε χρώμα καφέ - άσπρο, τα οποία παραμέλησε ν’ αλλάξει.
Τρεις μέρες αργότερα ένας δημοσιογράφος από την New York City αποκάλυψε ότι η τύχη δεν ευνοούσε τον Nick εκείνον τον καιρό και ο Έλληνας φόρεσε παπούτσια διαφορετικού χρώματος, ένα μαύρο και ένα άσπρο, προκειμένου να ξορκίσει το κακό. Μερικές μέρες αργότερα οι μισοί από τους τακτικούς πελάτες στον ιππόδρομο του Belmont της συνοικίας Bronx της New York City εμφανίστηκαν με ένα μαύρο και ένα άσπρο παπούτσι.
Υπάρχουν πολλές ιστορίες από παιχνίδια του που όλες κατατείνουν πως ο Nick the Greek υπήρξε ένας εξαιρετικά τολμηρός παίχτης, ένας άνθρωπος που μπορούσε να ρισκάρει σε ένα χαρτί ή μια ζαριά κολοσσιαία ποσά. Χαρακτηριστικές είναι οι ακόλουθες δύο ιστορίες:

 

Κάποτε έπαιζε με έναν Νεοϋορκέζο πολυεκατομμυριούχο ιδιοκτήτη ενός δικηγορικού γραφείου, σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου με πολλούς θεατές. Μετά από αρκετή ώρα ο Nick κέρδιζε ένα ποσό περίπου 550.000 δολαρίων. Τότε, καθώς ετοιμαζόταν να φύγει, ο δικηγόρος τον ρώτησε:
«Πάντα τρέχεις να φύγεις όταν κερδίζεις;»
Ο Nick ξαναγύρισε στο τραπέζι, ανακάτεψε την τράπουλα και την άφησε μπροστά στον δικηγόρο.
«Διάλεξε ένα» του είπε. «Το μεγαλύτερο φύλλο κερδίζει 550.000 δολάρια».
Περίμενε τρία λεπτά μέσα σε απόλυτη σιωπή το δικηγόρο να κάνει την κίνηση του, αλλά αυτός φαινόταν μαρμαρωμένος. Ο κάτωχρος δικηγόρος κοιτούσε ακόμη ανήμπορος την τράπουλα καθώς ο Nick άφηνε το δωμάτιο.
Μια άλλη φορά στη New York City, ο Nick αναμετρήθηκε με τον «νονό» της νεοϋορκέζικης Μαφίας, Frank Costello, έχοντας πολλούς V.I.P. θεατές, όπως ο βασιλιάς της Αιγύπτου Farouk. Όταν ο μαφιόζος έχασε ό,τι είχε είπε στον Nick ειρωνικά:
«Έλληνα, φεύγεις και δεν συνεχίζεις γιατί είσαι δειλός!»
Τότε ο Nick παρακάλεσε τον Farouk να ανακατέψει την τράπουλα.
«Και τώρα amigo», είπε στον Costello, «έλα να τραβήξουμε από ένα χαρτί. Το μεγαλύτερο θα κερδίσει 500.000 δολάρια»!
Ο μαφιόζος τον κοίταξε έντονα, άναψε το πούρο του, έριξε το παλτό στους ώμους του κι αποχώρησε με τη συνοδεία του.
Την άλλη κιόλας μέρα, οι «New York Times» εξυμνούσαν τον έλληνα τζογαδόρο ως τον αδιαφιλονίκητο βασιλιά του πόκερ που ταπείνωσε τον Costello! Τότε είναι που τον γνώρισαν και έγιναν φίλοι και θαυμαστές του οι Frank Sinatra, Τέλης Σαβάλας, Αριστοτέλης Ωνάσης, Groucho Marx, Chico Marx και Albert Einstein, τον οποίον ο Nick ξενάγησε στο Las Vegas συστήνοντάς τον στους ανθρώπους που έκαναν κουμάντο στη νύχτα ως «ο μικρός Al από το Princeton, που ελέγχει τη δράση στο New Jersey!», για να μην τον κοροϊδέψουν που ήταν επιστήμονας και άσχετος με τον τζόγο!
Ο Nick παρέμεινε σε όλη του τη ζωή ανεξάρτητος τζογαδόρος και ποτέ του δεν εργάστηκε για λογαριασμό του καζίνο ή της Μαφίας. Το 1951, σε συζήτηση που είχε με τον διαβόητο Benny Binion, αφεντικό της Μαφίας του Las Vegas και τρομερό τζογαδόρο, του είπε πως ήταν πρόθυμος να τα βάλει με όποιον παίκτη ήθελε ο «νονός». Ο Binion αποδέχτηκε την πρόκληση και κάλεσε τον καλύτερο, μετά τον Nick, παίχτη των ΗΠΑ, τον επίσης θρύλο Johnny Moss, τον μόνο άνθρωπο που κατά κοινή ομολογία θα μπορούσε να παίξει στα ίσα τον Έλληνα τζογαδόρο. Κι αυτός όμως, μόλις έφτασε στο Las Vegas και πληροφορήθηκε την πρόθεση του Nick για τα χρηματικά ποσά που θα έπαιζε αναφώνησε πως θα ήταν προτιμότερο να έφευγε απ’ την πόλη εκείνη την ώρα, παρά να παίξει με τον Έλληνα. Ο Binion ωστόσο κατάφερε να τον κρατήσει υποσχόμενος να τον καλύπτει οικονομικά στη διάρκεια όλου του τουρνουά, πράγμα που αναγκάστηκε να κάνει πολλές φορές, καθώς η επίθεση του Nick χρεοκόπησε πολλές φορές τον Moss, ο οποίος για να μη βγει απ’ το παιχνίδι έπαιρνε νέα υπέρογκα ποσά απ’ τον μαφιόζο.
Ο μαφιόζος έστησε έτσι το παιχνίδι ώστε να βγει ο ίδιος κερδισμένος ό,τι κι αν γινόταν: η παρτίδα, όσο κι αν κρατούσε, θα διεξάγονταν στο λόμπι του καζίνου ‘’Horseshoe’’, ιδιοκτησίας του Binion, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να το παρακολουθούν οι θαμώνες. Το αποτέλεσμα ήταν να γίνει πασίγνωστο το καζίνο του «νονού», κάτι που δεν είχαν καταφέρει να κάνουν οι έως τότε τεράστιες διαφημιστικές καμπάνιες που είχε κάνει μέχρι τότε.
Κι αυτό γιατί η μάχη του 68χρονου πια Nick με τον 44χρονο Moss, ο οποίος στα 44 χρόνια του διένυε την καλύτερη του περίοδο στο πόκερ, κράτησε περισσότερο από πέντε μήνες (Ιανουάριος - Μάιος 1951), με διαλείμματα μόνο για φαγητό και ύπνο! Ήταν μια μονομαχία που απαιτούσε τεράστια ικανότητα, καλή ψυχολογία και, βέβαια, αντοχή μυαλού και σώματος. Οι δύο τζογαδόροι για να κρατήσουν το ενδιαφέρον του κοινού σε αμείωτα επίπεδα, αναμετρήθηκαν σε μια σειρά παραλλαγών της πόκας, καθώς φάνηκε νωρίς ότι στο poker ήταν σχεδόν ισοδύναμοι. Μέρα με τη μέρα, τεράστια ποσά άλλαζαν χέρια και χιλιάδες άνθρωποι παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα την παρτίδα που δεν έλεγε να τελειώσει. Το παιχνίδι απαιτούσε υψηλή συγκέντρωση, κάτι που επέφερε κόπωση. Στις διακοπές για να ξεκουραστούν ο νεαρότερος Moss χρειαζόταν πολύωρο ύπνο για να επανέλθει στο τραπέζι, όπου με έκπληξη έβρισκε πάντα τον Nick να τον περιμένει παίζοντας ζάρια, έχοντας κοιμηθεί και ξεκουραστεί ελάχιστα.   
Τελικά, ένα απόγευμα, με τον Έλληνα τζογαδόρο σχεδόν απένταρο, καθώς είχε ήδη χάσει 4.000.000 δολάρια, ο Nick σηκώθηκε και είπε ιπποτικά στον αντίπαλό του:
«Κύριε Moss, θα πρέπει να σας αφήσω να φύγετε».
Κατόπιν αποτραβήχτηκε σε μιαν άκρη και αναζήτησε παρηγοριά σε ένα σύγγραμμα του Πλάτωνα.
Χρόνια αργότερα, η αξιομνημόνευτη μάχη θα γεννούσε έναν σημερινό θρύλο του πόκερ, το ‘’World Series of Poker’’.
Συχνά υπερέβαλε εαυτόν και κάποτε βρέθηκε σε πολύ δυσάρεστη θέση. Η τύχη εκείνο το βράδυ ήταν μαζί του, αλλά το σώμα του έστελνε δυσάρεστα μηνύματα. Το ένα του πόδι, πρησμένο και πονεμένο, κυριαρχούσε στις αισθήσεις του και έφθειρε την προσήλωση του στο παιχνίδι.
Είχε έρθει η ώρα να αναζητήσει ιατρική βοήθεια. Γνώριζε ωστόσο ότι αν έφευγε απ’ το τραπέζι για να πάει στο γιατρό δεν θα έβρισκε ξανά την τύχη που είχε το βράδυ εκείνο να τον περιμένει, όταν θα ξαναγύριζε μία εβδομάδα αργότερα. Έτσι αναγκάστηκε να παραμείνει 55 ώρες στο τραπέζι κερδίζοντας διαρκώς, ενώ όλες αυτές τις ώρες ο γιατρός του ξενοδοχείου του χορηγούσε πενικιλίνη.
«Σαν και τραυματισμένος κέρδισα 54.000 δολάρια», έλεγε γελώντας «και το πόδι μου γιατρεύτηκε μέχρι την ώρα που τελείωσε το κερδοφόρο μου σερί. Μπορούσα πια να πάω στο σπίτι μου για να ξεκουραστώ».
Αληθεύει επίσης πως κάποτε έπαιξε το παιχνίδι ‘’Φάρο’’ για οκτώ μέρες και νύχτες χωρίς να κοιμηθεί καθόλου.
Άλλη φορά, όταν ρωτήθηκε για τον τρόπο που κατάφερνε σχεδόν πάντα να κερδίζει απάντησε πως το μυστικό μεταξύ ενός χαμένου και ενός κερδισμένου είναι η πειθαρχία. Αυτό σημαίνει ότι ο κερδισμένος διαχειρίζεται τα χρήματα του, ενώ ο χαμένος αφήνει τα χρήματα να τον διαχειρίζονται.
Η διαχείριση των χρημάτων, σύμφωνα μ’ αυτόν, είναι ένα από τα απώτερα τεστ για τον ανθρώπινο χαρακτήρα και την νοημοσύνη του ανθρώπου. Απαιτεί όμως να διακατέχεται κανείς απ’ την βασική πρόθεση, την πρόθεση της νίκης. Πίστευε δηλαδή, ότι μπορεί κάποιος να κερδίσει μόνο εάν έχει την πρόθεση να το κάνει. Αντίθετα, ο χαμένος χάνει επειδή στο πίσω μέρος του μυαλού του θέλει να κάνει ακριβώς αυτό, να τιμωρήσει, δηλαδή, τον εαυτό του για κάτι. Μπορεί η αποτυχία να καταδεικνύει, για την δική του ικανοποίηση, το πόσο ανάξιος είναι. Όπως και να έχει το πράγμα υπάρχουν πολλοί λόγοι που μπορεί να έχει κάποιος για να επιθυμεί να χάσει. Ακόμη κι αν αυτός ο άνθρωπος είχε τη μεγαλύτερη τύχη στον κόσμο θα του ήταν άχρηστη, καθώς θα ήταν φοβισμένος να φύγει κερδισμένος. Για το λόγο αυτό θα έμενε στο τραπέζι για ώρες, μέχρι τελικά να αποκτήσει αυτό που θέλει, μία άδεια τσέπη και έναν άδειο λογαριασμό.
Ο Nick ήταν πεπεισμένος ότι ο οποιοσδήποτε παίχτης με κάποια γνώση του παιχνιδιού ξέρει πότε έρχεται η ώρα γι’ αυτόν να φύγει από το παιχνίδι. Οι νικητές πιστεύει ότι προσέχουν αυτήν την γνώση, ενώ οι χαμένοι την παραβλέπουν.
«Χρειάζεται πραγματικός χαρακτήρας για να σταματήσεις και να φύγεις κερδισμένος. Εάν το κάνεις αυτό, θα πρέπει να περιμένεις τον θαυμασμό και τον φθόνο των άλλων παικτών, ακόμη και από την διεύθυνση του καζίνο. Κανείς δεν θα σκεφτεί να λυπηθεί έναν κερδισμένο. Έτσι ερχόμαστε στο ζήτημα του τι πραγματικά επιθυμείς, θαυμασμό ή λύπηση; Σκέψου το, κι όταν καταλήξεις, η μισή δουλειά έχει γίνει».
Ως απόδειξη του ισχυρισμού του αφηγούνταν ότι το 1924 πήγε στο San Francisco με περίπου 500.000 δολάρια σε μετρητά και μία φήμη ως του μεγαλύτερου παίκτη πόκερ στην Αμερική. Οι τοπικοί τζογαδόροι το είδαν ως μια πρόκληση στην οποία έπρεπε να απαντήσουν. Έτσι ένας περίοπτος κακοποιός της πόλης τον επισκέφτηκε μεθυσμένος στο ξενοδοχείο που διέμενε και του ζήτησε να παίξουν. Ο Nick γνώριζε ότι ο κακοποιός γινόταν επικίνδυνος όταν έπινε και για το λόγο αυτό προετοιμάστηκε να χάσει. Δεν τα κατάφερε όμως καθώς κέρδιζε διαρκώς. Καθώς ο κακοποιός έχανε όλο και περισσότερα τόσο πιο πολύ έπινε και τόσο πιο συχνά έριχνε το βλέμμα του στο όπλο του, που το είχε δίπλα του. Μετά από δεκαοχτώ ώρες παιχνιδιού, ο Nick κέρδιζε 190.000 δολάρια και μπροστά σε ένα πιθανό ρίσκο για τη ζωή του, εμπνεύστηκε ένα σχέδιο.
Έδωσε στον κακοποιό μία ευκαιρία να τον κλέψει, παίρνοντας τα χρήματά του πίσω, χωρίς ταυτόχρονα να δείξει ο Nick ότι αντιλήφθηκε την κλοπή. Έτσι του ανακοίνωσε ότι νύσταξε και έπρεπε να κοιμηθεί, αλλά τον προέτρεψε να μην σταματήσει, αλλά να παίξει ρίχνοντας και για τους δυο τα ζάρια και ποντάροντας ό,τι ποσό επιθυμούσε.
«Δεν υπολόγισα όμως στην διεστραμμένη αντίληψη τιμής του ανθρώπου αυτού. Μετά από περίπου μία ώρα με ταρακούνησε λέγοντάς μου ‘’Nick, το παιχνίδι αυτό παραείναι μεγάλο για μένα. Πρέπει να με αφήσεις να φύγω. Έχασα και άλλες 20.000 δολάρια“», έλεγε γελώντας ο Nick, επιβεβαιώνοντας έτσι τον ισχυρισμό του για τη βασική πρόθεση του παίχτη.
Μετά το παιχνίδι αυτό ο Nick πήγε για πρώτη φορά διακοπές σε μία απόμερη λίμνη στα βουνά Adirondacks.
Οι γνώσεις του Nick για όλους τους λαβυρινθώδεις δρόμους του τζόγου του είχε αποδώσει τη φήμη της παγκόσμιας αυθεντίας στο αντικείμενο αυτό. Τουλάχιστον δύο φορές τον μήνα, καλούνταν στις διαφωνίες μεταξύ παικτών όπου και αν βρισκόταν, προκειμένου να διασαφηνίσει μία ανεπαίσθητη λεπτομέρεια από την οποία κρεμόταν ένα ποντάρισμα ή ένα στοίχημα. Οι αποφάσεις του σε τέτοιες κλήσεις ήταν πάντα τελεσίδικες. Εάν υπήρχε κάποια ένσταση, ο Nick ήταν πρόθυμος να στοιχηματίσει με τον διαφωνούντα το διπλό από το ποσό που παιζόταν, ότι η κρίση του ήταν σωστή. Πάντως, ποτέ δεν αποδέχτηκε κάποιος το στοίχημα αυτό!
Κοντά στα τέλη της ζωής του, για άλλη μια φορά στην ψάθα, ο Nick the Greek εντοπίστηκε να παίζει πόκερ με μικροποσά στην Καλιφόρνια. Όταν μάλιστα τον ανακάλυψε εκεί ένας πρωταθλητής του πόκερ, αλλοτινός του φίλος, τον ρώτησε γεμάτος περιέργεια πώς μπορούσε να παίζει τώρα για ψίχουλα αυτός που κάποτε έπαιζε εκατομμύρια. Ο Δάνδολος του αντιγύρισε απλά:
«Παραμένει πόκερ, έτσι δεν είναι;»
Αυτή ήταν η φιλοσοφία του έλληνα τζογαδόρου. Δεν είχε καμία σημασία αν θα κέρδιζες ή θα έχανες, σημασία είχε μόνο το ταξίδι. Το απέδειξε άλλωστε περίτρανα με τον τρόπο ζωής του. Υπήρξε ο καλύτερος παίκτης του κόσμου, εάν ληφθούν υπόψη η διάρκεια, οι επιτυχίες και οι αποτυχίες μαζί. Ο «τζέντλεμαν της τσόχας», όπως τον αποκαλούσαν, ήταν ο πρώτος παίκτης που περιλήφθηκε στο ‘’Poker Hall of Fame’’ το 1979 (παρέα με τον Johnny Moss).
Το τελευταίο κεφάλαιο της ζωής του έκλεισε τα Χριστούγεννα του 1966 σε νοσοκομείο του Los Angeles, με τον ίδιο ξοφλημένο πια και αδέκαρο.
Κι όμως, ο «βασιλιάς των τζογαδόρων», όπως τον αποκάλεσε ο εκδότης του «Las Vegas Sun Newspaper», Hank Greenspun, την ώρα που ο Δάνδολος κειτόταν στο νεκροκρέβατο του νοσοκομείου, είδε να περνούν από τα χέρια του περίπου 500.000.000 δολάρια, τα οποία αγγίζουν σε σημερινές τιμές τα 87.000.000.000 δολάρια! Το ποσό αυτό, εάν βέβαια είχε κρατήσει τα πλούτη του, θα καθιστούσε τον ‘’Nick The Greek’’ μακράν τον πλουσιότερο άνθρωπο του κόσμου, γεγονός ωστόσο που δεν τον απασχόλησε ποτέ.

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

Νικόλας Ανδρέας Δάνδολος (Nick the Greek) (1)

«Το αμέσως καλύτερο πράγμα από το να παίζεις και να κερδίζεις είναι να παίζεις και να χάνεις. Το βασικό είναι να παίζεις».
Nick ‘’the Greek’’ Dandοlo

Ο Νικόλας Ανδρέας Δάνδολος ή κατά κόσμο Nick the Greek γεννήθηκε στο Ρέθυμνο της Κρήτης στις 27 Απριλίου του 1883. Η οικογένειά του καταγόταν από τη Σμύρνη και ήταν αρκετά εύπορη (ο πατέρας του ήταν έμπορος χαλιών).
Σε ηλικία 8 ετών ο Νικόλας πήγε στη Σμύρνη για να ζήσει μαζί με τον πλούσιο εφοπλιστή νονό του. Εκεί φοίτησε στο Αγγλικό σχολείο ‘’Baxter’’ και κατόπιν σπούδασε κλασική φιλοσοφία στο «Ελληνικό Ευαγγελικό Κολλέγιο» της Σμύρνης. Είχε ταλέντο στις γλώσσες και έμαθε Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Ισπανικά, Τούρκικα, λίγα Εβραϊκά και Αρχαία Ελληνικά. Του άρεσε επίσης να γράφει ποίηση. Οι σπουδές του τον ακολούθησαν, ως συνήθεια πια, σε όλη του τη ζωή κι ο Νικόλας ποτέ δεν εγκατέλειψε τη συνήθεια να ξεκουράζει το πνεύμα του με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Συχνά κουβαλούσε μαζί του τα βιβλία τους στους περίφημους χαρτοπαιχτικούς μαραθωνίους του.
Ο νονός του είχε μεγάλα σχέδια γι’ αυτόν και σε ηλικία 18 ετών αποφάσισε ότι έπρεπε να περιοδέψει στον κόσμο, ώστε να προετοιμαστεί καλύτερα για τις επερχόμενες σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Για να γνωρίσει τον κόσμο ο Νικόλας λάμβανε κάθε εβδομάδα 150 δολάρια, ένα μεγάλο ποσό για την εποχή, συν τα ταξιδιωτικά έξοδά του.
Αρχικά εγκαταστάθηκε στο Σικάγο, αλλά σχετικά σύντομα μετακόμισε στο Μόντρεαλ του Καναδά, θέλοντας να ‘’πικάρει’’ μια Ελληνίδα που γνώρισε στο Σικάγο και που θα αποτελούσε γι’ αυτόν τη γυναίκα της ζωής του. Εκεί ο Νικόλας γνώρισε τον διάσημο αναβάτη ιπποδρομιών Phil Musgrave και συνδέθηκε μαζί του φιλικά. Η φιλία του με τον διάσημο αναβάτη έμελλε να αποτελέσει σταθμό στη ζωή του. Ο Νικόλας εξ’ αιτίας του γνώρισε τον κόσμο των ιπποδρομιών και των στοιχημάτων και η ενασχόλησή του με το νέο του πάθος αποδείχτηκε αρκετά επικερδής για τον ίδιο αφού κατάφερε να κερδίσει μετά από δεκάμηνη παραμονή του στο Μόντρεαλ, 1.200.000 δολάρια. Το εύκολο κέρδος τον γοήτευσε και τον οδήγησε στην απόφαση αναφορικά με το τι θα έκανε στην υπόλοιπη ζωή του.
Η οικογένειά του ωστόσο, μαθαίνοντας ότι ο Νικόλας ήταν στο Μόντρεαλ και έπαιζε στοιχήματα θορυβήθηκε και διαρκή ήταν τα γράμματα που ερχόταν απ’ την Κρήτη γεμάτα παράπονα κι ανησυχίες για το στραβό δρόμο που είχε πάρει ο Νικόλας. Σε μια προσπάθεια να διασκεδάσει την απογοήτευση της οικογένειάς του ο Νικόλας πήρε την απόφαση να επιστρέψει στο Σικάγο, προκειμένου να καταλαγιάσει κάπως τις ανησυχίες των γονιών του. Ταυτόχρονα δέχτηκε διπλό το χτύπημα της μοίρας καθώς απ’ τη μια πέθανε ο νονός του στη Σμύρνη αφήνοντάς του 50.000 δολάρια κι απ’ την άλλη πληροφορήθηκε ότι η κοπέλα που αγαπούσε στο Σικάγο έπασχε από έναν ξαφνικό δυνατό πυρετό και κινδύνευε η ζωή της. Πριν προλάβει να επιστρέψει στο Σικάγο η κοπέλα πέθανε, αφήνοντας ένα τεράστιο κενό στην καρδιά του, που δεν κάλυψε ποτέ του και που αποτέλεσε το βασικό λόγο που έμεινε ανύπαντρος σ’ όλη του τη ζωή.  
Άρχισε να πίνει και να παίζει ζάρια και χαρτιά, χάνοντας όλα τα χρήματα που είχε κερδίσει στον Καναδά, κάτι που θα επαναλαμβανόταν έκτοτε συνεχώς στη ζωή του.
Ο Δάνδολος όμως δεν ήταν ένας ακόμη χαρτοπαίκτης του συρμού. Οι σπουδές και η κατάρτισή του, η ακόρεστη δίψα του για γνώση και για ζωή, το εξαίρετο μαθηματικό του ταλέντο, τον οδήγησαν σύντομα να αντιληφθεί ότι αν δεν σπούδαζε το αντικείμενο, δεν θα είχε ποτέ του τύχη απέναντι σε χαρτοπαίχτες ολκής, που συνωθούνταν στα καζίνο και τις λέσχες του Σικάγο. Για το λόγο αυτό αποφάσισε να μαθητεύσει δίπλα στους καλύτερους. Έτσι προσέλαβε έναν θρύλο του πόκερ για να του δείξει τα βασικά, έναν τύπο που ισχυριζόταν δηλαδή ότι «αν ο Θεός θέλει να μάθει να παίζει, θα έρθει σε μένα». Γρήγορα εξοικειώθηκε με τους νόμους των πιθανοτήτων και τα ποσοστά επιτυχίας, παίζοντας ταυτοχρόνως στα δάχτυλα τους γραπτούς και άγραφους κανόνες του τζόγου.
Σύντομα έγινε γνωστός σε όλο το Σικάγο. Οι κυρίες όλων των επαγγελματικών ασχολιών έκαναν το κάθε τι ώστε να πέσει ένα βλέμμα του Nick πάνω τους.
Ο ίδιος όμως αδιαφορούσε. Άρχισε να στέλνει χρήματα στους γονείς του και ο πατέρας του ήταν κατευχαριστημένος επειδή νόμιζε ότι ο Νικόλας ασχολούνταν με ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Όταν όμως έλαβε ένα τσεκ 20.000 δολαρίων προβληματίστηκε. Σε λίγο καιρό πήγε στο Σικάγο για να δει αν ο γιος του ήταν σε καλό δρόμο και επεδίωξε να βρει ένα καλό κορίτσι για να τον παντρέψει. Η αποκάλυψη της πραγματικότητας τον εξόργισε και τον έκανε να επιστρέψει άπραγος πίσω στην Κρήτη, αφού πρώτα έβαλε το γιο του να εργαστεί στο εστιατόριο ενός Έλληνα στο Σικάγο.
Την επόμενη μόλις χρονιά ο Νικόλας επέκτεινε τη χαρτοπαιχτική του δραστηριότητα παίζοντας όχι μόνο στο Σικάγο, αλλά σε όλες τις μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ. Μάλιστα ήταν ο άνθρωπος που νομιμοποίησε το παιχνίδι των ζαριών, κάνοντάς το γνωστό στην υψηλή κοινωνία.
Δαιμόνιος τζογαδόρος καθώς ήταν και ειδήμων της μπλόφας, πολύ σύντομα μετατράπηκε σε δεξιοτέχνη των τυχερών παιχνιδιών, με έφεση κυρίως στο πόκερ και τα ζάρια. Οι χαρτοπαιχτικές λέσχες και τα μεγάλα καζίνο του Σικάγο μάλιστα πολλές φορές του πρόσφεραν θέση εργασίας με εξαιρετικά παχυλούς μισθούς, προκειμένου να περιορίσουν τη ζημιά που τους έκανε ως παίχτης, χωρίς ωστόσο ο Δάνδολος να δεχτεί. Σταδιακά όλοι οι ειδήμονες του χώρου αναγνώρισαν ότι αυτός ο νεαρός Έλληνας είχε το κάτι παραπάνω στον τζόγο, καθώς δεν δίσταζε να ποντάρει τα πάντα χωρίς να νοιάζεται ιδιαίτερα αν θα κερδίσει ή θα χάσει.
Έπαιζε αδιάκοπα με πάθος και χαρά, πάντα για μεγάλα ποσά, δίνοντας ένα θρησκευτικό χαρακτήρα στην ενασχόλησή του. Ο ίδιος υπολόγιζε ότι στα 60 χρόνια της σταδιοδρομίας του κέρδισε και έχασε γύρω στα 500.000.000 δολάρια, κάνοντας την διαδρομή από την φτώχεια στον πλούτο 73 φορές.
Κάποτε είχε στην κατοχή του 50.000.000 δολάρια, τα οποία κρατούσε σε μία ασφαλή θυρίδα. Οποιοσδήποτε άλλος θα είχε αποσυρθεί επενδύοντάς τα. Η δική του όμως οπτική παρέμεινε αμετάλλακτη και μοναδική. Τα λεφτά σήμαιναν για εκείνον απλώς μία ευκαιρία να παίξει σε μεγαλύτερα και καλύτερα παιχνίδια.
«Όπως έχω πει κατ’ επανάληψη, τα λεφτά έχουν γίνει ένα υποκατάστατο στην κοινωνία μας για σχεδόν οτιδήποτε μπορείς να ονομάσεις. Ακόμη και για τον χαρακτήρα. Απλά λυπάμαι που πρέπει να τα χρησιμοποιούμε για τον τζόγο. Είναι μόνο μία κάβα, ένα ποσό».
Κέρδιζε και έχανε με την ίδια φλόγα, και στα γεράματα ήταν υπερήφανος τόσο για τις ήττες του όσο και για τις νίκες. Μιλούσε μάλιστα για τις ήττες του με τόση υπερηφάνεια, όση κάποιο άλλοι θα μιλούσαν για τα εγγόνια τους.
Κάποτε έχασε 280.000 από τον Arnold Rothstein μια ριξιά ζαριών. Όταν τον ρώτησε ένας δημοσιογράφος γιατί πόνταρε 280.000, ο Νικόλας απάντησε πως μέχρι τόσα ήθελε να πάει ο Arnold.
Πάντα πλήρωνε τα χρέη του στην ώρα τους και κανείς δεν έχασε ποτέ λεφτά απ’ αυτόν. Παράλληλα έκανε μεγάλες φιλανθρωπίες, τόσο σε ιδρύματα όσο και σε ιδιώτες, σε φίλους αλλά και σε οποιονδήποτε του χτυπούσε την πόρτα. Δεν επέμενε για την επιστροφή των χρημάτων ακόμη και όταν τα έδινε ως δανεικά, εκτός από τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όταν δεν μπορούσε να βρει εύκολα πλέον χρήματα και ζητούσε να του επιστραφούν τα όποια δανεικά και χρέη είχαν προς αυτόν άλλοι τζογαδόροι.
Βασιζόταν όμως μόνο στον λόγο τους, χωρίς να έχει καμία υπογραφή τους και έτσι με δυσκολία έπαιρνε πίσω κάποια, λίγα έστω, απ’ τα χρήματά του, με τη βοήθεια ενός φίλου του δικηγόρου που του εξηγούσε ότι ο λόγος τιμής ενός τζογαδόρου δεν έχει πλέον καμία αξία. Μόνο σε ιδρύματα έδωσε 5.000.000 δολάρια και άλλα 2.000.000 σε απλούς ανθρώπους.
Έστειλε περίπου 30 παιδιά φίλων στο κολλέγιο, πλήρωσε πάντα ανώνυμα, χρέη σε νοσοκομεία για πάνω από 1.000 άτομα και βοήθησε άλλους 300 να φτιάξουν την δική τους επιχείρηση.
Όταν τελικά μαθεύτηκε ότι μόνος του έκανε τζίρο περισσότερα λεφτά από πολλές τράπεζες, ήταν πλέον απόλυτα αναμενόμενο να ανακηρυχθεί ως ο κορυφαίος στο παίξιμο χρημάτων παίκτης της χώρας, λαμβάνοντας το προσωνύμιο που θα τον ακολουθούσε έκτοτε: ‘’Nick The Greek’’.
Ο ίδιος πάντως δεν φαινόταν πάντα να απολαμβάνει το προσωνύμιό του αυτό. Στις περιόδους αυτές όποιος τολμούσε να αναφέρει παρουσία του την προσωνυμία ‘’The Greek’’ ήταν σίγουρο πως θα δεχόταν αυστηρή επίπληξη.
«Το όνομα μου είναι Δάνδολος», θα τον διέκοπτε ο Nick προφέροντας αργά και προμελετημένα: “Δ-ά-ν-δ-ο-λ-ο-ς-‘’.
Στο διάστημα που ο Nick έμενε στην Καλιφόρνια σύχναζε σε ένα μαγαζί στο Χόλυγουντ. Εκεί ένα αγόρι που δούλευε ως «παιδί για τα θελήματα» συχνά ξεχνούσε την απέχθεια του Nick για το προσωνύμιό του. Κάθε φορά λοιπόν που ο Δάνδολος δεχόταν ένα τηλεφώνημα το αγόρι έτρεχε στον πολυσύχναστο χώρο φωνάζοντας:
‘’Τηλεφώνημα για τον Nick The Greek, τηλεφώνημα για τον Nick The Greek!”
Ο Nick τον διόρθωνε εκνευρισμένος υπενθυμίζοντάς του το όνομά του. Όλα αυτά όμως άλλαξαν όταν ο ηρωικός ελληνικός στρατός, αν και πολύ μικρότερος και με πολύ λιγότερα πολεμικά μέσα, νίκησε τους Ιταλούς και κατέβαλε ηρωική αντίσταση εναντίον των Γερμανών. Τότε, καθώς ο Nick διάβαζε ένα άρθρο που εξυμνούσε τον ηρωισμό του ελληνικού στρατού, το αγόρι ξαναήρθε και φώναξε: “Τηλεφώνημα για τον κύριο Δάνδολο”. Αυτή τη φορά ο Nick τον αγριοκοίταξε και του είπε: ‘’Από τώρα και στο εξής, γιε μου, καλύτερα να με φωνάζεις Nick The Greek’’.
«Έζησε ως ένας μοντέρνος Σωκράτης. Δεν πίστευε σε τίποτα το υλικό» είπε κάποιος φίλος του. «Η περιουσία του, όταν πέθανε, μπορούσε να χωρέσει μέσα σε ένα παπούτσι».
Τα πιο πολύτιμα αγαθά του ήταν αυτά που μπορούσε να πάρει μαζί του, και τα πήρε. Δύο απ’ τα αγαθά που πήρε μαζί του ήταν το ελεύθερο και ενθουσιώδες πνεύμα της περιπετειώδης νιότης, που ήταν ένα μοναδικό του χαρακτηριστικό γνώρισμα για όλο τον καιρό της δράσης του, όπως και το μυστικό να βρίσκει κάθε φορά καινούρια κάβα, ώστε να ξεκινάει πάλι ένα ταξίδι προς την κορύφωση, μια πορεία που ακολουθούν μόνο αυτοί που τολμούν να αμφισβητήσουν την μοίρα.
«Αυτό το πρώτο μυστικό θα το πάρω μαζί μου, καθώς δεν μπορώ να δώσω συμβουλές που μπορεί να φανούν σε κάποιον χρήσιμες. Είναι κάτι που εδρεύει στον χαρακτήρα και όχι στην προσωπικότητα και γι’ αυτόν το λόγο δεν μπορούν να αποκτηθούν από άλλον…
Και πιστέψτε με, και για το δεύτερο, μια αποκάλυψη των πηγών μου θα ήταν χωρίς νόημα, καθώς αυτές θα είναι πάντα πιο κοντά σε μένα απ’ οποιονδήποτε άλλον και όταν εγώ θα έχω φύγει, δεν θα μου χρειάζονται πια».
Πάντως οι φήμες τον ήθελαν να βρίσκει χρήματα είτε από ένα μικρό γκρουπ πλούσιων Ελλήνων, είτε από ένα μεγάλο γκρουπ φτωχών Ελλήνων, είτε από μία πλούσια Νεοϋορκέζα χήρα που δεν έχει δει ποτέ κανείς, είτε από διάφορους, εκτός των καθιερωμένων, μαφιόζους. Ο Nick γελούσε με όλες αυτές τις εικοτολογίες και επέμενε ότι έπαιζε μόνο δικά του χρήματα.
Το 1919, αμέσως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, στο μικρό πριγκιπάτο του Μονακό, είχε συγκεντρωθεί πλήθος βασιλέων και αριστοκρατών, καθώς και πολλοί ζάπλουτοι επιχειρηματίες. Ανάμεσά τους κι ο Δάνδολος που επισκέπτονταν το καζίνο κάθε βράδυ παρακολουθώντας την δράση, παίζοντας μόνο μερικές εκατοντάδες δολάρια. Η φήμη του τον ακολουθούσε και στο Μόντε Κάρλο κι όλοι αναρωτιόνταν πότε θα έβλεπαν τον πραγματικό Nick. Πέρασαν όμως μέρες και εβδομάδες χωρίς να υπάρχει καμία αλλαγή στην συμπεριφορά του. Ο ίδιος όμως έβλεπε και μετρούσε όλες τις παραμέτρους του παιχνιδιού.
Υπολογίζοντας τις πιθανότητες τίναξε την μπάνκα των 500.000 φράγκων (20.000 δολάρια) τρεις φορές. Μετά από αυτό επέστρεψε για πέντε συνεχόμενες ημέρες για ένα τελικό νικηφόρο αποτέλεσμα 320.000 δολαρίων.
Είναι ένα ρεκόρ που δεν έχει καταρριφτεί, ούτε και από τον Βρετανό τζογαδόρο Charles Wells που η καλή του τύχη ενέπνευσε το τραγούδι ‘’Ο άνθρωπος που τίναξε στον αέρα την μπάνκα του Μόντε Κάρλο’’.
Το κατόρθωμά του έγινε παγκοσμίως γνωστό και πλέον πλήθος κόσμου τον ακολουθούσε σε κάθε του μετακίνηση. Για να μπορεί να τους αποφεύγει όλους αυτούς προσέλαβε έναν νεαρό γκρουμ του ξενοδοχείου που διέμενε, τον Ηρακλή Μαυροκορδάτο, επειδή τον πέτυχε να διαβάζει στο διάλλειμά του μία ελληνική έκδοση του Πλάτωνα. Ο ίδιος ο Nick συνήθιζε να διαβάζει πάντα Πλάτωνα κι Αριστοτέλη, κατάλοιπο των σπουδών του και δεν τους αποχωρίζονταν ούτε στα μεγάλα τουρνουά χαρτοπαιξίας στα οποία έπαιρνε μέρος.
«Στην αρχαία φιλοσοφία βρίσκεις γνώση, γαλήνη της ψυχής, διεξόδους και ισορροπία», συνήθιζε να λέει στους Αμερικανούς που τον κοίταζαν εμβρόντητοι.
Ο Ηρακλής λοιπόν ή «Litl Xarry» όπως τον μετονόμασε ο Nick έγινε η σκιά και ο φίλος του. Εκτελούσε χρέη προσωπικού του βοηθού σε όλες τις δουλειές, σωματοφύλακα, πληροφοριοδότη και άλλων πολλών.
Σύντομα, εξαιτίας μιας πληροφορίας του Xarry, ο Nick έκλεισε ένα ιδιωτικό παιχνίδι με τον Σουλτάνο και μετέπειτα βασιλιά Φουάντ Α΄ της Αιγύπτου, όπου χάρη στο ταλέντο του στη μπλόφα κέρδισε 700.000 δολάρια. Το μισό ποσό το έχασε λίγες μέρες αργότερα στο Σικάγο, μετά από δύο ημέρες συνεχές παιχνίδι ζαριών, για να τα ξανακερδίσει με τόκο λίγες μέρες αργότερα.
Αυτές οι μεταπτώσεις ήταν η ζωή που ονειρευόταν. Έπαιζε για τη χαρά του παιχνιδιού και μόνο. Ταυτόχρονα διεύρυνε τον κύκλο γνωριμιών του παίζοντας άλλοτε με βασιλιάδες και βιομήχανους και άλλοτε με γκάγκστερ. Σε κάθε περιβάλλον είχε την ικανότητα να προσαρμόζεται ως χαμαιλέοντας και να μιλά και να φέρεται αναλόγως.
Θρυλικός για τις μπλόφες του και μέγας εραστής της τράπουλας, έχει απαθανατιστεί στην Ιστορία ως ο διασημότερος τζογαδόρος της Αμερικής, ένας άθλος από μόνος του που περιβάλλεται πια, όπως είναι φυσικό, από την αχλή του μύθου.